ΜΠΡΟΥΣ ΚΛΑΡΚ: ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ {Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία}
Είναι ο αρχισυντάκτης του νεοσύστατου διεθνούς τμήματος του «Economist». Δημοσιογράφος ουσίας. Και διάρκειας. Μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά το δημοσιογραφικό δοκίμιό του «Δύο φορές ξένος», όπου μιλάει ψύχραιμα και εμπεριστατωμένα, με γλώσσα και βλέμμα που ρέουν, για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που προέκυψε μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Πώς τα κατάφερε, άραγε;
«Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα την Ελλάδα ήταν με τους γονείς μου. Τη δεκαετία του 1970. Ούτε καν έφηβος. Διασχίσαμε όλη την Ευρώπη. Από τη Βόρειο Ιρλανδία μέχρι το Νότο. Οδικώς. Είχαμε μάλιστα την τύχη να συναντήσουμε τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, στην έπαυλή του στη Μάνη. Φάγαμε μεσημεριανό. Ήταν και ο γιος του Ίαν Φλέμιγκ εκεί (σ.σ.: ο Ίαν Φλέμιγκ ήταν ο συγγραφέας που επινόησε τον Τζέιμς Μποντ). Με είχε συνεπάρει όλη αυτή η ατμόσφαιρα λογοτεχνικής λάμψης αλλά και ίντριγκας. Θέλω να πιστεύω ότι περισσότερο με είχε εντυπωσιάσει η λογοτεχνική αξία της συντροφιάς, παρά η κοινωνική λάμψη». Φαίνεται ότι η μοίρα του κυρίου Κλαρκ τού επεφύλασσε μια στενή σχέση με την Ελλάδα, ή μάλλον με τον Ελληνικό Κόσμο. Χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καταφτάνει πάλι στη χώρα μας, αυτή τη φορά ως ο πρώτος μη Έλληνας ανταποκριτής του πρακτορείου Reuters. Έχοντας ως βάση την Αθήνα, ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο. «Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Άκη Κοσώνα και τον Στέλιο Κούλογλου. Αυτό είναι ένα από τα προτερήματα του να περνάν τα χρόνια. Ορισμένοι γνωστοί σου κατακτούν θέσεις σημαντικές» αναφέρει φλεγματικά. Συνεχίζει την καριέρα του ως ανταποκριτής των «Times» στη Μόσχα, την περίοδο που η Σοβιετική Ένωση καταρρέει. «Τότε σκεφτόμουν ότι ήθελα να πάω στο Ανατολικό Μπλοκ για να ηρεμήσω, να έχω χρόνο για μελέτη, αφού τα πράγματα εκεί δεν άλλαζαν παρά με πολύ αργούς ρυθμούς» θυμάται και ξεσπά σε γέλια, γέλια ενός ανθρώπου με εμπειρίες και βαθιά γνώση των ανατροπών που φέρνει η πραγματική ζωή. «Η Ρωσία τότε ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, το συναρπαστικό. Είχες την αίσθηση ότι το φριχτό και το υπέροχο μπορούσαν να συμβούν ταυτόχρονα. Το να ζεις στη Δύση ήταν σαν να μένεις σε ένα δωμάτιο με βαμβάκι στους τοίχους, όπου δεν ένιωθες τίποτα». Μετά τη Μόσχα γυρνάει στο Λονδίνο, για να καταλήξει διπλωματικός ανταποκριτής των «Financial Times» στην Ουάσιγκτον. Και ακολουθεί ο «Economist», «μια πραγματικά διεθνής εφημερίδα, αφού κυκλοφορεί σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ναι, όλοι λένε ότι στον "Economist" δεν φαίνεται η υπογραφή σου (σ.σ.: το υπαρξιακό καρότο του δημοσιογράφου), αλλά έχεις κανείς τέτοια πρόσβαση σε κέντρα αποφάσεων» επισημαίνει, σχεδόν σαν να σκέφτεται φωναχτά.
Αλλά ποιος θα φανταζόταν ότι αυτός ο Βορειο-Ιρλανδός, που μιλάει κελαηδιστά ελληνικά, με το χαρακτηριστικά μετριόφρον και προσηνές παρουσιαστικό, θα συνέγραφε ένα τόσο καθοριστικό έργο, στο οποίο, όπως υποστηρίζει ο εξέχων δημοσιογράφος Άλκης Κούρκουλας, «για πρώτη φορά ο διάλογος για τα ελληνοτουρκικά προχωρά στον 21ο αιώνα». Ίσως η καταγωγή του Μπρους Κλαρκ τού επιτρέπει να κατανοεί τα δύσκολα εκείνα ζητήματα που χωρίζουν δύο λαούς που, παρά τις ουσιαστικές διαφορές τους, είναι αναγκασμένοι να ζουν μαζί και ίσως τελικά να έχουν περισσότερα να μοιραστούν παρά να χωρίσουν, κοινώς οι σύγχρονοι Έλληνες και Τούρκοι. Ίσως όσα έγιναν στη Γιουγκοσλαβία και γίνονται στο Κόσοβο και αλλού χάρισαν στον Κλαρκ νέα εργαλεία ανάλυσης. Πάντως, ο Κλαρκ έκανε κάτι πολύ απλό: συνδύασε την ενδελεχή και κοπιαστική μελέτη σε επίσημα έγγραφα και ιστορικά αρχεία με την ανθρώπινη επαφή, τις καθημερινές κουβέντες με όσους βίωσαν την ανταλλαγή πληθυσμών, φτάνοντας όσο κοντά μπορούσε σε μια ευαίσθητη και φευγαλέα αλήθεια. Αν και δεν ζούμε πια ούτε στη βενιζελική Ελλάδα μήτε στην κεμαλική Τουρκία, φαίνεται ότι το ρολόι έχει σταματήσει για πάντα εκεί. Και ο Μπρους Κλαρκ μπήκε στον κόπο να εξετάσει τον σκουριασμένο μηχανισμό, βγάζοντας συμπεράσματα που αφορούν όλο τον πλανήτη, όχι μόνο τη γειτονιά μας. Αλλά, για να μην ξεχνιόμαστε, ο Κλαρκ δεν είναι αφελής. «Ο Τ.Σ. Έλιοτ έλεγε ότι η ανθρωπότητα δεν αντέχει πολλή πραγματικότητα» λέει ο Μπρους Κλαρκ. Αλλά ο ίδιος φαίνεται να ξέρει ότι όσο και να αποφεύγει κανείς την πραγματικότητα, κάποια στιγμή εκείνη έρχεται και σε βρίσκει. Για καλό ή για κακό. Και όσο ρεαλιστής και να είσαι, λίγη ελπίδα ποτέ δεν βλάπτει.