ΠΕΔΡΟ ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΣ: Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ
Στα μικροσκοπικά διηγήματα, που δεν ξεπερνούν τις 500 λέξεις έκαστο, ο Κουβανός συγγραφέας αποδεικνύει για άλλη μία φορά τη μαστοριά του, ξεφεύγοντας από τον βρομικο ρεαλισμό που τον καθιέρωσε. Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες δημιουργεί από την αρχή ένα παράδοξο σύμπαν για να στεγάσει τους εκπεσμένους αγγέλους του.
Μέχρι τα 37 του χρόνια ο 50χρονος σήμερα Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες είχε κάνει αμέτρητες δουλειές: εφημεριδοπώλης, παγωτατζής, δάσκαλος καγιάκ, οικοδόμος, γεωργός, ραδιοφωνικός παραγωγός και διάσημος δημοσιογράφος. Η έντονη και ιδιόρρυθμη καλλιτεχνική του φύση βρήκε πολλές και διαφορετικές διεξόδους (ζωγράφος, γλύπτης, ποιητής), έμελλε όμως να γίνει ένας από τους διασημότερους συγγραφείς της χώρας του. Ειδικότης του ο λεγόμενος «βρομικος ρεαλισμός της Κούβας», ένα ρεύμα που απεικονίζει τη ζωή στα στενά σοκάκια της Αβάνας, την παρακμή, την έκλυτη ζωή των κατοίκων της, τη φτώχια, την απελπισία αλλά, ταυτόχρονα, την επινοητικότητα και τη χαρά της ζωής. Τόσο ενδιαφέρον, που ακούγεται σχεδόν εξωτικό.
Η Μελαγχολία των λιονταριών είναι το τελευταίο βιβλίο του Γκουτιέρες που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ολοκληρωμένο το 1997, το σύντομο αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε στην Κούβα τρία χρόνια αργότερα. Ως αντίθεση και απάντηση προς τη διάσημη Βρόμικη τριλογία της Αβάνας, η οποία τον έκανε ευρύτερα γνωστό και στη χώρα μας, στη Μελαγχολία των λιονταριών ο Γκουτιέρες υιοθετεί με επιτυχία μία λογοτεχνική φόρμα εξαιρετικά πρωτότυπη: το διήγημα και το μικροδιήγημα.
Η Μελαγχολία των Λιονταριών είναι μια συλλογή μικροδιηγημάτων, σύντομων, δηλαδή, διηγημάτων, που δεν ξεπερνούν τις 500 λέξεις, τα οποία αποτελούν αυτόνομα κείμενα χωρίς ούτε μία περιττή φράση. Τα μικροδιηγήματα του Γκουτιέρες, που δεν είναι συντμήσεις διηγημάτων αλλά ένα τελείως διαφορετικό είδος, είναι ακριβή, σατιρικά, χιουμοριστικά και, ως επί το πλείστον, ανατρεπτικά.
Μέσα από το μικρό σε έκταση βιβλίο και τα ακόμη μικρότερα διηγήματά του παρελαύνουν ένας ποντικός που ξεφεύγει από τα δόντια της γάτας μόνο και μόνο επειδή είναι σοκολατένιος, αλλά και τα αστικά και προσωπικά αδιέξοδα που βασανίζουν τους κατοίκους της Κούβας, τα αδι- έξοδα που βασανίζουν όλους μας. Με αυτές τις πολύ ποιητικές ιστορίες ο Γκουτιέρες δεν κάνει έναν απλό κοινωνικό σχολιασμό ούτε αποτυπώνει στεγνά τις εσωτερικές αναζητήσεις των ηρώων του. Τα μικροδιηγήματά του είναι σουρεαλιστικά και παράλογα στα όρια της παραβολής, ενώ, κατά διαστήματα, μοιάζουν με σύντομες, δύσκολες ασκήσεις μαγικού ρεαλισμού ενός ιδιαίτερου είδους που ευδοκίμησε στη Λατινική Αμερική και τελειοποιήθηκε από τον μεγάλο Κολομβιανό νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Όπως και στη Βρόμικη τριλογία της Αβάνας, με τους ιλλιγιώδεις ρυθμούς και την τροπική έξαψη, έτσι και στη Μελαγχολία των λιονταριών ο Γκουτιέρες δεν φοβάται τη γλαφυρή, οριακά ανατριχιαστική περιγραφή. Μερικά διηγήματα ακροβατούν στα όρια της ηθικής, όπως αυτό για τον γέρο γιατρό που ειδικεύεται στις παρθενορραφές και ηδονίζεται με τη μυρωδιά των νεαρών ασθενών του, ενώ άλλα πραγματεύονται τολμηρά τον φόβο, την αυτοχειρία και το δηλητήριο που όλοι κρύβουμε μέσα μας ως άλλες κόμπρες ή οχιές.
