Σαλμάν Ρουσντί: Ο Χρυσός Οίκος
Ο «Χρυσός Οίκος», το νέο βιβλίο του Ρούσντι, κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός και αποκαλύπτει την ανάγκη του βραβευμένου συγγραφέα να μιλήσει για τα πνευματικά και ψυχικά αδιέξοδα στην κυνική πλέον εποχή του Τραμπ.
Στις 14 Φλεβάρη, πριν από ακριβώς τριάντα χρόνια, ένα γεγονός θα άλλαζε τη ζωή του Σαλμάν Ρούσντι για πάντα: το τηλεφώνημα που δέχτηκε από δημοσιογράφο του BBC, το οποίο τον πληροφορούσε πως ο Χομεϊνί είχε κηρύξει εναντίον του πόλεμο για την κυκλοφορία του βιβλίου του Σατανικοί Στίχοι.
Εξαιτίας του, μάλιστα, ο πλανήτης θα άκουγε για πρώτη φορά τη λέξη «φετφάς», αυτές τις δύο συλλαβές που θα μετέτρεπαν τη ζωή του σε αληθινή κόλαση.
Η αρχική του αντίδραση στο τηλεφώνημα, ωστόσο, ήταν ψύχραιμη, ίσως γιατί ακόμα δεν είχε προβλέψει το μέγεθος της δίνης που θα τον καθιστούσε μόνιμο φυγά. Αφού ενημέρωσε την τότε σύζυγό του Μαριάν Γουίγκινς, ζητώντας τη γνώμη της, έβαλε το καλό του κοστούμι και κατευθύνθηκε στην ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Bayswater για να αποχαιρετήσει τον Μπρους Τσάτουιν, εκφωνώντας έναν από τους επικηδείους.
Δίπλα του, στην εκκλησία, ο αδελφικός του φίλος Μάρτιν Έιμις και ο Χάρολντ Πίντερ και απ' έξω μια αθρόα συνάθροιση από φωτορεπόρτερ, οι οποίοι είχαν μάθει τα νέα πριν από τον ίδιο. Ήταν τέτοια, μάλιστα, η ένταση, που δεν άργησε να καταλάβει ότι βρισκόταν ήδη σε κίνδυνο.
Μέσα σε λίγους μήνες οι διαδηλώσεις κατά του βιβλίου σε ολόκληρο τον κόσμο θα μετέτρεπαν τον συγγραφέα του στο πιο μισητό πρόσωπο στο Ισλάμ και τους ανθρώπους γύρω του σε υποψήφια θύματα.
Ο Ιάπωνας μεταφραστής και ο εκδότης του έπεσαν νεκροί από πυροβολισμούς, ο Ιταλός εκδότης δέχτηκε μαχαιριές στο στήθος και την καρδιά και ο Τούρκος γλίτωσε από θαύμα. Κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ο ίδιος ο Ρούσντι, ο διάσημος πλέον Βρετανός συγγραφέας με καταγωγή από τη Βομβάη, θα παρέμενε ζωντανός.
Ο συγγραφέας θα γίνει δηκτικός, με εμφανή την πρόθεσή του να μιλήσει για μια προ-τραμπική περίοδο ψευδο-ευωχίας που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία. Άλλωστε, το βιβλίο ξεκινάει με το ευχάριστο γεγονός της ορκωμοσίας του Ομπάμα και ολοκληρώνεται με την ανάληψη της εξουσίας από κάποιον Τζόκερ, έναν γελωτοποιό με πράσινα μαλλιά, ικανό να φέρει την καταστροφή.
Για να μπορέσει να ξεφύγει, επινοεί μια σειρά από μεθόδους που θα επηρεάσουν τον τρόπο που θα βλέπει στο εξής τη ζωή και το μυθιστόρημα, αφού οι όροι είχαν αντιστραφεί: εφευρίσκει το ψευδώνυμο Τζόζεφ Άντον –από τον Τζόζεφ Κόνραντ και τον Άντον Τσέχοφ– και ζει σε καθεστώς ημιπαρανομίας, καταφεύγοντας σε κατασκοπευτικές μεθόδους και επιστρατεύοντας ακόμα και τους γκέι που κάνουν cruising σε πάρκα του Λονδίνου για να τον φυγαδεύσουν.
