ΟΣΙΠ ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΡΜΕΝΙΑ
Αβυσσαλέο και ξεγυμνωτικά φυσικό, το «Ταξίδι στην Αρμενία» του Όσιπ Μάντελσταμ προσφέρει στον αναγνώστη μια πρωτόγνωρη συνάντηση της ποίησης με την αρχιτεκτονική, τη βιολογία, την επαναστατική συνείδηση και τη γεωγραφία, πάνω στον τρυφερό αλλά και επονείδιστο χάρτη της Αρμενίας.
- Θέλω να ζήσω στηνπροστακτική μετοχή του μέλλοντος, στηνπαθητική φωνή - στο «θα έπρεπε ναείναι». Έτσι αναπνέω. Έτσι μου αρέσει.Υπάρχει εκεί μια ιππευτική, μια έφιππηληστρική υπόληψη. Να γιατί μου αρέσειτο περίφημο λατινικό «γερουνδιακό»,αυτό το έφιππο ρήμα.
Το Ταξίδι στην Αρμενίατου Όσιπ Εμίλιεβιτς Μάντελσταμ, τουσπουδαίου και τυραννισμένου Ρώσουποιητή με το άδοξο τέλος και τη βραδυφλεγήαλλά θορυβώδη αναγνώριση από τη Δυτικήδιανόηση, αποτελεί ένα ακόμη από τασυγκλονιστικά ανένταχτα μα και ολικάβιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.Ταξιδιωτικό, ποιητικό, λογοτεχνικό,αυτοβιογραφικό, πολιτικά στοχαστικό,το ολιγοσέλιδο αποτέλεσμα της περιήγησηςτου Μάντλεσταμ στην Αρμενία αρπάζειαπρόσμενα τον αναγνώστη. Διαβάζονταςτη μετάφραση του Γιώργου Χαβουτζά, πουνυχοπατώντας μετέγραψε στα ελληνικάτο κείμενο του σπουδαίου Ρώσου χωρίςνα ρίξει κάτω ούτε ένα κόκκο σκόνης απότις λέξεις, όχι μόνο δεν χάνεις τίποτααπό το κουκούτσι του κειμένου αλλάανακαλύπτεις πίσω από τα τοπία τηςΑρμενίας την ιδεολογική και συναισθηματικήτοπογραφία του Μάντελσταμ. Το Ταξίδιστην Αρμενία, που κυκλοφορεί από τιςεκδόσεις Ίνδικτος, πλαισιώνει ιδανικάτο ολιγοσέλιδο αφήγημα με επιστολές,εκτενή πρόλογο του μεταφραστή καιαναλυτικές ερμηνευτικές σημειώσεις.
Πέρα από τησημαντική λογοτεχνική του αξία, τοΤαξίδι στην Αρμενία είναι ξεχωριστόγιατί έστρεψε ξανά τον Μάντελσταμ στηνποίηση, μετά από μια παρατεταμένη σιγήπέντε ετών, αν και όταν εκδόθηκε γιαπρώτη φορά το 1933 στο περιοδικό «Ζβεζντά»χαρακτηρίστηκε «πεζογράφημα ενόςλακέ». Ταξιδεύοντας στην Αρμενία στοπλαίσιο μιας «κομαντιρόφκα»,δηλαδή μιας οργανωμένης περιήγησηςεργασίας που πραγματοποιούσαν εκείνητην εποχή Ρώσοι συγγραφείς με την εντολήνα γράψουν εγκωμιαστικά σχόλια για τηνπρόοδο της τεχνολογίας, ένιωσε πάλι τηλυτρωτική ενόχληση του ποιητικούαιτήματος. Αντιστεκόμενος στη γελοιότητατης εντεταλμένης γραφής περί τεχνολογίας,ο Μάντελσταμ παγίωσε την κυριαρχία τηςαρχιτεκτονικής στον τρόπο σκέψης καιγραφής του: «Χάιδευα τα κουκουνάρια.Αυτά ανατρίχιαζαν. Με έπειθαν. Στηνκελυφώδη τους τρυφερότητα, στη γεωμετρικήτους αφηρημάδα και ανεμελιά, αισθανόμουντις αρχές της αρχιτεκτονικής, τον δαίμοναπου με ακολουθούσε όλη μου τη ζωή».
