Ανδρέας Εμπειρίκος: Οι κύκλοι του Ζωδιακού
Ήρθε η στιγμή να ολοκληρωθεί εκδοτικά το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου με την πανηγυρική έκδοση ανέκδοτων κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Οι κύκλοι του Ζωδιακού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε επιμέλεια-επίμετρο Γιώργη Γιατρομανωλάκη
Η ποίηση δεν είναι πόζα. Όσο τη ζεις πολλαπλασιάζεται, όσο τη δημιουργείς απελευθερώνει, δίνοντας νόημα σε ό,τι μέχρι πρότινος έμοιαζε φευγαλέο ή ανυπόστατο. Ίσως γι' αυτό λειτουργεί αυξητικά ως ανάπτυξη, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος πάσχιζε να ξαναδημιουργήσει μια ανωφερή Μυθολογία, έναν ανοιχτό ποιητικό κόσμο ως στέρεα κατασκευή όπου θα κατοικούν μονάχα οι ελεύθεροι άνθρωποι.
Αυτή η ανεξάντλητη σύνθεση που είναι ξεκάθαρα από την αρχή έως το τέλος ποιητική διαφαίνεται με απόλυτο τρόπο στην πανηγυρική έκδοση των Γραπτών Κειμένων του βιβλίου Οι κύκλοι του Ζωδιακού που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια και με το καίριο επίμετρο του καθηγητή Γιώργη Γιατρομανωλάκη, στον οποίο οφείλουμε την περισσή φροντίδα με την οποία έρχεται στο φως το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Ακόμα και στα ημερολόγιά του ο ποιητής πασχίζει να δώσει απαντήσεις για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που διαλύει τη χώρα του και την Ευρώπη, για τις πολλαπλές εκφάνσεις του έρωτα, για τη συγκρουσιακή του θέση απέναντι στα δόγματα, για την αδυναμία να κατανοήσει την άρνηση των ανθρώπων να ασπαστούν τις χαρές της Αφροδίτης, την ελευθερογνωμία και τον πασιφισμό.
Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται ανέκδοτα κείμενα που είχαν εξαιρεθεί από την παλαιότερη κυκλοφορία του Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία του 1960, πολύ σημαντικών κειμένων από την εργογραφία του ποιητή, καθώς και αποσπάσματα του προσωπικού του ημερολογίου από τα ταραγμένα έτη 1939-1943, τα οποία φωτίζουν με ακρίβεια το κατασκευαστικό του πλάνο, τις αγωνίες και τις προσδοκίες, τις ωσμώσεις και τις αλληλεπιδράσεις της εποχής εκείνης.
Γι' αυτό και προκαλεί έκπληξη το πώς πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα, όπως ο στενός του φίλος και συνομιλητής Νικόλας Κάλας, ο Νίκος Γκάτσος ή ο Οδυσσέας Ελύτης, εμπλέκονται με ποιητικούς ή μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, όπως ο Γερο-Ωκεανός ή οι Διόσκουροι, και όλοι αυτοί συναθροίζονται σε μια ιδανική μυθιστορία μεστή υπερρεαλιστικών και αλληγορικών στοιχείων. Ενίοτε, σε αυτό το ατέρμονο φαντασμαγορικό παιχνίδι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας εμφανίζεται και ο ίδιος ο Εμπειρίκος ως πρωταγωνιστής, είτε με την πραγματική είτε με τη συμβολική του ταυτότητα.
Χαρακτηριστικός είναι ο ευφυέστατος, άκρως πρωτότυπος και ειρωνικά μεταμοντέρνος, όπως θα έλεγαν σήμερα, τρόπος που ο ποιητής παίρνει τη θέση του Καζανόβα στην πιο αδιέξοδη, μάλιστα, στιγμή του. Η απάντηση στο καίριο ερώτημα του Χέλντερλιν για την ανάγκη ύπαρξης των ποιητών σε χαλεπούς καιρούς δίνεται έτσι διαρκώς και με διαφορετικούς τρόπους από τον Εμπειρίκο: ακόμα και στα ημερολόγιά του ο ποιητής πασχίζει να δώσει απαντήσεις για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που διαλύει τη χώρα του και την Ευρώπη, για τις πολλαπλές εκφάνσεις του έρωτα, για τη συγκρουσιακή του θέση απέναντι στα δόγματα, για την αδυναμία να κατανοήσει την άρνηση των ανθρώπων να ασπαστούν τις χαρές της Αφροδίτης, την ελευθερογνωμία και τον πασιφισμό.