Τα τραγελαφικά αυτά περιστατικά τα περιγράφει επακριβώς στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Τζόζεφ Άντον που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός –όπως και όλα τα υπόλοιπα βιβλία του Ρούσντι–, επιβεβαιώνοντας ότι το τραγικό συναντά το κωμικό στις πιο πραγματικές πτυχές της ζωής.
Είναι το ίδιο μοτίβο που διαπερνάει κάθε του μυθιστόρημα, ποτίζοντας τις περιγραφές του, που έκτοτε έχει κανείς την αίσθηση ότι μετατρέπονται σε ένα ανεξάντλητο σουρεαλιστικό πανόραμα του σύγχρονου κόσμου.
Από τις μαγικές σκηνές που έστησαν τα έξοχα Παιδιά του Μεσονυκτίου και τον εμπνευσμένο από τον ελληνικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης Κόσμο κάτω από τα πόδια της, ο Ρούσντι θα περάσει στα «μυθιστορήματα ταυτότητας» –ας μας επιτραπεί ο όρος– που μιλούν για τη φενάκη της βιτρίνας και τον ψεύτικο κόσμο που ζούμε.
Αποκορύφωμα είναι ο Χρυσός Οίκος που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τον ίδιο εκδοτικό οίκο σε όμορφη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, όπου ο προβληματισμός σχετικά με το «Ποια είναι καλή ζωή; Ποιο είναι το αντίθετό της», όπως γράφει χαρακτηριστικά στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου, είναι διάχυτος.
Ήρωάς του ο μεγαλομανής πατριάρχης της οικογένειας Γκόλντεν, Νέρων-Ιούλιος, ο οποίος καταφθάνει στο Γκρίνουιτς Βίλατζ από τη Βομβάη με τρεις γιους, χωρίς γυναίκα και με σκοτεινό παρελθόν.
Ως ιδανικός παρατηρητής με εμφανή τα στοιχεία επιρροής από τον Νικ Καράγουεϊ του Υπέροχου Γκάτσμπι, ο αφηγητής του βιβλίου Ρενέ θα αρχίσει να καταγράφει τη ζωή της οικογένειας, τις εξωφρενικές λεπτομέρειες του βίου τόσο του ίδιου του Νέρωνα όσο και των τριών γιων του και των οικείων τους.
Άλλωστε, αντικείμενο της επισκόπησής του είναι, όπως και στον Γκάτσμπι, οι επιβλητικοί τους κήποι που λειτουργούν ως διαχωριστική γραμμή από τη θορυβώδη πραγματικότητα του Μανχάταν και ως ένας μυθικός σχεδόν τόπος, ένα αντεστραμμένο πανοπτικόν που θα συγκρατήσει τα μαγικά χαρακτηριστικά που εμπνέουν τον Ρούσντι και τα βιβλία του.
Μόνο που εδώ ο συγγραφέας θα γίνει πιο δηκτικός, με εμφανή την πρόθεσή του να μιλήσει για μια προ-τραμπική περίοδο ψευδο-ευωχίας που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία.
Άλλωστε, το βιβλίο ξεκινάει με το ευχάριστο γεγονός της ορκωμοσίας του Ομπάμα και ολοκληρώνεται με την ανάληψη της εξουσίας από κάποιον Τζόκερ, έναν γελωτοποιό με πράσινα μαλλιά, ικανό να φέρει την καταστροφή. Οι ενδείξεις, όμως, όπως και οι συμπεριφορές, αποκαλυπτικές του αδιανόητου αμοραλισμού, ήταν εκεί προ πολλού, όπως και η στρεψοδικία, ο αυτισμός, η ανάδειξη του νέου θεού, που είναι το χρήμα.
Πίσω από τις ειρωνικές και χιουμοριστικές καταγραφές του αφηγητή του βιβλίου, Ρενέ, κρύβεται η πεσιμιστική πεποίθηση ότι ο αμοραλισμός των «χρυσών» μελών της οικογένειας Γκόλντεν έχει συμπαντικές υποδηλώσεις και εμπνέει τα μέλη μιας κοινωνίας που θέλει να τους μοιάσει.