Προσεγγίζονταςτο βιβλίο, ακολουθεί κανείς πιστά τιςοδηγίες του Μπρους Τσάτγουιν (ο οποίοςταξιδεύοντας στην Παταγονία είχε στηντσάντα του το Ταξίδι στην Αρμενία καιτο Στον καιρό μας του Χέμινγουεϊ): «Τομεγαλύτερο μέρος του κειμένου είναιαυτοεπεξηγηματικό. Το περισσότερο πουμπορεί να κάνει κάποιος είναι ναπαρακαλέσει τον αναγνώστη να προσέξεικάθε γραμμή». Στις σημειώσεις του, οίδιος ο Μάντελσταμ σημείωνε ότι «ηπεζογραφική αφήγηση δεν είναι τίποτεάλλο παρά ένα διακεκομμένο σημάδι τουσυνεχούς. Η αδιάλειπτη περιγραφή είναιαδύνατον να επιτευχθεί. Αυτό που έχεισημασία για την πρόζα είναι το περιεχόμενοκαι ο τόπος, και όχι το περιεχόμενο-μορφή».Όπου ο τόπος, είναι μια έννοια πέρα απότη γεωγραφία και αφορά πρωτίστως τηγλώσσα και τη βιολογία. Γράφει ο Μάντλεσταμστην επιστολή του προς τη ΜαριέταΣεργκέγιεβνα Σαχινιάν: «Αντιμετέθεσατη σκακιέρα από το λογοτεχνικό πεδίοστο βιολογικό, ώστε το παιχνίδι να γίνειεντιμότερο». Στο ταξίδι του στηνΑρμενία ο Μάντελσταμ γνώρισε τον βιολόγονεολαμαρκιστή Μπ. Σ. Κούζιν, ο οποίοςδιεύρυνε και επικύρωσε το ενδιαφέροντου Ρώσου ποιητή για τη βιολογία καιτις επιστήμες της φύσης - αυτό το πλατύξέφωτο στη ζωή του που τον έκανε ναυιοθετήσει το πρόσταγμα «εμπρός! ΑuxAmes! Aςξεπλυθούμε από την ατίμωση της εξέλιξης».
Η Αρμενίαήταν ένα λογοτεχνικό άλλοθι για νακοινωνήσει ο Μάντελσταμ την αλήθειατου, γράφει ο Γιώργος Χαβουτζάς. Καιόμως, αυτή η πυκνή συνάντηση βιολογίας,φιλοσοφίας, ιστορίας, ζωγραφικής,ποίησης, ορυκτολογίας, γεωγραφίας, δενστερείται ούτε ένα κόμμα ποιητικήςάρθρωσης. Ο Μάντελσταμ μοιάζει να κάνειασκήσεις ποίησης πάνω στο νόμο τηςδιατήρησης της ύλης, όπως σημείωνε ηΙωάννα Σαββίδου. «Ποιος Μπαχ καιποιος Μότσαρτ συνθέτει παραλλαγές στοθέμα του φύλλου του νεροκάρδαμου; Στοτέλος έλαμψε η φράση: "Hσυμπαντική ταχύτητα του νεροκάρδαμουπου εκρήγνυται"» γράφει ο ΌσιπΜάντελσταμ στην ενότητα Μόσχα, ένακεφάλαιο-παρένθεση, που κατά τον Τσάτγουινεπέτρεψε στον ποιητή να συγκρίνει τηνκαρπουζένια κενότητα της Ρωσίας με τηνπληρότητα της ζωής των Αρμενίων, τηντραχιά τους τρυφερότητα και την εξαιρετικήοικειότητα με τον κόσμο των πραγμάτων.
Η πληρότητααυτή δεν έχει σχέση μόνο με τηναρχιτεκτονική «πρώτη σύγκρουση τηςαισθητικής μορφής με την ύλη τηςαρχαιοαρμενικής αρχιτεκτονικής... Ταδόντια της όρασης θρυμματίζονται καισπάζουν όταν κοιτάζεις για πρώτη φοράτις αρμένικες εκκλησίες». Ο Μάντελσταμγεύεται δανεικά την πληρότητα και στηνίδια τη γλώσσα. «Ένιωσα χαρά προφέρονταςήχους απαγορευμένους για τα ρωσικάχείλη, ήχους μυστικούς, κολασμένους καιίσως ακόμα σ' ένα πιο βαθύ επίπεδοεπονείδιστους. Ήταν ένα ανούσιο βραστόνερό σ' ένα τενεκεδένιο τσαγιερό καιξαφνικά έριξαν μέσα του μια πρέζαυπέροχου μαύρου τσαγιού. Έτσι αισθάνθηκαμε την αρμένικη γλώσσα». Αλλά και «οιάνθρωποι αυτοί κουδουνίζουν τα κλειδιάτης γλώσσας ακόμα και στην περίπτωσηπου δεν ξεκλειδώνουν κανέναν θησαυρό».
Ο ΌσιπΜάντελσταμ μεταδίδει την έλξη τουβλέμματός του προς το τοπίο της Αρμενίαςκαι ταυτόχρονα διατυπώνει ξεκάθαρα σεαυτό το ολιγοσέλιδο αφήγημα τις δυνάμειςπου τον έχουν καταλάβει, κάνοντας μέθεξητην ανάγνωση του βιβλίου από τις εκδόσειςΊνδικτος. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσήτου, κρατώ μια αποστροφή από την επιστολήτου στη Σαχινιάν: «Ποιος είμαι εγώ;Ένας φανταστικός εχθρός της πραγματικότητας,ένας φανταστικός εχθρός της πραγματικότητας,ένας φανταστικός εξωμότης. Μπορώ ναφυσήξω στο γάλα, αλλά να φυσήξω στηνίδια την ύπαρξη είναι κάπως γελοίο».