Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: Ίσως την επόμενη φορά
Η ιστορία δύο ανθρώπων που συναντήθηκαν και ερωτεύτηκαν, αλλά εξαιτίας μιας παρεξήγησης δεν κατάφεραν να συνυπάρξουν.
Ήταν καιρός ένας συγγραφέας να μιλήσει, με τρόπο ουσιαστικό, για τον έρωτα, για τις συγκρούσεις και τις ψευδαισθήσεις, τα φλεγόμενα σώματα και τις ιδρωμένες συνειδήσεις, την παραφορά και τις παρεξηγήσεις, το εγκλωβισμένο εγώ –κυρίως αυτό– που δεν καίγεται ποτέ. Ο τίτλος του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Ίσως την επόμενη φορά, κρυπτικός και ειρωνικός, τα λέει όλα εξαρχής, ξεδιπλώνοντας την ιστορία δύο ανθρώπων που συναντήθηκαν και ερωτεύτηκαν, αλλά εξαιτίας μιας παρεξήγησης δεν κατάφεραν να συνυπάρξουν, αφήνοντας την τύχη να αποφασίσει για την ίδια τους την αδυναμία. Χωρίς καμία διάθεση να ξεπεράσουν την αυτοαναφορικότητά τους, δεν δοκίμασαν καν τη χαρά της συνύπαρξης: πιστεύοντας ότι έπεσαν θύματα αμοιβαίας εξαπάτησης, τελείωσαν μια ιστορία προτού καν αρχίσει – τι άλλο μπορεί να συμβεί την εποχή της αποσπασματικότητας και του τυχαίου;
Τα κλισέ που επανέρχονται σαν φευγαλέα σύννεφα στο μυαλό του καθενός για τη γυναικεία ή την ανδρική φύση, αλλά και για τον κόσμο, την πολιτική ή τη λογοτεχνία, λειτουργούν έτσι κι αλλιώς αποτρεπτικά όσον αφορά το άνοιγμα στον Άλλο, ενισχύοντας την αποπροσωποποίηση. Το θαύμα δεν συμβαίνει και τελεί διαρκώς υπό αναβολή ακριβώς επειδή κανείς δεν το επιτρέπει: ο ένας γιατί θεωρεί ότι εξαπατήθηκε, η άλλη γιατί έπεσε θύμα μιας πιθανής κακοποίησης. Τίποτα, όμως, δεν είναι αυτό που φαίνεται σε ένα πανέξυπνο βιβλίο, πανούργα γραμμένο, για την εποχή του ασήμαντου και του τυχαίου: «Στην κορυφή της λίστας των συχνότερα κληροδοτούμενων δεινών βρίσκεται η προδιάθεση για ασημαντότητα. Κυριολεκτικά, οι άνθρωποι είναι κατασκευασμένοι να τα κάνουν θάλασσα σχεδόν με ό,τι καταπιάνονται.Το μόνο που τους διασώζει από τα αλλεπάλληλα ναυάγια είναι πως όσο λίγα και αν είναι αυτά που πετυχαίνουν, καταφέρνουν να τη βγάζουν με ακόμη λιγότερα. Το ότι συνεχίζουν να ζουν ακόμη και όταν δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερο λόγο είναι ασφαλώς αξιοθαύμαστο. Για τους περισσότερους, ένας-δυο εθισμοί αρκούν για να αντιμετωπίσουν με κάποια επιτυχία την κλιμακούμενη δυσφορία που αργά ή γρήγορα προκαλεί σε όλους η καθημερινότητα, όταν αρχίζει να επαναλαμβάνεται αμετάβλητη».
Βάζουμε τη ζωή μας στις ταινίες, και οι ταινίες μας γεμίζουν με σκηνές που δεν ζήσαμε, και μετά ζούμε αυτά που φανταστήκαμε. Μην κοιτάς που τελειώνουν και ψοφάμε σαν τα σκυλιά στην Εθνική κι αρπάζουμε την ντουντούκα και φωνάζουμε πάμε και cut.
