Θουκυδίδης: Ιστορία
Γιατί η επανακυκλοφορία της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη στην εμβληματική μετάφραση του Ελευθέριου Βενιζέλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο είναι όχι μόνο καίρια αλλά και επιβεβλημένη.
Σε κάποια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, απαντώντας στο κλασικό ερώτημα «ποιο είναι το βιβλίο που πρέπει κανείς να διαβάσει πριν πεθάνει;», είχε συστήσει την Ιστορία του Θουκυδίδη. Το ίδιο απάντησε όταν του ζήτησαν να προτείνει κάποιο «βραδινό» ανάγνωσμα ή κάποιο πιο «ανάλαφρο», διευκρινίζοντας πως ο Θουκυδίδης ταιριάζει σε οποιαδήποτε περίσταση και οποιαδήποτε συνθήκη. Είχε δίκιο. Η Ιστορία του Θουκυδίδη διαβάζεται ως ένα λογοτεχνικό έργο με κυρίαρχους χαρακτήρες, ανάγλυφες παραστατικές περιγραφές και πλοκή, ως ένα βαθύ φιλοσοφικό δοκίμιο που περιλαμβάνει όλα τα μεγάλα ερωτήματα σχετικά με τα αίτια των ανθρωπίνων πράξεων ή ακόμα και ως ένα επιστημονικό ανάγνωσμα που θέτει τις βασικές αρχές εξέτασης της ιστορικής αφήγησης.
Αντίστοιχα, πάλι, ο Νίτσε διέκρινε στη ρητορική του διάρθρωση τη δική του δύναμη της «αιώνιας επιστροφής», ενώ οι σκεπτικιστές του 17ου αιώνα επισήμαναν την από τον Θουκυδίδη διαπιστωμένη ανάγκη των ανθρώπων για επιβολή και ισχύ. Ακόμα και ανθρωπολόγοι όπως ο Λέβι Στρος δεν έπαψαν, πίσω από τις περίτεχνες φράσεις, να αναγνωρίζουν τα ενίοτε ετερόκλητα κίνητρα, συνήθειες, τελετουργικά και αντιδράσεις του ανθρώπινου γένους που ο Θουκυδίδης ανέδειξε στην αρχαιογονία του, φέρνοντάς τη στα δικά του μέτρα, χωρίς να πραγματοποιεί υπερβάσεις, χωρίς όμως και να γίνεται κατώτερος των περιστάσεων.
Η επανακυκλοφορία της εμβληματικής μετάφρασης από τις εκδόσεις Μεταίχμιο συνιστά πολιτικη αναγκαιότητα στην πολυτάραχη εποχή μας και ο πολύφερνος λόγος του Θουκυδίδη όχι μόνο ένα «κτήμα ες αεί», όπως έλεγε ο ίδιος, αλλά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα με αντίστοιχους θύτες και θύματα, πολέμους και ανθρώπινες αστοχίες.
Ήταν άλλωστε ο ίδιος μέτρο αυτών των αθηναϊκών πραγμάτων, το πραγματικό και σαφές δημιούργημα της εποχής που τον έθρεψε, τον γαλούχησε και αργότερα τον οδήγησε με μένος στην εξορία. Τα απαστράπτοντα ρητορικά του σχήματα λάμπουν στο εσωτερικό της αφήγησης σαν το πεντελικό μάρμαρο στο φως του αττικού ήλιου, είτε πρόκειται για τους δισσούς λόγους είτε για τις αμφισημίες των λόγων, ενώ οι περιγραφές του απλώνονται σαν ένας χείμαρρος υποταγμένου λόγου, αλλά με ακριβή μαθηματική ισορροπία στη σύνταξη, πιστή κι αυτή στην ακριβή οντότητα του αθηναϊκού κόσμου. Λάμνει κάθε λέξη και κάθε πλούσια στη σημασία της μετοχή που έχει την ίδια στιγμή τη θαραλλέα δύναμη της αιτίας και του χρόνου.
Ανάμεσά τους ορθώνονται στιβαρές και θαρραλέες οι συνθετες λέξεις που με τόση ομορφιά ανέδειξε ο Θουκυδίδης, μετατρέποντάς τες σε παντοτινής αξίας ουσιαστικά – βλέπε «αχρηματία», «ολιγανθρωπία» αλλά και κάθε περίτεχνη έννοια που εδώ αποκτά πλήρως το νόημά της. Γιατί οι λέξεις στον αττικό κόσμο του αριστοκρατικής καταγωγής Θουκυδίδη ήταν σε απόλυτη αντιστοιχία με την πολιτική τους χρήση ή, μάλλον, η χρήση τους ήταν ένα βαθύ και πολύ σοβαρό πολιτικό ζήτημα.
