ΤΖ. Μ. ΚΟΥΤΣΙ: ΞΕΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ

Ο συγγραφέας που θέλει να κρίνει άλλους συγγραφείς πρέπει να διασχίσει μια θάλασσα από εγωϊσμούς και προκαταλήψεις. Αν τα καταφέρει (κι ο Κουτσί είναι ένας από αυτούς) φτάνει στα ξένα ακρογιάλια διαυγής, οξύς και δίκαιος.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ,16.1.2008

ΣτηνΕλλάδα κυριαρχεί η εξής εντύπωση: οιπερισσότεροι λογοτέχνες που επιχειρούννα ασκήσουν δημόσια κριτική στο έργοτων συναδέλφων τους επιδίδονται σε ένανυπόγειο, ανελέητο πόλεμο με το Εγώ τους.Επευφημούν ό,τι θεωρούν πως δεν υπερβαίνειτο δικό τους έργο, γράφουν τσιγκούνικαή προσπερνούν το έργο προικισμένωνσυναδέλφων τους, παλεύουν άνισα με τηναιωνιότητα και τρέμουν μήπως τηςυποδείξουν, κατά λάθος, ποιον ναδαφνοστεφανώσει.

Δενξέρουμε κατά πόσο αντιστοιχεί στηνπραγματικότητα αυτή η εντύπωση. Αν καιυποψιαζόμαστε ότι εκτός ελληνικώνσυνόρων η κριτική των λογοτεχνών προςτους συναδέλφους τους ξεκινά, τουλάχιστον,με καλύτερες προθέσεις. Διαβάστε τοβιβλίο Ξένα Ακρογιάλια του Τζ. Μ.Κουτσί που μόλις κυκλοφόρησε στηγλώσσα μας. Ακόμα κι αν δεν συμμερίζεσαιόλες τις κρίσεις του Νοτιοαφρικανούνομπελίστα για τη λογοτεχνία, ούτεστιγμή δεν νιώθεις ότι γράφει με τηβαριά σκιά κάποιας εγωτικής επιθυμίαςγια κυριαρχία.

Τακριτικά δοκίμιά του για τον Χ. Λ. Μπόρχες,τον Σ. Ρουσντί, τον Άμος Οζ, τον ΝαγκίμπΜαφχούζ, την Ναντίν Γκόρντιμερ αλλά καιτην Ντόρις Λέσινγκ, χωρίς να είναιαπαραιτήτως τα σημαντικότερα τηςσυλλογής, ξεχωρίζουν για τη διαύγεια,την τεκμηρίωση αλλά και την οξύτητα μετην οποία κρίνει το έργο συναδέλφωντου.

Αναφερόμενος,για παράδειγμα, στην επίσης νομπελίσταομότεχνή του Ντόρις Λέσινγκ και στηναυτοκριτική που κάνει η ίδια για τησιωπή της απέναντι στα εγκλήματα τουΣτάλιν, ο Κουτσί δεν ικανοποιείται απότα γραφόμενά της. «Ακόμα και με τιςκαλύτερες προθέσεις, δεν καταφέρνει ναεξιχνιάσει μέχρις εσχάτων το γιατίέκανε ό,τι έκανε» γράφει ο Κουτσί,για να διαπιστώσει ότι «δεν προχωρείπέρα από το συμπέρασμα ότι ήταν δέσμιαενός καταναγκασμού...»

Κορυφαίοδοκίμιο του βιβλίου είναι, αναμφισβήτητα,το πρώτο, με τον ερωτηματικό τίτλο: «Τιείναι κλασικό;» Ο Τζ. Μ. Κουτσίαπομυθοποιεί, λιγάκι, τον Τ. Σ. Έλιοτ καιτην υπερφίαλη ιδεολογική του εμμονή νασώσει τη Δύση από τη νεοβαρβαρικήνεωτερικότητα, αναφερόμενος σ' ένανκορυφαίο συγγραφέα που επιχείρησε νακατασκευάσει καινούργια ταυτότηταορίζοντας την εθνικότητα στα μέτρα του.Στο ίδιο δοκίμιο διερευνά μέσα απόποικίλες διαδρομές τις ρίζες και τηφύση του «κλασικού» στην τέχνη μεαφορμή τη μουσική του Μπαχ. «Μάλλονό,τι επιβιώνει του χειρότερου βαρβαρισμού,και επιβιώνει επειδή οι γενιές τωνανθρώπων δεν αντέχουν να το αποχωριστούν,οπότε δεν το εγκαταλείπουν με κανέναντρόπο - αυτό είναι το κλασικό»συνοψίζει.

ΣταΞένα Ακρογιάλια (τίτλος εμπνευσμένοςαπό ένα ποίημα του Κίπλινγκ) υπενθυμίζειακόμα τη μεγάλη επιρροή που δέχτηκε οίδιος από τον Ροβινσώνα Κρούσο («μια από τις μορφές της συλλογικήςσυνείδησης της Δύσης») του ΝτάνιελΝτιφόου, ενώ η μαεστρία και η διεισδυτικότητάτου ως κριτικού διακρίνεται και στοδοκίμιο για την Κλαρίσσα του ΣάμουελΡίτσαρντσον. Καθώς επιχειρεί ναπροσεγγίσει το θέμα του βιασμού και τηςπαρθενίας μέσα από τις πολιτισμικέςκαι τις θρησκευτικές σημασίες του.

Καλός λογοτέχνης, σπουδαίος κριτικός

Καλός λογοτέχνης, σπουδαίος κριτικός

Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Σελίδες: 366
Τιμή: 24