Ντέιβιντ Μάμετ: Σικάγο
Το αιματοβαμμένο Σικάγο του Αμερικανού συγγραφέα φιλοξενεί κάθε λογής αδίστακτους φονιάδες και μυθιστορηματικούς ρεπόρτερ
«Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος» είπε. «Πόλεμος στον αέρα, πόλεμος στο έδαφος. Αγάπη στα χαρακώματα και λάσπη στο Παρίσι»: ιδού μια πρόταση που ορίζει τον καταιγιστικό τρόπο μιας γραφής που μοιάζει, τουλάχιστον, με οπλοπολυβόλο. Ή με μια ασθματική διατύπωση που προέρχεται από τη βαθιά γνώση του περιθωρίου και των υψηλών πνευματικών προεκτάσεων. Γιατί πώς αλλιώς να περιγράψεις το αστείρευτο ταλέντο του Ντέιβιντ Μάμετ;
Εν προκειμένω, μιλάμε για την ολική του επαναφορά με ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα κατευθείαν βγαλμένο από τα νοτισμένα από την υγρασία και τον καπνό ματωμένα σύμπαντα του Σικάγου, γενέθλιας πόλης του συγγραφέα, της δεκαετίας του '20. Μαφιόζοι, πόρνες, δημοσιογράφοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί και ό,τι άλλο μπορεί να θυμίσει το σκηνικό των Αδιάφθορων, την ταινία σε σενάριο του ίδιου του Μάμετ, περνούν από το νέο, απολαυστικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Σικάγο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, άρτια μεταφρασμένο από τον συγγραφέα Νίκο Μάντη.
Η υποσημείωση της μετάφρασης αφορά τόσο τη ζόρικη στην απόδοση αργκό όσο και το κοφτό, γεμάτο ιδιωματισμούς γλωσσικό ιδίωμα, γνωστό ως Mamet speak, προφανώς μια οικογενειακή επιρροή από τον Χάρολντ Πίντερ.
Κλείνοντας το βιβλίο, θαρρείς πως έχεις ζωντανές τις εικόνες μπροστά σου, ενώ νιώθεις τη βαθιά ανάγκη να βάλεις άλλο ένα ουίσκι στο άδειο ποτήρι σου. Αν δεν σε παρασύρουν η γραφή και ο Μάμετ, τότε ποιοι;
Γνωστός πρωτίστως ως θεατράνθρωπος, ο Ντέιβιντ Μάμετ έχει αγαπηθεί, ειδικά στη χώρα μας, για τα κοινωνικά, ευαίσθητα θεατρικά του, όπως ο Αμερικανικός Βούβαλος ή η Ολεάνα, ενώ έχει τιμηθεί με Πούλιντζερ για τα Οικόπεδα με θέα.
Έχει γράψει σενάρια και σκηνοθετήσει γνωστές ταινίες όπως το House of Games (Η λέσχη της απάτης), το State and Main, το Heist (Το κόλπο) κ.ά. Αν, ωστόσο, θέλει κανείς να καταλάβει την πολύπλευρη ιδιοσυγκρασία του και το υψιπετές, κριτικό πνεύμα του που κομματιάζει περίτεχνα την αμερικανική κοινωνία και τον συντηρητισμό, αρκεί να διαβάσει τις υπέροχες συλλογές δοκιμίων του Writing in Restaurants και το Some Freaks. Άλλωστε, ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι ένας αποσυνάγωγος, περίπου σαν τον Μάικ Χοτζ, τον απροσάρμοστο δημοσιογράφο ήρωά του στο Σικάγο, ο οποίος φέρνει εμμονικά στον νου, σαν άλλος Εξιπερί, τις πτήσεις του από τότε που υπηρετούσε στο μέτωπο, ενώ φροντίζει να κρύβει κάτω από αμέτρητα ποτήρια ουίσκι τις βαθιές του ευαισθησίες.
Όχι τυχαία, ανάμεσα σε όλη αυτή την παρέλαση από παρανόμους και δολοφόνους, ο Χοτζ ερωτεύεται, ενάντια σε κάθε κανόνα και γνωρίζοντας ότι μπορεί να βρεθεί νεκρός από τους συγγενείς της, την Άνι, τη νεαρή Ιρλανδή με τη διάφανη επιδερμίδα και την παρθένα ομορφιά. Τελικά, νεκρή καταλήγει, και μάλιστα μπροστά του, η Άνι κι έτσι, ανάμεσα στα άλλα βάσανα και το πένθος του, περιμένει από την «αλκοολούχα λογική» του, όπως την αποκαλεί, να του υπαγορεύσει ποιος είναι ο φονιάς.
Σημειωτέον πως υπάρχουν κι άλλοι ανεξιχνίαστοι φόνοι, όπως αυτοί των Τζέικομπ Ουάις και Μόρις Τεϊτελμπάουμ, οι οποίοι διηύθυναν το κλαμπ Μεζόν Μονμάρτ, το οποίο ανήκε στον αρχιμαφιόζο Ο'Μπάνιον, το αντίπαλο δέος του Αλ Καπόνε – οι δυο τους κουμάνταραν τις δυο πλευρές της πόλης. Κάπου εκεί υπάρχει και ένα πορνείο με τις μυθιστορηματικές ενοίκους, τη διαβόητη τσατσά Πικαμπού και τον κλασικό πιανίστα να παίζει το «Frivolous Sal», δίνοντας τον τόνο σε ένα βιβλίο γεμάτο ανεξιχνίαστους φόνους και κρυμμένα μυστικά.
Τελικά, σε αυτόν τον ατελείωτο κύκλο του αίματος νικητής βγαίνει τελικά το ίδιο το Σικάγο, στο οποίο θαρρείς πως είναι αφιερωμένο το βιβλίο: «Στην ονειροπόλησή του ήταν πάντα χειμώνας. Η θλίψη του δεν κατέφευγε στις αληθινές αναμνήσεις ενός μπάνιου στην Ακτή Ρέινμποου ή σε φθινοπωρινές βόλτες πλάι στη λίμνη, στην προκυμαία της λεωφόρου Νορθ, όπου, σαν όλους τους άλλους, σταματούσαν να κοιτάξουν την πόλη από μακριά, τώρα που έμοιαζε όμορφη».
Κλείνοντας το βιβλίο, θαρρείς πως έχεις ζωντανές τις εικόνες μπροστά σου, ενώ νιώθεις τη βαθιά ανάγκη να βάλεις άλλο ένα ουίσκι στο άδειο ποτήρι σου. Αν δεν σε παρασύρουν η γραφή και ο Μάμετ, τότε ποιοι;