Το λέει, άλλωστε, στο Γ' Βιβλίο της Ιστορίας του πως οι λέξεις άρχισαν να αλλάζουν εξαιτίας των πολιτικών πράξεων και έτσι «η παράλογος τόλμη εθεωρήθη ως ανδρεία, ετοίμη εις θυσίαν χάριν των πολιτικών ομοφρόνων, η προνοητική διστακτικότης ως εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη ως πρόσχημα ανανδρίας, η διά κάθε τι σύνεσις ως βραδυκινησία». Κάθε ρητορικό σχήμα αποσκοπεί στην παρακίνηση ή στην αιτιολόγηση των ανθρωπίνων πράξεων, όπως αντίστοιχα και κάθε λόγος, όπως ο εμβληματικός εκείνος εναρκτήριος –αν και Επιτάφιος– του Περικλή στην αρχή του εμφύλιου πολέμου αποσκοπούσε στην κατάδειξη και –γιατί όχι– στη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου, τον οποίο αναδεικνύει η αθηναϊκή ευαισθησία, συγκερασμένη με το ελληνικό ιδανικό που δεν υποτιμά την τέχνη για να ριχτεί στον πόλεμο.
Είναι το ίδιο σημείο (Βιβλίο Γ', 82-83) όπου υπερτονίζονται η παθολογία και τα αδιέξοδα του εμφύλιου πολέμου, κάτι που πρέπει να συγκλόνισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο όταν το πρωτοδιάβασε και το έκανε να επιδοθεί με ιδιαίτερη μέριμνα, μεράκι και ενθουσιασμό στη μετάφραση όχι μόνο αυτού του αποσπάσματος αλλά ολόκληρης της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Εξόριστος, όπως ο Αθηναίος ιστορικός αιώνες πριν, ο αλλοτινός εμβληματικός παράγοντας ενός αδιέξοδου πολέμου και γενναίος πολιτικός ανήρ σαν τον Περικλή ή τον Διόδοτο, οι οποίοι μάλλον πρεσβεύουν όχι μόνο τις δύο όψεις του Θουκυδίδη αλλά και του διττού χαρακτήρα του ίδιου του Βενιζέλου, αποδεικνύοντας πως ο τελευταίος θα είχε άπειρους λόγους να ταυτιστεί με τον θουκυδίδειο παραστατικό λόγο και τις αντιπροσωπευτικές φιγούρες του.
Κι αυτό φαίνεται από την ολοζώντανη, σαν θεατρική, μετάφρασή του. Αποδίδοντας τα περίτεχνα σχήματα, παρά τις όποιες φιλολογικές αβλεψίες, σε μια ζωντανή και ρέουσα καθαρεύουσα, κρατάει ζωντανή την αφηγηματικότητα της Ιστορίας, ενώ ρίχνει φως στις αρχές των λόγων, αφού φαίνεται να γνωρίζει καλά κάθε τους ουσία και περιεχόμενο.
Ως εκ τούτου, η επανακυκλοφορία της εμβληματικής μετάφρασης από τις εκδόσεις Μεταίχμιο –με εισαγωγικά σημειώματατα από τους Τάκη Θεοδωρόπουλο και Θάνο Μ. Βερέμη– συνιστά πολιτικη αναγκαιότητα στην πολυτάραχη εποχή μας και ο πολύφερνος λόγος του Θουκυδίδη όχι μόνο ένα «κτήμα ες αεί», όπως έλεγε ο ίδιος, αλλά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα με αντίστοιχους θύτες και θύματα, πολέμους και ανθρώπινες αστοχίες. Είναι ωραίο, έτσι, που ο Βενιζέλος ακολουθεί το κείμενο και, παρασυρόμενος από τη δύναμη του θουκυδίδειου λόγου, σε πολλές περιπτώσεις κρατάει την αρχαία χρήση των λέξεων, ακόμα και αν έχει αλλάξει πλέον η σημασία τους, π.χ. η «τιμωρία», που στα αρχαία σήμαινε βοήθεια. Αυτό που τον ενδιέφερε, άλλωστε, όπως και τον Θουκυδίδη, ήταν όχι το αμετάβλητο των λέξεων αλλά της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Γι' αυτό ο Θουκυδίδης θέλησε με την Ιστορία του να διδάξει στους επόμενους ώστε να μην αφεθούν σε έναν αλληλοσπαραγμό και στον φαύλο κύκλο του πολέμου που δεν γνωρίζει ποτέ πραγματικούς νικητές ή ηττημένους, φέροντας το βάρος ενός ιστορικού που προσπαθούσε να ξεπεράσει τις προσωπικές εμπάθειες και τον εαυτό του. Γνωρίζοντας το παράλογο αλλά και την πιθανή αναγκαιότητα του πολέμου, που είναι η πιο απτή απόδειξη του σφάλματος της ανθρώπινης φύσης, αναδεικνύει όλη τη σχετικότητα, με πρώτο παράδειγμα την ίδια την Αθήνα, με όλο το μεγαλείο και την υπεροχή της.
