Ναόμι Κλάιν: Στις Φλόγες – Το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής
Η Καναδή θεωρητικός και ακτιβίστρια επιστρέφει με νέο βιβλίο («Στις Φλόγες – Το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής», από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος), αναλύοντας τους λόγους της οικολογικής καταστροφής και προβάλλοντας ένα νέο σχέδιο αντιμετώπισής της.
Αρκεί μια ματιά γύρω μας, στα ποτάμια και τις θάλασσες που καθάρισαν και στα δελφίνια που ξαναφάνηκαν μετά από καιρό κοντά στις ακτές, για να διαπιστώσουμε πόσο καταστροφική είναι η ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση, και όχι μόνο. Επισημαίνοντας με τρόπο προφητικό τις αντίστοιχες διαφορές στο περιβάλλον μετά τις μεγάλες οικονομικές καταστροφές του 1929 ή του 2008, η θεωρητικός και ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν τονίζει στο νέο της βιβλίο με τίτλο Στις Φλόγες – Το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής, που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου, πόσο επικίνδυνος είναι για το περιβάλλον ο ανθρώπινος παράγοντας, ο οποίος αδιαφορεί συστηματικά για το ίδιο του το σπίτι με την καύση των ορυκτών καυσίμων, τη μαζική παραγωγή άνθρακα, τις αλόγιστες γεωτρήσεις και την ανεξέλεγκτη επέκταση κάθε μορφής δραστηριότητας (ταξίδια με αεροπλάνα, πλοία, χρήση κλιματιστικών που υπερθερμαίνουν και εν τέλει καταστρέφουν τον πλανήτη κ.λπ.).
Εξετάζοντας τους πολλαπλούς παράγοντες που συγκεκριμενοποιούν την προϊούσα οικολογική καταστροφή, η οποία έχει πολλές άλλες επιπτώσεις τόσο στην υγεία όσο και στους ντόπιους πληθυσμούς, η συγγραφέας κρούει σοβαρά τον κώδωνα του κινδύνου, προβάλλοντας ταυτόχρονα την ανάγκη χάραξης ενός νέου «πράσινου Νιου Ντιλ». Δεν πρόκειται για μία ακόμα αφηρημένη θεωρητική έννοια αλλά για ένα εμπεριστατωμένο στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, καθώς οι παράγοντες που απειλούν τον πλανήτη είναι ταυτόχρονα αυτοί που καταστρέφουν ποικιλοτρόπως την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, προκαλώντας κοινωνικές και μισθολογικές ανισότητες, απειλώντας στην κοινωνική συνοχή και την ανθρώπινη ευημερία.
Επομένως, όπως κάποτε ο Ρούζβελτ αντιμετώπισε τα αδιέξοδα του Νιου Ντιλ με το δικό του σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής μετάβασης, αντίστοιχα η Κλάιν, συμβουλευόμενη επιστήμονες, ακτιβιστές και πολύπειρους ερευνητές, προβάλλει ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό σχέδιο, μιλώντας για μια νέα μορφή δικαιοσύνης και αλλάζοντας τα δεδομένα. Για παράδειγμα, προτείνει την εισαγωγή πόρων στις χώρες του Νότου, ώστε να μπορέσουν αυτές να οπλιστούν έναντι των καιρικών φαινομένων, φτιάχνοντας νέες υποδομές, ή προτάσσει μια προωθημένη στρατηγική πράσινης ανάπτυξης, «μειώνοντας τις εκπομπές όσο το δυνατόν πιο σύντομα επιτρέπει η τεχνολογία», με αναδιανομή του πλούτου, μοίρασμα των πόρων και αποζημιώσεις στους πληγέντες.
Η Κλάιν μεταβαίνει με εμπεριστατωμένο και μεθοδικό τρόπο στην ανάλυση των πολιτικών δεδομένων που είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτές τις ακραία συντηρητικές θέσεις. Δεν είναι τυχαίο, όπως επισημαίνει, ότι η εναντίωση στην κλιματική αλλαγή είναι για τους Ρεπουμπλικάνους τόσο κεντρική στην κοσμοαντίληψή τους όσο οι χαμηλοί φόροι, η οπλοκατοχή και η εναντίωση στις εκτρώσεις.
