Πέτρος Μάρκαρης: Σεμινάρια φονικής γραφής
Η επιστροφή του αστυνομικού Κώστα Χαρίτου στα ανήλιαγα αστυνομικά γραφεία
Στα βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη υπάρχουν μυρωδιές πραγματικές, απτοί χαρακτήρες και άφθονος νεοελληνικός ρεαλισμός. Υπάρχει η Αθήνα με τις λακκούβες και τα αδιέξοδά της, υπάρχουν η Δροσοπούλου, η πλατεία Κυψέλης, η ταβέρνα του Καραβίτη, η κίνηση, η γραφειοκρατία.
Πάνω απ' όλα υπάρχει ο περιώνυμος Κώστας Χαρίτος, ένας Έλληνας αστυνομικός τον οποίο ο Μάρκαρης καταφέρνει να χωρέσει στα σημερινά δεδομένα, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού και τις απόκοσμες υπερβολές των αστυνομικών του Βορρά: ο Χαρίτος ζει στο κέντρο της Αθήνας, περιπλανιέται στους δρόμους της Κυψέλης, τσακώνεται με τη γυναίκα του την Ανδριανή για τις δουλειές του σπιτιού και, φυσικά, έχει αδυναμία στην κόρη του Κατερίνα, η οποία στο νέο μυθιστόρημα ετοιμάζει τον εγγονό.
Η επιστροφή του Χαρίτου, μάλιστα, στα ανήλιαγα αστυνομικά γραφεία στο νέο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο Σεμινάρια Φονικής Γραφής (πάντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη) στέφεται με απρόσμενη επιτυχία, καθώς, λόγω της συνταξιοδότησης του διευθυντή Γκίκα, αναλαμβάνει, προσωρινά έστω, τη θέση του διευθυντή.
Οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν γνώση, οι διανοούμενοι έχουν άποψη που τους αρέσει να διατυπώνουν με την κάθε ευκαιρία. Η διατύπωση της άποψης είναι συνυφασμένη με δύο χαρακτηριστικά τα οποία έχουν σεξουαλικές καταβολές (...).
Η ανάληψη των αυξημένων καθηκόντων του, που προϋποθέτει συναντήσεις με βαρετούς υπουργούς και απαντήσεις σε βαρετά ερωτήματα, συμπίπτει με τρία φονικά υψηλών προσώπων: του πανεπιστημιακού και μέχρι πρότινος κατόχου υπουργικού θώκου Κλέαρχου Ραψάνη, του επίσης μέλους της κυβέρνησης Αριστοτέλη Αρχοντίδη και του Στέλιου Κωστόπουλου, επίσης καθηγητή και πρώην υπουργού Οικονομίας.
Και οι τρεις αυτές δολοφονίες, παρότι διαφέρουν ως προς τον τρόπο εκτέλεσης, έχουν κάτι κοινό: καταφέρονται ενάντια στο υφιστάμενο πανεπιστημιακό σύστημα και κάνουν λόγο και για «εσχάτη προδοσία».
Οι διαφορές ή οι αναλογίες ανάμεσα στις τρομοκρατικές ομάδες, τους τραμπούκους, τις διάφορες συμμορίες κ.λπ. αναλύονται σε διάφορα σημεία του βιβλίου, κάτι που βοηθάει τον Χαρίτο να αρχίσει να ξετυλίγει τον μίτο της εξιχνίασης των εγκλημάτων.
Ενδιαφέρον έχει, επίσης, το απόσπασμα που προέρχεται από εκπρόσωπο της παλιάς σχολής για τη διαφορά πνευματικού ανθρώπου και διανοούμενου.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι ακούει τον συγγραφέα Μάρκαρη μέσα από τα λόγια του «παλιού» αυτού ανθρώπου των γραμμάτων: «Στις μέρες μας δεν υπάρχουν πια πνευματικοί άνθρωποι. Υπάρχουν διανοούμενοι (...). Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι άνθρωποι της βιβλιοθήκης, της μελέτης και του επιστημονικού έργου. Οι διανοούμενοι είναι ειδικοί περί τα γενικά και επί παντός επιστητού. Οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν γνώση, οι διανοούμενοι έχουν άποψη που τους αρέσει να διατυπώνουν με την κάθε ευκαιρία. Η διατύπωση της άποψης είναι συνυφασμένη με δύο χαρακτηριστικά τα οποία έχουν σεξουαλικές καταβολές (...).
Η πρώτη είναι η λαγνεία της ανάλυσης. Αναλύουν τα πάντα. Πάσχουν από μια ασθένεια που δεν έχει βρει ακόμα τη θεραπεία της: την αναλυσιολαγνεία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η υψηλή τέχνη της αυτοακροάσεως. Ακούν τον εαυτό τους να μιλάει και ηδονίζεται».
Κατά τα άλλα, ο Χαρίτος κινείται στις απόλυτες μικροαστικές τάξεις του δικού του κόσμου, της κουζίνας του, όπου βοηθάει τη γυναίκα του, γίνεται ένας καθ' όλα κανονικός άνθρωπος που διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας με το παλιό του Seat και συμπαρασύρεται σε κοινά τραπέζια με τρεις συνταξιούχες –δύο γεροντοκόρες και μία χήρα– τις οποίες γνώρισε μαζί με τη γυναίκα του σε εκδρομή στα Ζαγοροχώρια. Αυτές οι άσχετες μεταξύ τους διαδρομές και συνευρέσεις ενδεχομένως να έχουν σχέση με το αφήγημα, όπως συμβαίνει με τις ενδιαφέρουσες ιστορίες, δίνοντας μια απρόοπτη διάσταση στη λύση του γρίφου των φονικών.
Info:
Πέτρος Μάρκαρης, Σεμινάρια φονικής γραφής
Εκδόσεις Γαβριηλίδης