Όσο για τη μαγεία της αφήγησης του Θουκυδίδη, έγκειται ακριβώς στην αστείρευτη δύναμη της λογικής αποδειξιμότητας που μπορεί να κρύβει η απλή παράθεση κάθε λεπτομέρειας έναντι της κατίσχυσης της μίας και μοναδικής αλήθειας: για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, μετά το πλήγμα που υπέστησαν από τους απανωτούς πολέμους, αναγκάστηκαν να κατοικίσουν τους ιερούς ναούς που βρίσκονταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, όπως το Πελαργικόν, παραβιάζοντας τους παλιούς χρησμούς του πυθικού μαντείου, μια κίνηση που, πλήρωσαν με μεγάλες συμφορές, όχι λόγω αθέτησης της θεϊκής επιταγής αλλά γιατί ο πόλεμος ο ίδιος τους είχε ωθήσει σε αυτή την ανάγκη, «διότι, όταν συγκεντρώθησαν όλοι, δεν υπήρχε χώρος αρκετός δι' αυτούς εντός της πόλεως αλλά βραδύτερον διένειμαν εις μερίδια, όχι μόνο τα Μακρά Τείχη, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του Πειραιώς».
Εικόνες που εύλογα μας φέρνουν στον νου σκηνές από τη ζωή των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής ή των μεταναστών από τη Συρία. Ο πόλεμος είναι από μόνος του αίτιο συμφοράς και όχι το αποτέλεσμα και ως εκ τούτου πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στις ανθρώπινες πράξεις και πολύ λιγότερο στην τύχη.
Είναι πραγματικά ατελείωτα τα παραδείγματα που μας φέρνουν κοντά στην Ελλάδα του 5ου π.Χ., καθώς ο Θουκυδίδης εξετάζει τον μεγάλο Εμφύλιο στον οποίο ενεπλάκησαν όχι μόνο η Αθήνα και η Σπάρτη αλλά και όλες οι υπόλοιπες πόλεις, μετατρέποντας τον ίδιο στον κατεξοχήν μελετητή του χαρακτήρα ανθρώπινης φύσης: ο Πλάτωνας, ο Αλκιβιάδης, ο Κλέων, ο Βρασίδας και ο Νικίας δεν ήταν μόνο προσωπικότητες της εποχής αλλά πρωταγωνιστές διαφορετικών κόσμων και αρχών που σχετίζονται με ανάλογες συνεκτιμήσεις, υπολογισμούς, αποφάσεις και αναφορές, οι οποίες με τη σειρά τους αναδεικνύουν το μέγεθος, το μεγαλείο αλλά και την τρομακτική αρνητική δύναμη του ανθρώπου. Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς μετά τη γνωστή αντιπαράθεση μεταξύ Μηλίων και Αθηναίων, με τους δεύτερους να αποφασίζουν να ισοπεδώσουν τους πρώτους, ακολουθεί το Βιβλίο ΣΤ' για τη Σικελική Εκστρατεία, όπου ο Θουκυδίδης, στο μεγαλείο των δικών του μεγαλοπρεπών αναφορών στο μέγεθος και την επιβλητικότητα του αθηναϊκού στόλου αντιπαραθέτει το δραματικό του τέλος, χωρίς υπερβολές, χωρίς σχήματα, χωρίς παρεκβάσεις, ακριβώς όσο τρομακτική ήταν η διάσταση της πτώσης με έναν απλό γδούπο κι έναν λυγμό, διότι «ούτοι, νικηθέντες κατά κράτος και καθ' όλα τα σημεία, υπέστησαν όχι μετρίας συμφοράς, αλλ αληθή, κατά το κοινόν λόγιον, πανωλεθρίαν». Ένα μάθημα που πρέπει να έχουν καλά στο μυαλό τους οι επερχόμενες γενιές, αφού εκείνοι οι νεκροί έρχονται να συναντήσουν τους δικούς μας, με έναν ευαίσθητο, σχεδόν εύθραυστο συμβολισμό που υποδηλώνει ότι κάποτε θα ξανασμίξουν όλοι μαζί σε αυτό τον κόσμο που είναι φτιαγμένος από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο ‒ ή εναντίον του ανθρώπου. Με τον ίδιο τον Θουκυδίδη να αναδεικνύεται ο παντοτινός ανεξίθρησκος παρατηρητής που υψώνεται πάνω από κάθε ατομικό γνώρισμα, έχοντας χρέος να αφηγηθεί την Ιστορία όχι μόνο των Αθηναίων αλλά και των γενεών που θα ακολουθήσουν.