Αν στο πρώτο της βιβλίο, πριν από είκοσι χρόνια, το No Logo, η Καναδή θεωρητικός και ακτιβίστρια τεκμηρίωνε το ανθρώπινο και οικολογικό κόστος της εταιρικής παγκοσμιοποίησης, από τα εργοστάσια με τις έφηβες εργάτριες, οι οποίες υφίσταντο κάθε μορφή κακοποίησης, έως τις πετρελαιοπηγές στο Δέλτα του Νίγηρα, στο νέο της βιβλίο, που αντιστοιχεί σε μία δεκαετία έντονου παρεμβατισμού, αναλύει σε όλη της την έκταση την οικολογική καταστροφή, προβάλλοντας με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η χάραξη νέου σχεδίου όχι μόνο συλλογικής δράσης αλλά και οικονομικής παρέμβασης, σε αντίθεση με έναν ευκαιριακό ακτιβισμό, ο οποίος, όσο θεμιτός και αν είναι, δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τα πολλαπλά και ετερόκλητα δεδομένα.
Με την ωριμότητα των 52 χρόνων της και της πολυετούς στράτευσής της στα κοινά, η Κλάιν επισημαίνει τα λάθη των ακτιβιστικών κινημάτων, όπως η αδιαφορία μιας μερίδας της αριστεράς για την ανάγκη επιστράτευσης ενός παγκόσμιου οικολογικού σχεδίου, ενώ από την άλλη επισημαίνει τον κίνδυνο αυτό το οικολογικό κίνημα, αν δεν συνοδεύεται από μια βαθιά συνειδητοποίηση και αντίστοιχη κινητοποίηση, να οδηγήσει σε τυχοδιωκτικού τύπου πολιτικές.
Χαρακτηριστικά αναφέρει τις διάφορες νεοφασιστικές εκτροπές, όπως συνέβη με διάφορα ακροδεξιά χτυπήματα στο όνομα της επιστροφής στη φύση ή με τα υποτιθέμενα περιβαλλοντικά αναπτυξιακά σχέδια που συνοδεύουν άλλου είδους επιδιώξεις, με αντιπροσωπευτικότερο το παράδειγμα των επεκτατικών σχεδίων του Ισραήλ, με τον τρόπο που τα είχε επισημάνει παλαιότερα ο Σαΐντ, τα οποία μιλούσαν για ανάκτηση της φύσης ή προέτρεπαν να «αγκαλιάσουμε τα δέντρα», κρύβοντας, ωστόσο, άλλου είδους βλέψεις. Γνωρίζοντας καλά τις μεταφορικές διαστάσεις θρησκευτικών και άλλων αφηγήσεων, ακόμα και των δικών της εβραϊκών δοξασιών για τη φύση, η Ναόμι Κλάιν δεν αρνείται το συμβολικό τους σθένος, αλλά επισημαίνει ότι δεν είναι αρκετό αν δεν αποσκοπεί σε μια αλλαγή των υφιστάμενων κοινωνικοπολιτικών ανισοτήτων.
Άλλωστε, η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι συνυφασμένη με τις λογικές αύξησης του κέρδους ανεξαρτήτως επιπτώσεων, με την ανεξέλεγκτη ελευθερία της αγοράς και την επεκτατική λογική κολοσσών, όπως η BP ή η Exxon, στις οποίες η ίδια αναφέρεται αναλυτικά, μιλώντας επίσης για τον ύπουλο επιστημονικό παρεμβατισμό των δεξαμενών σκέψης που χρηματοδοτούνται από τις εταιρείες αυτές. Ξεκινώντας το βιβλίο της από τη μαύρη κηλίδα της BP που απλωνόταν στον Κόλπο του Μεξικού, συμπαρασύροντας τις αλληλοσυνδεόμενες φυσικές δυνάμεις που κατάφεραν «ένα βίαιο τραύμα στον ζωντανό οργανισμό που είναι η ίδια η Γη», η Κλάιν μεταβαίνει με εμπεριστατωμένο και μεθοδικό τρόπο στην ανάλυση των πολιτικών δεδομένων που είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτές τις ακραία συντηρητικές θέσεις.
Δεν είναι τυχαίο, όπως επισημαίνει, ότι η εναντίωση στην κλιματική αλλαγή είναι για τους Ρεπουμπλικάνους τόσο κεντρική στην κοσμοαντίληψή τους όσο οι χαμηλοί φόροι, η οπλοκατοχή και η εναντίωση στις εκτρώσεις. Κάπου εκεί επισημαίνει την παράδοξη αλλαγή στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών θεμάτων εκ μέρους όχι τόσο της πολιτικής όσο της θρησκευτικής εξουσίας, όπως αυτή του Πάπα Φραγκίσκου – αν και κάνει μια μεγάλη υποσημείωση για τα σεξουαλικά σκάνδαλα που αποκρύπτονται επιμελώς από το Βατικανό, ενώ, φυσικά, δεν ξεχνάει να μιλήσει για τις μεγάλες φυλετικές ανισότητες που αποκάλυψαν ο τρόπος με τον οποίο εξοντώθηκαν ολόκληροι πληθυσμοί και περιοχές στο όνομα της ανάπτυξης και η τάση των λευκών χριστιανών να φέρονται με τρομερή βία στους βαφτισμένους αυτόχρημα υποτελείς.
