Μαριαλένα Σεμιτέκολου: Οι Κυριακές, το Καλοκαίρι
Στο βιβλίο της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως η δράση είναι περιορισμένη στο ελάχιστο, όπως συνήθως συμβαίνει με τις Κυριακές του καλοκαιριού, οπότε η ραστώνη υποκαθιστά τη φρενήρη αστική επάρκεια
Είναι πολύ σημαντικό σε εποχές δράσης και ακατάπαυστης πλοκής, που τελικά ισοδυναμούν με ακινησία, τα βιβλία να μην προσπαθούν να μιμηθούν κάτι πέρα από τον εαυτό τους. Γιατί ο μόνος τρόπος για να αντισταθεί κανείς στην άσκοπη δράση είναι η σκέψη, ακόμα και αν είναι αναγκαστικές οι συνθήκες που το επιβάλλουν.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει στην περίπτωση της Μαρίνας, η οποία είτε από ανάγκη, είτε από κατάθλιψη, είτε γιατί κάτι τέτοιο προστάζει ο καιρός μένει μόνη στο σπίτι, σε ένα μηδενικό, δηλαδή, τοπίο δράσης, θυμίζοντας τι ακριβώς σημαίνουν «οι Κυριακές, το καλοκαίρι», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μαριαλένας Σεμιτέκολου από τις εκδόσεις Ίκαρος (με υπέροχο εξώφυλλο σε σχεδιασμό Γιάννη Καρλόπουλου).
Αυτή είναι η αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ευρηματικότητα της συγγραφέως, η οποία αρύεται από απλά θραύσματα νοήματος, από συνειρμούς και πράγματα ευτελή για να ξεδιπλώσει φανταστικές σκέψεις και μια πολύ όμορφη αφήγηση.
Φαινομενικά, στο βιβλίο η δράση είναι περιορισμένη στο ελάχιστο, όπως συνήθως συμβαίνει με τις Κυριακές του καλοκαιριού, οπότε η ραστώνη υποκαθιστά τη φρενήρη αστική επάρκεια: το μόνο που ακούγεται από το διαμέρισμά της είναι οι εξωτερικοί ήχοι της πόλης ή της τηλεόρασης, του νερού ή των άλλων παρεμβολών ενός κόσμου που συνήθως υπάρχει σε δεύτερο πλάνο.
Για την ακρίβεια, η Σεμιτέκολου επιλέγει ως ηρωίδα της τη Μαρίνα χωρίς επίθετο και χωρίς λοιπές ιδιότητες, μια νεαρή κοπέλα, όπως τόσες άλλες, δίχως κανένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό, πέρα από τη δυνατότητα να μετατρέπει την έλλειψη ιστοριών σε άπειρους κόσμους, τον σπασμένο ή τραυματισμένο ψυχισμό σε ένα πολύχρωμο καλειδοσκόπιο από εικόνες.
Φαινομενικά, στο βιβλίο η δράση είναι περιορισμένη στο ελάχιστο, όπως συνήθως συμβαίνει με τις Κυριακές του καλοκαιριού, οπότε η ραστώνη υποκαθιστά τη φρενήρη αστική επάρκεια: το μόνο που ακούγεται από το διαμέρισμά της είναι οι εξωτερικοί ήχοι της πόλης ή της τηλεόρασης, του νερού ή των άλλων παρεμβολών ενός κόσμου που συνήθως υπάρχει σε δεύτερο πλάνο.
Η χρονική έκταση αφορά μία μόλις μέρα χωρισμένη σε πρωί, μεσημέρι και απόγευμα ‒όσα δηλαδή και τα κεφάλαια του βιβλίου‒, αναδεικνύοντας μια modernité που έχει μέσα της πολλά από τα αντίστοιχα εσωτερικά εγχειρήματα του Ίταλο Σβέβο ο ήρωας του οποίου απλώς αναστοχάζεται την καθημερινότητα, χωρίς να δίνει κανένα βάρος στην πλοκή.
Και όμως, τη στιγμή που το σύμπαν βυθίζεται φαινομενικά στην αδράνεια ή ο χρόνος της δράσης περιορίζεται στη μία μέρα και ένα πρωινό, ουσιαστικά, και σε ένα άλλο επίπεδο συμβαίνουν τα πάντα. Κυριολεκτικά.
Γιατί στον σχετικό χρόνο της ακηδίας, ακόμα και της κατάθλιψης, από την οποία δείχνει να υποφέρει η Μαρίνα, ανασύρονται από τη μνήμη γεγονότα αναρίθμητα, πολύ σημαντικά για τη συγκρότηση του χαρακτήρα: οι παλιές υποτιθέμενες θωπείες των μεγαλύτερων ανδρών, μια ενδεχόμενη σεξουαλική παρενόχληση, οι αποξενωμένες παρέες, η σχέση με τα αντικείμενα, τα τραυματικά παιδικά χρόνια και κυρίως τα δύο σημαντικά γεγονότα που φαίνεται να έχουν επιφέρει μεγάλες αλλαγές στον ψυχισμό της Μαρίνας.
Η απώλεια της αγαπημένης της μητέρας, έναν μόλις χρόνο πριν, και ο χωρισμός της από τον σύντροφό της, τον Μιχάλη, με τον οποίον έμεναν στο ίδιο σπίτι. Παρότι πρόκειται για δυο συμβάντα που έχουν ανατρέψει τις λεπτές ισορροπίες, τίποτα στην εξιστόρηση δεν επιτρέπει, ευτυχώς, τη δραματοποίησή τους.
Το πένθος διαφαίνεται στις μη ανιχνεύσεις λεπτομέρειες, σε αυτές τις φευγαλέες μετατοπίσεις της φαντασίας, το μοναδικό όπλο που φαίνεται να διαθέτει η πρωταγωνίστρια απέναντι στην πραγματικότητα.
Τα πάντα υψώνονται, ενίοτε απειλητικά, και υπερμεγεθύνονται, όπως ακριβώς συνέβαινε την πρώτη περίοδο του έρωτα της Μαρίνας με τον Μιχάλη, όταν «κάποια μυστήρια δύναμη κατέγραφε λεπτομερώς τον σταθερό βόμβο ενός σμήνους εντόμων που πετούσαν αδιάκοπα μέσα της, πάνω κάτω στην κοιλιακή της χώρα.
Κάποια μυστήρια δύναμη είχε, παρά τη θέλησή της, εγκαταστήσει μέσα της ένα σόναρ που πάσχιζε να εντοπίσει την κίνηση παλιών, βυθισμένων αντικειμένων αγνώστου προέλευσης», επιτείνοντας κάθε λεκτική ή αισθαντική απόχρωση. Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι Κυριακές το καλοκαίρι μπορεί να γίνουν πολύ σκληρές, όπως το αδίστακτο φως που χτυπάει τα πρόσωπα στην ανυπόφορη ζέστη ή τονίζει τις ατέλειες στους πίνακες του κιαροσκούρο.
Σημασία δεν έχει επομένως να ανταμώσει κανείς τον ευκαιριακό χώρο της εύκολης αφήγησης αλλά να κατακτήσει το χώρο έξω από αυτήν, αυτόν της ψυχής. Και αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, όσο αντίστροφα εύκολο είναι να βυθιστούμε στον εαυτό μας γιατί ξεχνάμε πόσο εύκολα μπορούμε να βρεθούμε μόνοι μας κάποια Κυριακή το καλοκαίρι.