Σάμιουελ Μπιορκ: Παγωμένος Άγγελος
Λίγο προτού έρθει στη χώρα μας ένας από τους πιο πετυχημένους εκπροσώπους του σκανδιναβικού νουάρ, ρίχνουμε μια ματιά στα πολλά και ετερόκλητα πρόσωπά του.
Τα σκοτεινά περιβάλλοντα, οι νοτισμένες στην υγρασία ατμόσφαιρες και η άγρια φύση συνιστούν την πλέον απτή πραγματικότητα για τους λογοτέχνες του Βορρά. Εκεί, βαθιά μέσα στα δάση, όπου κανείς φαντάζεται από στοιχειά έως ανεξιχνίαστα φονικά, εντοπίζονται ιστορίες σαν αυτές που ξέρει να στήνει ο αστέρας της νορβηγικής σκηνής Σάμιουελ Μπιορκ. Όχι τυχαία, μέσα στο δάσος βάζει να κρύβεται μια παράδοξη θρησκευτική αίρεση και εκεί επίσης θάβει μυστικά χρόνων.
Από τότε που έγραψε την πρώτη του ιστορία, λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια, έως τα τριάντα του, που εξέδωσε το πρώτο του αστυνομικό, ο Σάμιουελ Μπιορκ, όπως είναι το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, φαίνεται να έχει καταθέσει πράγματα που άλλοι δεν έχουν καν φανταστεί: τραγούδια, θεατρικά έργα, πειραματικά μυθιστορήματα. Κατορθώματα που έδειχναν ότι ένας συγγραφέας μπορεί να δοκιμάζει ετερόκλητους ρόλους και να μπαίνει βαθιά στα μυστικά της τέχνης του. Και αυτό συνέβη στην περίπτωσή του από τότε που ο ίδιος άρχισε να μεταφράζει Σαίξπηρ: σάμπως «τα μετέωρα του ουρανού που κάνουν τα ασάλευτα άστρα να τρομάζουν», ποτίζοντας με αίμα ακόμα και το ολόγιομο φεγγάρι, να μην έφυγαν ποτέ από τη συνείδησή του. Ο Ριχάρδος Β' έγινε το καταφύγιό του, ο Άμλετ, ο ιδανικός ήρωάς του, το ματωμένο μάντρα που ποτίζει αλλόκοτες συνειδήσεις, η εμμονή του. Ο μεταφραστής του Σαίξπηρ ήταν έτοιμος να γίνει ο συγγραφέας που πάντοτε φανταζόταν. Μόνο που η συγγραφή αιματοβαμμένων σελίδων δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε είχε κάνει μέχρι τότε.
Ο μεταφραστής του Σαίξπηρ ήταν έτοιμος να γίνει ο συγγραφέας που πάντοτε φανταζόταν. Μόνο που η συγγραφή αιματοβαμμένων σελίδων δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε είχε κάνει μέχρι τότε.
Γι' αυτό ακριβώς και εφηύρε ένα ψευδώνυμο που δεν θα κινούσε εύκολα υποψίες ότι πίσω από αυτό κρύβεται ο πολυσχιδής Φρούντε Σάνερ Έιεν, όπως είναι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο. Στόχος του ήταν να κερδίσει έναν διαγωνισμό για συγγραφείς νουάρ λογοτεχνίας που επιβράβευε τον νικητή με ένα μεγάλο χρηματικό έπαθλο, αρκετό για να μπορέσει να θρέψει τα συγγραφικά του όνειρα για κάποια χρόνια. Δεν τα κατάφερε και άσχημα: με την πρώτη του συγγραφική απόπειρα με το ψευδώνυμο Σάμιουελ Μπιορκ κατέκτησε τη δεύτερη θέση και άρχισε να προκαλεί την προσοχή των εκδοτών. Η πρώτη προσφορά έγινε άμεσα, αν και εκείνος προτίμησε τον εκδοτικό οίκο μιας φίλης προκειμένου να μην κινήσει υποψίες όσον αφορά την πραγματική του ταυτότητα.
