Χρήστος Αγγελάκος: Ψεύτικοι Δίδυμοι
Ένα δυνατό μυθιστόρημα για τον πρώτο λόγο, την πρώτη ματιά και ανάσα, που αφήνει την ενέργεια της σάρκας να εκραγεί.
Άσε τα σώματα να μιλήσουν και θα τα πουν όλα: τουλάχιστον αυτό θα πρέπει να φώναξε η Μούσα στο αυτί του Χρήστου Αγγελάκου όταν άρχισε να ξετυλίγει άλλο ένα μυθιστόρημα για τον πρώτο λόγο, την πρώτη ματιά και ανάσα, αφήνοντας την ενέργεια της σάρκας να εκραγεί. Και η καύτρα που καίει τα παράνομα τσιγάρα που καπνίζουν διαρκώς οι πρωταγωνιστές τα παίρνει όλα σβάρνα, υπαγορεύοντας τη δύναμη της αφήγησης, που δεν είναι άλλη από τη βιωμένη πραγματικότητα σε ηλικίες όπου όλα φαντάζουν δυνατά και ανέλπιστα, ακριβώς επειδή είναι τόσο έντονα και ηχηρά.
Κανείς δεν ξεχνάει την πρώτη συνουσία, τα σαλιωμένα φιλιά, την ηδονή και την απελπισία, τους αυνανισμούς, την παραφορά, τις συνωμοτικές συνευρέσεις πάνω σε ένα χαλί και σε ένα ξεχαρβαλωμένο στρώμα με μοναδική παρουσία το αγαπημένο σκυλί. Σάμπως ο συγγραφέας να προσπαθεί να χωρέσει στο βιβλίο του έναν ανεξάντλητο κόσμο ελευθερίας χωρίς κανένα έλεος και, το κυριότερο, χωρίς παρηγοριά. Η ασφάλεια δεν ταιριάζει, άλλωστε, με το πάθος, ούτε η ποίηση με την ανάγκη και στους Ψεύτικους Διδύμους όλα καταλήγουν να είναι αδιαμεσολάβητη τέχνη: «Βάζουμε τη ζωή μας στις ταινίες, και οι ταινίες μας γεμίζουν με σκηνές που δεν ζήσαμε, και μετά ζούμε αυτά που φανταστήκαμε. Μην κοιτάς που τελειώνουν και ψοφάμε σαν τα σκυλιά στην Εθνική κι αρπάζουμε την ντουντούκα και φωνάζουμε πάμε και cut». Το φανταστικό γίνεται πραγματικό και η τρέλα μετατρέπεται σε κανονικότητα σε μια αφήγηση που φαντάζει σαν ένα ανεξάντλητο ποίημα της ίδιας της νεότητας ως κατάστασης και ως θέσης: «Αυτό είναι ψύχωση. Να τρως σελίδες με γράμματα που γίνονται σύννεφα και πουλιά».
Δύο έφηβοι, ο Ιβ και ο Νικ, που ζουν τη φιλία και την αγωνία της σάρκας όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και οι δυο τους με την Ισμήνη σε ένα εντελώς αρχαϊκό τρίγωνο, όπως και η Ισμήνη με τον Νικ και την Εύα. Με τη διαφορά ότι όλοι αυτοί οι υποτιθέμενοι δίδυμοι εμπλέκονται σε ερωτικά τρίγωνα χωρίς περαιτέρω δεσμούς με τους πραγματικούς δίδυμους της ιστορίας, που είναι ο Ιβάν και ο Βίκτωρ, ο μοναδικός ίσως ήρωας που δεν υπάγεται σε τριάδα. Ερωτευμένος παράφορα με τη Ραμόν, ο Βίκτωρας μοιάζει κατευθείαν βγαλμένος από τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι, σκοτεινός και παραδομένος σε κάθε είδους εξαρτήσεις και εξάρσεις.
Όλοι μαζί βρίσκονται να εμπλέκονται σε μια κινηματογραφική ταινία, αναλαμβάνοντας άλλοτε τον ρόλο του πρωταγωνιστή και άλλοτε του κομπάρσου, δοκιμάζοντας τη γοητεία του ψευδεπίγραφου εαυτού την εποχή της εικόνας. Θα μπορούσαν κάλλιστα όμως, αντί για Ιβ και Νικ, να λέγονται Βερλέν και Ρεμπό, Ζιλ και Τζιμ ή ξέφρενα Άλογα της Πάτι Σμιθ, Όνειρα του Κουροσάβα, ορμητικές θάλασσες, γυμνά βράχια λουσμένα στο φως της Πελοποννήσου – το πραγματικό φόντο της αφήγησης ή, όπως επιμένει ο Αγγελάκος, «το φως της Πελοποννήσου είναι τόπος». Αντιστικτικά ως προς τις παράφορες και ελεύθερες φωνές των εφήβων λειτουργεί η ερωτευμένη, σκοτεινή, παραδομένη στις εξαρτήσεις και τα πατρικά πρότυπα φωνή του Βίκτωρα που ξέρει τι είναι «έρωτας, κι έρωτας θα πει να διασχίζεις τυφλός τα σκοτεινά τοπία. Γι' αυτό σκοντάφτουν όλοι, και γιατί ο ήλιος, όταν ερωτεύεσαι, είναι μισός σκοτάδι» – πώς αλλιώς;
Διασχίζοντας με τις λέξεις του μια τεράστια απόσταση από το σκοτάδι στο φως, ο Αγγελάκος συναρμόζει τις δύο πλευρές του κόσμου, αναζητώντας την αρχή της δημιουργίας του, και μας καλεί να βγούμε μια για πάντα από την κρύπτη γιατί «οι φωτεινοί άγγελοι δεν έχουν νόημα χωρίς τους σκοτεινούς. Όλοι τους θα γκρεμιστούν στο κενό του νοήματος γιατί το αφύσικο είναι ωραίο και ζουμερό σαν φρούτο». Είμαστε όλοι θνητοί αλλά και απόλυτα θεοί και όλοι πετάμε, όπως θα έλεγε ο συγγραφέας, πάνω σε ένα ιπτάμενο χαλί που θα μας οδηγήσει στον παράδεισο ή την κόλαση, κανείς δεν ξέρει.