Τον πλήττει βαθιά και τον πληγώνει η αποτύπωση του ατελούς ή του ενδιάμεσου, δηλαδή του επιβαλλόμενου νόμου που θα μετατρέψει τον κόσμο σε ένα στέρφο σύμπαν δίχως ευμορφία και πάθος. Ως εκ τούτου, από μια τέτοια έκδοση δεν θα μπορούσε να λείπει η δριμεία κριτική του στους ανέμπνευστους κριτικούς λογοτεχνίας ή στους άτεχνους ομοίους του, ούτε και η δημιουργική του αντιπαράθεση με τους ομοϊδεάτες, όπως ο συγγραφέας Χένρι Μίλερ.
Φαίνεται, ωστόσο, να συνομιλεί ιδανικά με τον τελευταίο όσον αφορά την προάσπιση ενός οργιαστικού πλάνου, όπου η εναρμόνιση ανθρώπων και φυσικού περιβάλλοντος θα είναι απόλυτη, σε μια ξένοιαστη και ολοζώντανη κατάσταση ερωτικής φιλίας ή, όπως θα ήθελαν οι στωικοί, αρχέγονης συμπάθειας: «Η φύση μπορεί να θεραπεύσει μόνο όταν ο άνθρωπος αναγνωρίζει τη θέση του στον κόσμο, η οποία δεν βρίσκεται στη Φύση, οπως συμβαίνει με τα ζώα, αλλά στο ανθρώπινο βασίλειο, τον κρίκο μεταξύ του φυσικού και του θείου» έγραφε ο Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού, παραπέμποντας άμεσα στην εντελώς ξέχωρη από εξουσίες και τάξεις κοσμοθεωρία του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Οι χάνδρες του δικού του στέμματος είναι επομένως ο έρωτας –ελεύθερος, παράφορος και οργιαστικός– και δεν το κινούν οι άρχοντες αλλά οι λιβιδινικοί θεοί και παρουσίες. Το πρώτο κινούν ακίνητο είναι το πάθος και ο απόλυτος άρχοντας ο Πάνας, ο μοναδικός θεός που δεσπόζει απόλυτα στη νέα αυτή κοσμολογία.
Δεν νοείται κάτι πέρα από τη διακεκαυμένη ζώνη των λέξεων και των σωμάτων που για πρώτη φορά στα κείμενα αυτού του βιβλίου αποκαλύπτονται σε όλη την επικράτειά τους, χωρίς περιορισμούς και λογοκρισία: «Η τύρβη, ο στρόβιλος της ζωής των πόλεων, η ευδαιμονία των κήπων, τα ρίγη του αιγιαλού, τα κύματα της ανοιχτής θαλάσσης, η έξαρσις του έρωτος και των σωμάτων, η πάχνη των πρωινών ωρών, η γη των καλύτερων πεδιάδων μιας οικουμένης που ποτέ δεν υπήρξε αρκετά παλαιά για να μην είναι πάντα νέα, είναι πράγματα πάντοτε δεκτικά, είναι πράγματα πάντοτε εύφορα, όσον η ευφορία των γυναικών και νεανίδων που δέχονται τας ώσεις και τας εκσπερματώσεις των αγοριών και των ανδρών με μέγα πάθος, είναι πράγματα πάντοτε εύφορα, όσον η ευφορία των ευφορικών μανιακών, όσον η έκστασις των εποχών, της αίγλης και της στιλβηδόνος».
Ο παράφορος έρως διαπερνά και διακορεύει κάθε ανυπόστατη λέξη, δίνοντας νόημα στην αλήθεια των λόγων: ίσως γι' αυτό ο χιτλερικός πρωταγωνιστής μιας από τις ιστορίες του, ο Νικόλας Σουλτζ, αδυνατεί να θυμηθεί τους στίχους του Χέλντερλιν, όπως αντίστοιχα κάποιος που θα επιζητά πραγματικά διαμάντια ή διαδήματα αντί για την «Ελευθέρα Λιβιδώ», την πεμπτουσία κάθε ταξιδιού και κάθε περιπλάνησης. Το ταξίδι υπάρχει πάντα ως αιτούμενο και ως απαρχή και στη θέση του βασικού ήρωα και ποιητή θα μπορούσε κάλλιστα να τεθεί οποιοσδήποτε θαλασσοπόρος, από τον Οδυσσέα έως τον Μαγγελάνο, τον Κορτέζ ή τον Γερο-Ωκεανό του Λωτρεαμόν.
