Σεμπαστιάο Σαλγάδο: Από τη γη μου στη Γη
Φωτογράφος σκέτο. Έτσι συστήνεται και έτσι νιώθει ένας από τους μεγαλύτερους φωτορεπόρτερ της εποχής μας. "Από τη γη μου στη Γη" είναι το οδοιπορικό του στα πιο σκοτεινά της ανθρωπότητας
Τα πάντα, λέει, θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά. Θα μπορούσε να μην έχει φύγει ποτέ από τη Βραζιλία, να 'ταν οδηγός τρακτέρ σε φάρμα, να ζούσε σε παραγκούπολη. Θα μπορούσε να 'χει σταδιοδρομήσει ως οικονομολόγος ή να έχει ειδικευτεί σε πορτρέτα διασημοτήτων και να ζει πλουσιοπάροχα. Θα μπορούσε να 'χει μπει κάτω από την ταμπέλα «ο φωτογράφος της απόπειρας δολοφονίας του Ρίγκαν» κι έτσι να αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα. Για τον Σεμπαστιάο Σαλγάδο το ότι δεν συνέβη τίποτε από τα παραπάνω ήταν «απλώς θέμα τύχης». Ωστόσο, βλέποντάς τον στο «Αλάτι της γης» του Βέντερς ή διαβάζοντας το φρεσκοτυπωμένο οδοιπορικό του «Από τη γη μου στη Γη» (μτφρ. Κ. Σχινά, εκδ. Στερέωμα), αντιλαμβάνεσαι πως, στο μυαλό του, μεγάλη τύχη σημαίνει και μεγάλη συνέπεια. Αυτή τον ώθησε να απαθανατίσει εικόνες απίστευτης φρίκης και οδύνης, αλλά και απίστευτης ομορφιάς, κι αυτή τον καθιστά πρότυπο στα μάτια όσων εξακολουθούν να ονειρεύονται έναν κόσμο καλύτερο και δικαιότερο. Από τους πιο σημαντικούς –αν όχι ο σημαντικότερος– και πολυβραβευμένους φωτορεπόρτερ της εποχής μας, ο ίδιος ο Σαλγάδο είναι λιγότερο γνωστός από τις μαυρόασπρες, επιβλητικές εικόνες του. Όσο περισσότερα, όμως, μαθαίνεις για κείνον, τόσο οι ελπίδες σου αναπτερώνονται.
Ούτε φωτοδημοσιογράφος ούτε στρατευμένος. Φωτογράφος σκέτο. Έτσι συστήνεται. Σαράντα χρόνια τώρα, από τις «Άλλες Αμερικές» ή το «Χέρι του ανθρώπου» ως το «Έξοδοι» και το «Γένεσις», από τις στρατιές των νεκρών, των μεταναστών, των εργατών, των χρυσοθήρων, ως το ινγκουάνα που θυμίζει οπλισμένο πολεμιστή του Μεσαίωνα, «όλες μου οι φωτογραφίες αντιστοιχούν σε στιγμές που τις έζησα έντονα. Η ζωή, η ζωή μου με ώθησε να τις δημιουργήσω. Γιατί υπήρξε μέσα μου μια οργισμένη παρόρμηση που με έσπρωχνε στον συγκεκριμένο τόπο. Άλλοτε με καθοδηγούσε η ιδεολογία άλλοτε απλώς η περιέργεια...».
Ο Σαλγάδο το ξέρει, καμιά φωτογραφία δεν μπορεί ν' αλλάξει από μόνη της τον κόσμο. Αν όμως συνδυαστεί με κείμενα, ταινίες και με τη δράση ανθρωπιστικών οργανώσεων, γίνεται μέρος ενός ευρύτερου κινήματος καταγγελίας της βίας, του αποκλεισμού, της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Η φωτογραφία για τον Σαλγάδο, πέρα από πάθος, είναι κι ένα είδος γραφής, «μια γλώσσα με μεγάλη δύναμη». Ζητούμενο για τον ίδιο ήταν «η παραγωγή φωτογραφικών αφηγήσεων, τεμαχισμένων σε ποικίλα ρεπορτάζ που αναπτύσσονται σε μακρά διάρκεια». Ο μόνος τρόπος για ν' αφηγηθείς μια ιστορία, επιμένει, «είναι να επιστρέφεις στο ίδιο μέρος πολλές φορές· μέσα από αυτήν τη διαλεκτική διαδικασία αναπτύσσεις το θέμα σου». Να επεξεργάζεσαι ένα ζήτημα σε βάθος, όχι να πετάς «σαν πεταλουδίτσα» από δω κι από κει. Nα τι έχει προσδώσει συνοχή σε μια δουλειά, όπως η δική του, απλωμένη από τον Αμαζόνιο ως τη Νιγηρία και από το Ιράκ ως την Ανταρκτική. Αυτό, και η συναισθηματική ισορροπία ανάμεσα στη γυναίκα του και τους δυο γιους τους, ο ένας από τους οποίους πάσχει από σύνδρομο Down, αλλά ουδέποτε έχει μπει εσωτερικός σε ίδρυμα. «Σήμερα, όταν κάνω αναδρομές στο παρελθόν, ανακαλύπτω μια αρμονία μεταξύ του ποιος είμαι, τι κάνω και από πού προέρχομαι...».