Άλλωστε, τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία θεωρεί την κατεξοχήν αιτία μόλυνσης του περιβάλλοντος και της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, αντίθετα με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, «δεν απαντώνται ευρέως αλλά με υψηλή συγκέντρωση σε συγκεκριμένες περιοχές, που έχουν την κακή συνήθεια να βρίσκονται στις χώρες άλλων ανθρώπων», όπως οι μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες είναι άμεσα εξαρτημένες από το πετρέλαιο.
Στο σημείο αυτό η Κλάιν μιλάει αναλυτικά για τους επεκτατικούς πολέμους αλλά και για την αδυναμία των υπόλοιπων χωρών να τους εμποδίσουν. Εκτός του ότι συστρατεύτηκαν σε τέτοιου είδους πολεμικές εκστρατείες, οι περισσότερες χώρες δείχνουν ασυνεπείς και σε επίπεδο πολιτικών για την προστασία του περιβάλλοντος. Παρότι η Γερμανία και η Γαλλία αποφάσισαν, για παράδειγμα, να σταματήσουν το φράκινγκ, τελικά φαίνεται να μην τηρούν αυτά που υπόσχονται, όπως και η πατρίδα της Κλάιν, ο Καναδάς. Χειρότερη όλων η Αμερική του Τραμπ, η οποία όχι μόνο αρνείται να υπογράψει οποιαδήποτε συνθήκη και να λάβει οποιοδήποτε μέτρο ενάντια στην κλιματική αλλαγή αλλά υποστηρίζει θέσεις κόντρα στις λογικές της ανθρώπινης αλληλεγγύης και αυτενέργειας, φτάνοντας να καταστρέφει ανθρώπινες ζωές.
Όσα επισημαίνει η Κλάιν σε μία μόλις σελίδα του βιβλίου ακούγονται τουλάχιστον προφητικά. «Το πιο σημαντικό μάθημα που μπορούμε να πάρουμε απ' όλα αυτά είναι πως δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση ως ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα, μεμονωμένα. Πρέπει να ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο της λιτότητας και της ιδιωτικοποίησης, της αποικιοκρατίας και του μιλιταρισμού, και των διαφόρων συστημάτων ετεροποίησης που απαιτούνται για να τα συντηρούν όλα. Οι σχέσεις και τα σημεία τομής μεταξύ τους είναι εξόφθαλμα, εντούτοις πολύ συχνά η αντίσταση σε αυτά είναι εξαιρετικά "διαμερισματοποιημένη". Αυτοί που τάσσονται κατά της λιτότητας σπανίως μιλούν για την κλιματική αλλαγή: αυτοί που εναντιώνονται στην κλιματική αλλαγή σπανίως μιλούν για πόλεμο. Πάρα πολλοί αποτυγχάνουν να συνδέσουν τα όπλα που αφαιρούν τη ζωή μαύρων στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων και σε συνθήκες αστυνομικής κράτησης με τις πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις που αφανίζουν τόσες ζωές μαύρων σε άνυδρη γη και σε σαπιοκάραβα σε όλο τον κόσμο» γράφει η Κλάιν, για να καταλήξει:
«Το να ξεπεράσουμε αυτές τις αποσυνδέσεις ενώνοντας τα νήματα που κρατούν αλληλένδετα τα διάφορα ζητήματα και τα κινήματά μας είναι, θα έλεγα, το πιο πιεστικό καθήκον οποιουδήποτε ασχολείται με την κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσουμε μια αντίρροπη δύναμη, αρκετά ρωμαλέα ώστε να κερδίσουμε τη μάχη με τις δυνάμεις που προστατεύουν την εξαιρετικά κερδοφόρο, αλλά όλο και λιγότερο βιώσιμη υπάρχουσα κατάσταση. Η κλιματική αλλαγή δρα ως επιταχυντής για πολλά από τα κοινωνικά μας δεινά (ανισότητα, πόλεμοι, ρατσισμός, σεξουαλική βία), αλλά μπορεί επίσης να είναι επιταχυντής για το αντίθετο, για τις δυνάμεις που λειτουργούν υπέρ της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και ενάντια στον μιλιταρισμό».