Σαν μικρές, προσωπικές ασκήσεις γραφής για εκείνον κι ανάγνωσης για εμάς, κάποια από τα διηγήματα του Γκουτιέρες είναι απόλυτα συμμετρικά τόσο ως προς τη θεματική όσο και ως προς τη δομή τους, με έννοιες επαναλαμβανόμενες, όπως ο έρωτας, η τρέλα και ο θάνατος. Κάποια, όμως, εκφράζουν με σχεδόν βρετανική ειρωνεία πολιτικές απόψεις (όπως το θαυμάσιο «Γεύμα με τον βασιλιά»), και άλλα περιγράφουν εικόνες που ξεχειλίζουν από τρυφερότητα (όπως αυτό για το ζευγάρι που αγκαλιάζεται ξυπνώντας επειδή κι οι δύο έβλεπαν ταυτόχρονα τον ίδιο εφιάλτη).
Με επιρροές από τον Φραντς Κάφκα και τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες μέχρι τον Μπερτολντ Μπρεχτ, αλλά και από τους μεγάλους κινηματο- γραφιστές Φελίνι, Πολάνσκι και Μπέργκμαν, ο Γκουτιέρες καταφέρνει να στήσει από μια εικόνα μέχρι και μια ολοκληρωμένη ιστορία σε έξι μόνο γραμμές. Και, ενώ ο ίδιος έχει πει ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί φόρο τιμής, εκτός από τον Κάφκα, και στον Χούλιο Κορτάσαρ, Αργεντινό συγγραφέα και ποιητή, «ειδικό» στα μικρά διηγήματα, μέσα από τις ιστορίες του για τις κρίσεις πανικού και τα αδιέξοδα της ταυτότητας μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμα και αναφορές, εκούσιες ή μη, στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα Πολ Όστερ: «Είναι μόλις τρεις γραμμές, αλλά πάντα σβήνονται. Τις γράφω ξανά και ξανά, και, μόλις γυρίσω την πλάτη, ο λόγος εξαφανίζεται και μένει μόνο το διάστημα, παράλογα κενό».
Ο Γκουτιέρες ξεκίνησε να γράφει τη Μελαγχολία των λιονταριών τη δεκαετία του 1980 και χρειάστηκε περίπου οκτώ χρόνια για να την ολοκληρώσει. Αντλώντας έμπνευση από την καθημερινότητα, από ιστορίες που είχε τύχει να ακούσει, παίρνοντας ιδέες από βιώματα της παιδικής του ηλικίας αλλά και από το δημοσιογραφικό του παρελθόν, ενορχήστρωσε μια απολαυστική συλλογή γεμάτη παραλογισμό και παραδοξότητα μέσω μιας εντυπωσιακής λογοτεχνικής οικονομίας.
Σε συνεντεύξεις του ο Γκουτιέρες επιμένει ότι είναι μαζοχιστικό να γράφεις αυτοβιογραφικά γιατί έτσι ξαναζείς την εμπειρία του πόνου. Και, αν οι αναγνώστες του επιθυμούν να διαβάζουν συνέχεια για σεξ και ιδρώτα στην Αβάνα, αυτό τον απασχολεί μεν, αλλά δεν τον προβληματίζει ιδιαίτερα. Μετά τους πειραματισμούς και τις εξερευνήσεις του σε δύσκολα λογοτεχνικά είδη, μετά από αμέτρητες ιστορίες, σκληρές, συγκινητικές και αληθινές, θέλει, λέει, να γράψει ένα βιβλίο για τον Φραγκίσκο της Ασίζης. Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες δεν είναι μόνο ένας χρονικογράφος μιας χώρας και μιας εποχής αντιφατικής, τρομερής και σαγηνευτικής, είναι ένας αυθεντικός συγγραφέας.