Γιος ενός αγρότη που προοριζόταν για φαρμακοποιός, ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο γεννήθηκε το 1944 στη Βραζιλία, στην επαρχία Μίνας Ζεράις, σε μια πλατιά κοιλάδα φημισμένη για τα ορυχεία της, σε μια μεγάλη, αυτοτροφοδοτούμενη φάρμα με καμιά τριανταριά οικογένειες μέσα, ιδιοκτησίας του πατέρα του. Η Βραζιλία δεν είχε μπει ακόμα στην οικονομία της αγοράς, δεν είχε αρχίσει να μακελεύει τα δάση της και ο ίδιος είχε την αίσθηση πως μεγάλωνε σ' έναν παράδεισο. «Μερικοί λένε: ο Σαλγάδο είναι μεγαλομανής. Γεννήθηκα, όμως, σε μια τεράστια χώρα, είμαι συνηθισμένος στις αχανείς εκτάσεις και στις μετακινήσεις. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου με άφηναν να επισκέπτομαι τις μεγαλύτερες αδελφές μου, που ήταν ήδη παντρεμένες. Έκανα διαδρομές αντίστοιχες με αυτές ανάμεσα στο Παρίσι και τη Μόσχα ή τη Λισαβόνα. Η επικοινωνία δεν ήταν εύκολη...».
Τηλέφωνο πρωτοείδε στα δεκαπέντε, όταν πήγε στην πόλη, στο Γυμνάσιο. Στα είκοσί του θα ερωτευτεί μια νεαρή μουσικό, τη Λέλια, που θα στέκεται έκτοτε σαν βράχος πλάι του. Απόφοιτος της Νομικής, θα ξεκινήσει με υποτροφία ένα μεταπτυχιακό στη Μακροοικονομική, στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Την ίδια εποχή γίνεται πραξικόπημα. Περνάει στην αντίσταση. Ώσπου, το καλοκαίρι του '69, για να μη χωθούν στη βαθιά παρανομία, αυτοεξορίζονται με τη Λέλια στην «πατρίδα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας» και συνεχίζουν από τη Γαλλία τη δράση τους.
«Όταν με ρωτούν πώς οδηγήθηκα στην κοινωνική φωτογραφία-ντοκουμέντο, απαντώ ότι είναι απλώς προέκταση της πολιτικής στράτευσης και των ριζών μου», επαναλαμβάνει ο Σαλγάδο στη Γαλλίδα δημοσιογράφο Ιζαμπέλ Φρανκ, σε ένα από τα κεφάλαια του «Από τη γη μου στη Γη» που προέκυψε από τις συνομιλίες τους. Η στροφή του από την οικονομία στη φωτογραφία έγινε όσο ζούσε μικροπαντρεμένος στο Παρίσι, ανάμεσα σε επίσης εκπατρισμένους από τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. «Ήταν εντελώς φυσιολογικό ν' αρχίσω να φωτογραφίζω τους πρόσφυγες, αυτούς που δεν είχαν χαρτιά...». Αν διάλεξε την Αφρική για το πρώτο από τα μεγάλα ρεπορτάζ του, ήπειρο που είχε γνωρίσει καλά ως σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, δεν ήταν για να αναδείξει τα τοπία ή το φολκλόρ της αλλά την πείνα που τη σάρωνε. «Η Λέλια κι εγώ διαπιστώναμε πως ο κόσμος ήταν χωρισμένος στα δύο: στη μια πλευρά ελευθερία για κείνους είχαν τα πάντα και στην άλλη στέρηση για εκείνους που δεν είχαν τίποτε. Μέσα από τις φωτογραφίες μου θέλησα να δείξω αυτό τον κόσμο, τον αξιοπρεπή και τον λεηλατημένο, σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία αρκετά ευαισθητοποιημένη, ώστε ν' αποδεχτεί αυτήν την έκκληση».