Το ενδιαφέρον εξαπλώθηκε όμως και πέρα από τα σύνορα της χώρας του και μέσα σε δύο χρόνια το πρώτο του βιβλίο είχε μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες – στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο Παγωμένος Άγγελος από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη και επιμέλεια Κυριάκου Αθανασιάδη. Όλοι όμως ήθελαν και ένα πρόσωπο: ο ντροπαλός και αγοραφοβικός Μπιορκ αναγκάστηκε να αποκαλυφθεί και λίγοι στη Νορβηγία μπορούσαν να φανταστούν ότι ο μέχρι πρότινος θεατρικός συγγραφέας-ροκ σταρ είναι αυτός που έστηνε τόσο μαύρα, γοητευτικά αστυνομικά. Ακόμα περισσότερο, ότι ήταν αυτός που έφτιαχνε παραστατικές σκηνές που ανέτρεπαν όλες τις προβλέψεις ή τολμούσε το πρώτο θύμα στην προσωπική ιστορία του ως συγγραφέα αστυνομικών να είναι ένα ανήλικο κορίτσι με μια σχολική τσάντα στην πλάτη. Ανατριχίλα, έκπληξη και αναμφίβολο ταλέντο, καθώς οι ισορροπίες δεν ήταν εύκολο να διατηρηθούν σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα. Μαζί όμως με τα ανήλικα θύματά του από τις σελίδες του ανέκυπταν και δύο γοητευτικότατοι χαρακτήρες: ο παράξενος επιθεωρητής Χόλγκερ Μουνκ και η ικανότατη συνάδελφός του Μία Κρούγκερ.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους καταραμένους αστυνομικούς του Βορρά που μοιάζουν μάλλον αντισυναδελφικοί και δεινοί πότες, ο μάλλον ευτραφής και διόλου γοητευτικός Μουνκ αντιπαθεί να επιδίδεται σε οινοποσίες και δείχνει μάλλον αλληλέγγυος προς τους συναδέλφους. Πιο εγκεφαλικός από τους υπόλοιπους, προτιμά να λύνει σπαζοκεφαλιές και σταυρόλεξα, να παίζει σκάκι και αγαπάει με λατρεία τα μαθηματικά: ακόμα και η αγάπη του για την κλασική μουσική περνάει μέσα από παράδοξους μαθηματικούς υπολογισμούς που του προσδίδουν μπόλικα καντάρια παράδοξης για επιθεωρητές, υψηλής πνευματικότητας. Θα τον έλεγες μάλλον «σπασίκλα» ή, τουλάχιστον, έναν αστυνομικό που εφευρίσκει έναν δικό του, ιδιόμορφο τρόπο να αντισταθμίζει το ήδη ζοφερό περιβάλλον, όπου λαμβάνουν χώρα τα αποτρόπαια εγκλήματα, και να παρηγορεί τη ραγισμένη του καρδιά από τον χωρισμό με τη σύζυγό του. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της Μία, της γυναίκας που εκτοξεύει στα ύψη τα βιβλία του Μπιορκ, αυτός ο μελαγχολικός γύπας της σκέψης που είναι ικανή να βλέπει, σαν παράξενος μάντης, πίσω από τα στοιχεία προθέσεις και αντιλήψεις και να νικάει τις αυτοκτονικές της τάσεις, βρίσκοντας λύσεις σε αποτρόπαια εγκλήματα. Είναι η μόνη που μπορεί να λύνει τους γρίφους, όπως αυτός με τον αριθμό 1 που είναι χαραγμένος στο νύχι του μικρού κοριτσιού που βρέθηκε κρεμασμένο με την επιγραφή «ταξιδεύω μόνη» στο πρώτο μυθιστόρημα του Μπιορκ. Η Μία είναι που θα προβλέψει τι ακριβώς συνδέει την πρώτη μακάβρια περίπτωση της παράξενης αριθμολογίας με το δεύτερο, επίσης ανήλικο, πτώμα που θα βρεθεί λίγο αργότερα.
