Τομπάιας Γουλφ: Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα
Στους πίνακες του Χόπερ, στις μοναχικές στιγμές μέσα στα μπαρ και στα απέραντα λιβάδια που βλέπουν στο πουθενά, υπάρχει ένα κυρίαρχο στοιχείο που ενώνει όλα τα πρόσωπα με τρόπο καταλυτικό: το κενό. Μια αίσθηση εγκατάλειψης που κυριαρχεί τη στιγμή της απόλυτης παρουσίας, η πιο κυνική επιβεβαίωση του ανθρώπου που αιωρείται στο κενό ακόμα και την ώρα του πάρτι – και αυτό το στοιχείο είναι που επιβεβαιώνει τον άκρως ειρωνικό τίτλο Η χαρά του πολεμιστή, τη συλλογή με μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του Αμερικανού Τομπάιας Γουλφ, που μόλις κυκλοφόρησε από τον Ίκαρο σε μετάφραση Τάσου Αναστασίου και Γιάννη Παλαβού. Οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν σαν άλλοι ήρωες του Χόπερ, τόσο μακρινοί μεταξύ τους αλλά και τόσο κοντινοί, με συνδετικό κρίκο τη εσωτερική μοναξιά τους. Αποξενωμένοι και αλλότριοι σε ένα περιβάλλον που ποτέ δεν τους αφομοίωσε, ακόμα και όταν έμοιαζε να τους ορίζει πλήρως, άρτιοι στην ευθραστότητά τους ή στη φαινομενική δύναμή τους και απόλυτα τραγικοί ακόμα και στην καθημερινότητα: η καλοκάγαθη, αλλά εξαρτημένη από τα ναρκωτικά Έλεν, ο υποτιθέμενα άμεμπτος, αλλά κενόδοξος Μπρουκ, ο ερωτοχτυπημένος, αλλά αρνούμενος να το παραδεχτεί Ρίτσαρντ. Γεμάτοι αυταπάτες, εγκλωβισμένοι σε αναπόφευκτα διλήμματα, αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη: σαν τον καθηγητή που κατακρίνει τον συνάδελφό του ως μοιχό, ενώ σύντομα θα βρεθεί να απατά τη γυναίκα του ο ίδιος, ή σαν τον νεαρό που μέσα από τις ψεύτικες ιστορίες οριοθετεί τη δική του προσωπική αλήθεια. Στην πραγματικότητα, ο «Ψεύτης» είναι το διήγημα που αντικατοπτρίζει –όπως και το μυθιστόρημα Το παλιό σχολείο (εκδόσεις Πόλις)– την πνευματική κατάσταση του ίδιου του Τομπάιας Γουλφ, ο οποίος είχε μάθει από μικρός να στήνει ιστορίες και να αφηγείται ψεύτικα σενάρια για να αποφεύγει έναν ανυπόφορο οικογενειακό βίο. Ορατές στο διήγημα αυτό είναι, επίσης, η δυναστευτική παρουσία της μητέρας και η απουσία του πραγματικού πατέρα αλλά και η παρωδία της ψυχανάλυσης. Γιατί αν κάνουν κάτι τα διηγήματα του Γουλφ, είναι να εισέρχονται στο εσωτερικό του ψυχισμού με έναν τρόπο άρτιο, ύπουλο και γι' αυτό αποτελεσματικό –– χωρίς όμως να αναλύουν. Δείχνουν την άβυσσο, αρθρώνοντας εσωτερικές κραυγές που προς τα έξω ακούγονται σαν ψίθυροι και καταγράφουν τα όρια ενός κόσμου που από μακριά μοιάζει με παγωμένο τοπίο – από κοντά με κόλαση.
H πιο κυνική επιβεβαίωση του ανθρώπου που αιωρείται στο κενό ακόμα και την ώρα του πάρτι – και αυτό το στοιχείο είναι που επιβεβαιώνει τον άκρως ειρωνικό τίτλο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τρεις φίλοι που εμπλέκονται σε μια ιστορία ηθελημένων ή μη πυροβολισμών, με τον έναν από αυτούς να τραυματίζεται σοβαρά και στη διαδρομή για το νοσοκομείο να αποκαλύπτονται μυστικά ζωής, ή οι τρεις στρατιώτες που βιώνουν κοινά αδιέξοδα και ένα τραγικό τέλος. Και εδώ τα στοιχεία της αυτοβιογραφίας είναι παραπάνω από έντονα, καθώς η θητεία του Γουλφ στον πόλεμο του Βιετνάμ άφησε ανεξίτηλο το ματωμένο ίχνος της πάνω στα γραπτά του και ενέπνευσε, εκτός από το διήγημα «Η χαρά του πολεμιστή», τον βραβευμένο με το Pen/Faulkner Κλέφτη του Στρατοπέδου (εκδόσεις Πόλις). Ο ίδιος, μάλιστα, πέρασε πολλά προτού καταλήξει καθηγητής Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο του Στράτφορντ και ένας από τους πιο περίοπτους συγγραφείς της χώρας του: δεν υπηρέτησε μόνο στο Βιετνάμ αλλά υπήρξε και πορτιέρης σε νυχτερινό μαγαζί, μπάρμαν, δημοσιογράφος. Βιώματα που τον κράτησαν μακριά από τον επιφανειακό κόσμο της διανόησης και της ψεύτικης συνθήκης των πανεπιστημιακών που περιγράφει με τόσο γλαφυρό τρόπο στο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ», υπηρετώντας άρτια τους κανόνες των λεγόμενων «βρόμικων ρεαλιστών». Παρ' ότι οι τρεις ομότεχνοι κυνικοί –Κάρβερ, Φορντ, Γουλφ– αποποιήθηκαν την εν λόγω ταμπέλα που τους χάρισε το περιοδικό «Granta», ακριβώς γιατί δεν ήθελαν να χωρέσουν στην κλισέ επιγραφή κάποιας σχολής, η μεταξύ τους σύνδεση είναι παραπάνω από προφανής και κυρίως έχει να κάνει με την ανάδειξη της δύναμης της ουσίας και της απλότητας: τι χρειάζονται τα φτιασίδια, όταν η αλήθεια είναι τραγική και οι χαρακτήρες ολοκληρωμένοι; Ωστόσο, η μέριμνα για τη γλώσσα είναι και στους τρεις παραπάνω από προφανής κι έχει να κάνει με την αγωνία που νιώθουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αλήθεια μας και το αίσθημα του φόβου, που είναι η μοναδική απόδειξη πως είμαστε απόλυτα γυμνοί, θνητοί. Ανεξάρτητα από την ιδιότητά μας και από αυτό που ετοίμασε για εμάς η ίδια η ζωή, ίσως τελικά στον Γουλφ να είναι η μοίρα που μοιάζει με ασήμαντη λεπτομέρεια.