Ο Σαλγάδο το ξέρει, καμιά φωτογραφία δεν μπορεί ν' αλλάξει από μόνη της τον κόσμο. Αν όμως συνδυαστεί με κείμενα, ταινίες και με τη δράση ανθρωπιστικών οργανώσεων, γίνεται μέρος ενός ευρύτερου κινήματος καταγγελίας της βίας, του αποκλεισμού, της περιβαλλοντικής καταστροφής. «Δεν κατάγομαι από το βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη και δεν συμμερίζομαι την ενοχή που αισθάνονται ορισμένοι συνάδελφοί μου. Δεν φωτογραφίζω την υλική φτώχεια επειδή αισθάνομαι ενοχή... Θέλησα να δείξω τον λιμό στην Αφρική στους κατοίκους των πλούσιων χωρών, ώστε να συνειδητοποιήσουν πως η πείνα είναι η κύρια συνέπεια μιας παγκόσμιας ανισορροπίας...». Για τον ίδιο λόγο θέλησε ν' ακουστεί η φωνή των ακτημόνων της Βραζιλίας, όταν, έπειτα από είκοσι χρόνων δικτατορία, μάχονταν για την αναδιανομή των αγροτικών εκτάσεων, να δείξει εκπατρισμένους που παλεύουν με τις επιδημίες και τους πολέμους υπό καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας, να μιλήσει για τους εργάτες που διασχίζουν πεζή πενήντα χιλιόμετρα τη μέρα μέσα σε τροπικά δάση για να μαζέψουν θειάφι, πνιγμένοι στο δηλητήριο, να μεταδώσει τον πυρετό εκείνων που σαν μυρμήγκια τρυπώνουν σ' έναν ωκεανό λάσπης, αναζητώντας φλέβες χρυσού.
Με αποκορύφωμα τη γενοκτονία της Ρουάντα, ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο είδε στη διάρκεια των ρεπορτάζ του τόσο μίσος, τόσο πόνο, τόση βία, που, στα τέλη της δεκαετίας του '90, ένιωσε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Όμως, «ακόμη και στην καρδιά της θηριωδίας, φωτογράφιζα μ' όλη μου την ψυχή. Σκεφτόμουν ότι ο κόσμος έπρεπε να γνωρίζει... Οι φωτογράφοι βρίσκονται εκεί για να παίξουν τον ρόλο του καθρέφτη, όπως και οι δημοσιογράφοι. Γι' αυτό, μη μου μιλάτε για οφθαλμοπορνεία!». Εκείνη την περίοδο ήταν που, ως αντίδοτο στην κατάθλιψη, ρίχτηκε με τη Λέλια σε μια «τρελή περιπέτεια», κυριολεκτικά αναζωογονητική: να ξαναφυτέψουν την αποψιλωμένη γη που είχαν κληρονομήσει από τους γονείς του, να ανασυστήσουν τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων. Πράγματι, σήκωσαν γη και ουρανό για να βρουν συμμάχους και γρήγορα κατάφεραν να φυτέψουν δύο εκατομμύρια δέντρα τριακοσίων και πλέον ειδών, δημιουργώντας μια προστατευμένη περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, το πρώτο εθνικό πάρκο της Βραζιλίας. Όπως, μάλιστα, υπολογίζει ο Σαλγάδο, ως το 2050 τα δέντρα που θα έχουν φυτευτεί στην κοιλάδα θα ξεπερνούν τα πενήντα εκατομμύρια! Και μόνο γι' αυτό θα 'πρεπε να του στήσουμε άγαλμα. Γεγονός είναι πως ο ίδιος, από το 2000 κι έπειτα, άρχισε να στρέφεται προς τα απάτητα μέρη του πλανήτη, από τις διακεκαυμένες ζώνες ως τις παγωμένες βουνοκορφές, ανακαλύπτοντας «την αρμονία των απαρχών του κόσμου» αλλά και τον βαθύτερο εαυτό του. Και στη συνέχεια, πήγε να συναντήσει τον άνθρωπο «εκεί όπου ζούσαμε όλοι μας δεκάδες εκατομμύρια χρόνια πριν», να βρει ομάδες που ζουν ακόμα σε ισορροπία με τη φύση, να φωτογραφίσει φυλές που αγνοούσαμε την ύπαρξή τους και οι οποίες δεν είναι κατ' ανάγκην οι πιο απομακρυσμένες από τον πολιτισμό μας.
«Ανησυχώ», λέει ο Σαλγάδο, «παρατηρώντας ότι σχεδόν κάθε τεχνολογικό επίτευγμα, τελικά, μας απομονώνει. Καθώς συνεχίζεται η υλική εξέλιξη, ο καθένας μας καθίσταται ικανός να κάνει ολοένα και περισσότερα μόνος, στη γωνιά του. Ωστόσο, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία συλλογικότητας. Εμείς, αντίθετα, διασπάμε τους δεσμούς μας με τους άλλους, γινόμαστε ατομικιστές. Κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι ο ατομικισμός είναι αξία, όπως ούτε ο κυνισμός εξάλλου. Το ζήτημα δεν είναι να γυρίσουμε πίσω. Κανείς δεν θέλει να εγκαταλείψει τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής... Όμως δεν πρέπει να χάσουμε τα σημεία αναφοράς μας, το ένστικτό μας, την πνευματικότητά μας. Αυτό που μας βοήθησε να επιβιώσουμε ως σήμερα είναι η αίσθηση της κοινότητας. Κι αυτό θέλησα να μεταγγίσω στις φωτογραφίες μου». Τον ευχαριστούμε και του υποκλινόμαστε.