Το θάμβος δεν εμφανίζεται, λοιπόν, ούτε καν στις πιο καίριες στιγμές, ούτε και όταν γοητεύεται ο ένας από τον άλλο, όταν τα σώματα παίρνουν την πρωτοκαθεδρία και αναζητούν απεγνωσμένα να καούν από το πάθος. Οι απόλυτα ρεαλιστικές στιγμές της συνουσίας περιγράφονται με ακρίβεια από τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, κάτι από μόνο του αξιέπαινο, καθώς είναι δύσκολο να αποδοθεί με επάρκεια μια καλή ερωτική σκηνή, χωρίς να διολισθήσει στην ευκολία του πορνό, ειδικά εδώ όπου η αφήγηση μοιράζεται στα δύο, στης γυναίκας και στου άνδρα.
Αγκαλιάσματα, εσωτερικές σκέψεις την ώρα της πράξης, διεισδύσεις, πεολειχίες, οι σκηνές αποδίδονται με ακρίβεια και σε κάθε λεπτομέρεια, ενδεικτικές της απόλυτης κυριαρχίας που έχει η σωματικότητα στον έρωτα. Τα πάντα είναι σώμα και, όπως γράφει εύστοχα ο Τζαμιώτης στο μότο του βιβλίου, παραπέμποντας στον Γιώργο Χειμώνα, «άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει». Η αλήθεια του σώματος επιβάλλει τα δικά της αρχετυπικά κριτήρια και ορίζει με ακρίβεια τους ανδρικούς ή γυναικείους ρόλους, διαμορφώνοντας τα πεδία όπου θα ξεδιπλωθεί η αιώνια μάχη του έρωτα. Το σώμα δεν ψεύδεται και δεν μπορεί να αντισταθεί στην αλήθεια που επιβάλλει η φύση για το ίδιο πέρα και πολύ μακριά από την παραπλανητική εικόνα που τρέφουν οι άνθρωποι για την ερωτική συνύπαρξη, ως κοινωνική κατασκευή πια.
Όχι τυχαία, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η όμορφη Βασιλική, θέλει να νομίζει ότι είναι μια ανεξάρτητη οικονομικά και δυναμική γυναίκα, μεγαλωμένη σε ένα φιλελεύθερο περιβάλλον με τις απαραίτητες σπουδές και γλώσσες, ενώ κατ' ουσίαν είναι εγκλωβισμένη στις συντηρητικές αρχές μιας ισοπεδωτικής εξίσωσης για τους ποδηλάτες, τους μετανάστες, το περιβάλλον και πολλά άλλα που χάσκουν ανυπεράσπιστα στα χέρια της. Αλλά και ο «καταραμένος» συγγραφέας Πέτρος δεν αφήνεται να μετατοπιστεί από έναν προδιαγεγραμμένο αποκλεισμό των άλλων –πράγμα μάλλον άσχημο για έναν δημιουργό–, απόδειξη της μέτριας τελικά λογοτεχνίας που καταθέτει.
Άνθρωποι με περιορισμένα περιθώρια αλλαγής, οι οποίοι ωστόσο αφήνουν τα πάντα ανοιχτά στο ενδεχόμενο, πιστεύοντας ότι «ίσως την επόμενη φορά» ερωτευτούν πραγματικά, «ίσως την επόμενη φορά» νιώσουν, «ίσως την επόμενη φορά» αποδειχτούν άλλοι, λιγότερο λειψοί. Ένα διαφορετικό ερωτικό μυθιστόρημα από έναν συγγραφέα που έχει δώσει δείγματα ότι είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της σωματικότητας, που αντιστέκεται ακόμα σε έναν κόσμο που έχει διαμορφωθεί για να ελέγχει, να εξαπατά και να χειραγωγεί.