Αλλά και στο δεύτερο μυθιστόρημα, την Κουκουβάγια (σε μετάφραση Δέσποινας Παπαγρηγοράκη και επιμέλεια Κυριάκου Αθανασιάδη από τη Διόπτρα), είναι πάλι η Μία που θα οδηγήσει την ομάδα στην αποκάλυψη των μυστικών που κρύβονται στο φυτώριο του Χούρουμ. Είναι η γυναίκα που έχει μάθει να αφουγκράζεται κρυμμένα μυστικά, αυτή η αλλότρια «μάγισσα» με τα μαύρα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια που έχει μάθει να ακούει φωνές και αστραπές. Είναι, άραγε, η θλίψη που την έχει κάνει διορατική από τότε που πέθανε η δίδυμη αδελφή της και απομακρύνθηκε στο νησί ή η μοίρα, που την έφερε ένα βήμα μπροστά από τους άλλους και αρκετά μακριά από την κοινωνία; Κανείς δεν μπορεί να δώσει οριστικές απαντήσεις στο τι είναι αυτό που έχει κάνειτην προσωπικότητα της άκρως ενδιαφέρουσας και σχεδόν μισάνθρωπης Μία να βρίσκεται πολύ κοντά στο πολυπρόσωπο ταλέντο του ανθρώπου που την εφηύρε.
Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζουν και άλλοι χαρακτήρες που προκύπτουν κατά την ανάγνωση: στο δεύτερο μυθιστόρημα του Μπιορκ, Η Κουκουβάγια, ξεχωρίζει η παρουσία του χάκερ που βοηθάει στην έρευνα αλλά και χαρακτήρων που λαμβάνουν το δικό τους πολύτιμο μερίδιο στο πολύχρωμο παζλ. Ο καθένας βάζει τη δική του σφραγίδα στην αποκάλυψη μυστηρίων που έχει να κάνει με κορίτσια που σκοτώνονται με έναν παράξενα τελετουργικό τρόπο – στο πρώτο πρόκειται για ανήλικα, στο δεύτερο για μεγαλύτερα σε ηλικία. Η δολοφονημένη έφηβη που ανοίγει την αφήγηση στο δεύτερο μυθιστόρημα βρίσκεται πάνω σε φτερά κουκουβάγιας, γεμάτη μώλωπες, με ένα λουλούδι στο στόμα και τοποθετημένη έτσι ώστε το σώμα της μαζί με τα κεριά να σχηματίζουν το σήμα της πεντάλφας. Μια ανατριχιαστική, ποιητική στη μακάβρια εκδοχή της περιγραφή που αποκαλύπτει την αχαλίνωτη φαντασία ενός συγγραφέα, ο οποίος έδωσε άλλη διάσταση στη μελαγχολική σφραγίδα του σκανδιναβικού νουάρ. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ρημαγμένους χαρακτήρες αλλά και με ένα περίπλοκο περιβάλλον που κρύβει πολλά κάτω από τη γυαλιστερή βιτρίνα της ευημερίας του: χαρακτηριστικό είναι πως ένας από τους ήρωες του Μπιορκ, ο Τομπάιας, ζει στα όρια της φτώχειας, εγκαταλελειμμένος ουσιαστικά από τους γονείς, όπως και τόσα αγόρια στη Νορβηγία που καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε ασφυχτικές συνθήκες. Η Νορβηγία αγωνίζεται ακόμα να βρει την ταυτότητά της χωμένη σε αντιθέσεις που πλέον αποκαλύπτουν με τρόπο διαφανή τα αστυνομικά, τα οποία ίσως έτσι ξεφεύγουν τελικά από τον αρχικό τους ρόλο και αναδεικνύουν πολύπλοκες κοινωνικοπολιτικές πτυχές. Ο Μπιορκ είναι από αυτούς που ανέδειξαν τις άγρυπνες νύχτες που γεννούν εφιάλτες και φαντάσματα, τα αλλόκοτα περιβάλλοντα που έθρεψαν τους ήρωές του – από τον πιο ιδιότροπο επιθεωρητή έως τον άρχοντα της Δανιμαρκίας. Το έλεγε και ο ίδιος ότι όλα άλλαξαν όταν από την εφηβεία άρχισε να φαντάζεται ιστορίες σε νησιά και δάση, ξέροντας πως αυτό ήταν το μέλλον του: ότι θα γινόταν όχι μόνο ένας καλός μεταφραστής του Σαίξπηρ αλλά κι ένας πετυχημένος συγγραφέας.