Όχι τυχαία ο Ρούσντι παραπέμπει στη ρήση του Πρίμο Λέβι «αυτός είναι ο πιο άμεσος καρπός της εξορίας του ξεριζωμού: η υπεροχή του ψευδούς επί του πραγματικού», ταυτιζόμενος ίσως και ο ίδιος προσωπικά με οποιονδήποτε δεν μπορεί ποτέ να νιώσει οικειότητα με μια κατάσταση και έναν τόπο.
Το ίδιοι και οι Γκόλντεν, οι ουσιαστικοί ένοικοι του Χρυσού Οίκου, οι οποίοι, αν και απέκτησαν την πανεπιστημιακή παιδεία, με πρώτον απ' όλους τον πατέρα Νέρωνα-Ιούλιο Γκόλντεν, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν ποτέ το αίσθημα της αποξένωσης.
Όλοι, άλλωστε, έχουν ένα πρόβλημα σύνδεσης με το έξω. Ο αλαζών πατέρας, ο οποίος φαντάζεται ότι οι μακρινές τους ρίζες φτάνουν στον Μέγα Αλέξανδρο, έχει μεταδώσει τη μεγαλομανία στους τρεις γιους.
Ο μεγαλύτερος, με το όνομα Πετρόνιους –χαϊδευτικά Πέτια–, είναι ευφυής, αγοραφοβικός στο φάσμα του αυτισμού, αλλά ξέρει να φτιάχνει το καλύτερο dry Μartini, ο μεσαίος, Λούσιους-Απούλιος –χαϊδευτικά Απού–, είναι οπαδός του αποκρυφισμού αλλά και εμπνευσμένος ζωγράφος, ενώ ο μικρότερος, ο πανέμορφος Διόνυσος –χαϊδευτικά Ντι–, προσπαθεί να λύσει τα θέματα της σεξουαλικής του ταυτότητας, εμπνέοντας μερικές από τις πιο σουρεαλιστικές σκηνές του βιβλίου.
Όλοι μαζί, πάντως, αν και δείχνουν εντελώς ετερόκλητοι και εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλον –κάτι που θα χειροτερέψει όταν στην οικογένεια προστεθεί η κατά πολύ νεότερη γυναίκα του πατέρα, Βασιλίσα Γκόλντεν, με καταγωγή από τη Ρωσία–, είναι δεμένοι με ένα αδιόρατο νήμα που «καλύπτει ματωμένα μυστικά και μια σειρά: οι Καίσαρες στο παλάτι τους όλη τους η ζωή ένα μεγάλο στοίχημα να εκτελούν τον δικό τους λαμπρό χορό του θανάτου».
Εννοείται πως ο ανεβασμένος ρυθμός των περιγραφών αποκαλύπτει, για μια ακόμα φορά, την εμμονή του Ρούσντι με τους μύθους και τις ανθρωπολογικές λεπτομέρειες, εμπλέκοντας τους αρχαιοελληνικούς θεούς με τους Ναβάχο, τις θρησκευτικές δοξασίες της Βομβάης με αυτές της χαμένης, αλλά πάντα γοητευτικής στα μάτια του Ρούσντι, παρά τα κυνηγητά, Περσίας.
Κυρίαρχη, όμως, όλων είναι η λογοτεχνία, με την πεμπτουσία του βιβλίου να κρύβεται σε λεπτομέρειες, σαν τις αναφορές στη Μεταμόρφωση του Κάφκα, ή στις δύο πλευρές, τη σκοτεινή και τη φωτεινή, που ενυπάρχουν σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε πτυχή, όπως αναδεικνύεται στο σπουδαίο διήγημα Η σκιά του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που κάνει δώρο ο πρωταγωνιστής στον πατέρα της οικογένειας.
Πρόκειται για την ιστορία ενός άνδρα, του οποίου η σκιά, που προηγείται, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και ξεπερνάει σε εκλέπτυνση και καλλιέργεια τον ίδιο τον κάτοχό της.
Η απαξίωση με την οποία επιστρέφει το βιβλίο ο πατριάρχης της οικογένειας στον Ρενέ φέρει το δικό της μήνυμα: σάμπως ο συγγραφέας να επιμένει πως αν όλοι διαβάζαμε βιβλία σαν κι αυτό, αν όλοι αποκρυπτογραφούσαμε τα μεταφορικά μηνύματα για την αντιφατικότητα του κόσμου και των ανθρώπων, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.