Αυτό άλλωστε τονίζει με έμφαση στο επιμετρο ο επιμελητής του Γιώργος Γιατρομανωλάκης, ο οποίος υποστηρίζει πως τα κείμενα της συλλογής ουσιαστικά «προετοιμάζουν μια ιδέα η οποία θα καταλήξη στη ναυπήγηση του Μεγάλου Ανατολικού. Καπετάνιος ο ίδιος ο ποιητής, ο οποίος ως πολυμήχανος Οδυσσέας και ταξιδευτής θέλει στο πλοίο του ιδανικούς συνοδοιπόρους –ούτε ακολούθους ούτε Ελπήνορες αλλά ουσιαστικούς καπεταναίους–, με πρώτη απ' όλους την πρώτη γυναίκα του Μάτση Χατζηλαζάρου, στην οποία όχι μόνο δίνει το τιμόνι αλλά την αναγνωρίζει –σε μία από τις καταγραφές των ημερολογίων του– ως τη "μεγαλύτερη ποιήτρια της νεώτερης Ελλάδας".
Της δίνει και την τιμητική θέση στην ξεχωριστή ιστορία για τον "Μήτρο Τραγανά", μια αλληγορική εκδοχή του επιβλητικού αγέρωχου και φιλήδονου πολεμιστή και φουστανελλά –προφανής παραπομπή σε φιγούρες του Θεόφιλου–, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά γλίτωσε την εκτέλεση από θαύμα. (Κάτι που, ας μην ξεχνάμε, είχε συμβεί και στον ίδιο τον Εμπειρίκο). Άλλωστε ο Μήτρος Τραγανάς είναι και αυτός "ένας Όμηρος που έλεγε τα έπη του σε πρόζα, σε πρόζα εξίσου ποιητική με τον έμμετρο λόγο", αναδεικνύοντας την κυρίαρχη μορφή του ποιητή που δεσπόζει σε κάθε σελίδα.
Κάθε ποιητική κατασκευή γίνεται, επομένως, η αφορμή για περαιτέρω εξερεύνηση όπως και κάθε περιπλάνηση απλώς προσδιορίζει την απαρχή για μια ακόμα φλογερή αναζήτηση στις άγνωστες περιοχές των σωμάτων ή των κόσμων. Ακόμα και μια μικρή διαδρομή προς την Αθήνα με ενδιάμεση στάση στην Κηφισιά θα μετατραπεί σε ερωτική περιπέτεια και αφορμή για μια ακόμα ιδανική εξιστόρηση.
Ανεξάρτητα, πάντως, από την τελική κατάληξη του ταξιδιού, ένας νέος κόσμος ή ιδανικός προορισμός θα υψώνεται νοερά στο τέλος της διαδρομής ως ουτοπική Μπραζίλια ή ιδανική Οκτάνα, ως η Νέα Πόλις που θα ορθωθεί ανάμεσα στις περιορισμένες συνειδήσεις και τα ερείπια. Ενδιάμεσοι σταθμοί στην ιδανική αυτή περιπλάνηση γίνονται οι απρόσμενες ερωμένες, που είναι οι λέξεις, οι οποίες αποκαλύπτουν διαρκώς τη νέα τους διάσταση μέσα από τα επιμέρους "αναλύματα", "υποκεφάλαια" –κατά μίμηση των αρχαίων παραβάσεων– που προκύπτουν διαρκώς ανάμεσα στα κεντρικά κείμενα.
Ο Εμπειρίκειος κόσμος ξεδιπλώνεται εδώ, με την παρούσα έκδοση, στην ολότητά του και γίνεται ο οδηγός ή μάλλον η πυξίδα που οδηγεί τις επιμέρους ιστορίες οι οποίες αναδιπλώνονται ή εγκυβωτίζονται, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα μυστικά τους: "Και όπως μια λέξι φέρνει μια άλλη, και αυτή πάλι ζητεί και βρίσκει και άλλη, έρχονται οι ημέρες μας και πάμε προς αυτές. Έτσι, Μαρία, η αρχική συνάντησίς μας έγινε τούτο το ταξείδι που κάνουμε τώρα μαζύ, με το καράβι που αρματώσαμε για ωκεανούς και για ηπείρους, είτε φυσά βοριάς, είτε φυσά νοτιάς, με μια ταυτόσημη πυξίδα μέσα σε όλους τους καιρούς».