ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ: μ.Χ.
Στο νέο του βιβλίο μ.Χ. ο Βασίλης Αλεξάκης αγγίζει τα ιερά και τα όσια της φυλής. Τολμά να πλησιάσει ένα μέγιστο ελληνικό ταμπού και να μιλήσει θαρραλέα για το «Άγιο Όρος», και κυρίως να επισημάνει το συστηματικό διασυρμό του ελληνισμού και της αρχαίας σκέψης από την Εκκλησία.
Στομ.Χ. ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκηςαγγίζει τα ιερά και τα όσια της φυλής.Τολμά να πλησιάσει ένα μέγιστο ελληνικόταμπού και να μιλήσει θαρραλέα για τηνιστορία του «Αγίου Όρους», το βίοκαι την πολιτεία των μοναχών, αλλά κυρίωςνα επισημάνει το συστηματικό διασυρμότου ελληνισμού και της αρχαίας σκέψηςαπό την Εκκλησία.
Μηφανταστείτε ότι ο καλός συγγραφέαςακολουθεί τον εύκολο δρόμο, του λίβελου,της καταγγελίας και των αποκαλύψεων.Ακόμα κι αν διαβάσετε ότι οι σύγχρονοιμοναχοί αφιερώνουν περισσότερο χρόνοστο διαδίκτυο παρά στην προσευχή. Καιαποκαλούν σκωπτικά μια από τις κρυμμένεςκεραίες κινητής τηλεφωνίας στον Άθω«Παναγία η Παναφονίττισσα».
Τομ.Χ. -βραβευμένο πρόσφατα με το ΜεγάλοΒραβείο Μυθιστορήματος της ΓαλλικήςΑκαδημίας- δεν γράφτηκε για να αποκαθηλώσειτο χριστιανισμό ή για να φανερώσει ταπιθανά σκάνδαλα των σεπτών και ταπεινώνεκπροσώπων του Θεού επί της αθωνικήςγης. Ζωηρεύει όμως έναν ουσιαστικόδιάλογο για τη «φύση» τουχριστιανισμού και την ιδιόμορφη πολιτείατου Αγίου Όρους. Ζητήματα, δηλαδή, πουη Εκκλησία, η ελληνική πολιτεία και ηπλειοψηφία των Ελλήνων αντιμετωπίζουνσταθερά με την ευγλωττία της... σιωπής.
Τοθέμα του μ.Χ., όπως το συνοψίζει οσυγγραφέας του, είναι το κενό 13 αιώνωνπνευματικής γραφής από τον 5ο αιώνα,όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τη ΣχολήΦιλοσοφίας της Αθήνας μέχρι την επανάστασητου ‘21. Βασικός ήρωας του βιβλίου τουείναι ένας 24χρονος φοιτητής από τηνΤήνο που αγαπά τους προσωκρατικούςφιλοσόφους. Η Ναυσικά, η πλούσια ηλικιωμένηκυρία που τον φιλοξενεί στην Αθήνα, τουζητάει κάποια στιγμή να βρει τον χαμένοαδελφό της που έχει γίνει μοναχός στοΆγιο Όρος. Η έρευνα του νεοφώτιστουιστορικού θα φέρει τελικά στο φως δεκάδεςπραγματικές και εν πολλοίς άγνωστεςπληροφορίες για το Άγιο Όρος.
Μαζίμε το νεαρό φοιτητή, ο αναγνώστης μπορεί,αρχικά, να περιηγηθεί νοερά στονπροχριστιανικό Άθω, όταν στο ψηλότεροσημείο του ορθωνόταν ένα άγαλμα του Δίακαι να νιώσει το μένος των πρώτων μοναχώνπου χρησιμοποίησαν τους αρχαίους ναούςτης περιοχής ως οικοδομικό υλικό γιανα χτίσουν τα πελώρια συγκροτήματάτους.
Ηιδέα της καταστροφής, του αφανισμού καιτης διαστρέβλωσης του αρχαίου κόσμουαπό το χριστιανισμό διατρέχει, άλλωστε,ολόκληρο το βιβλίο. Ο συγγραφέας, σεαντίθεση με αρκετούς Έλληνες διανοούμενους,δεν έχει καμία διάθεση να αναγνωρίσειστο μοναχικό βίο της αθωνικής πολιτείαςκάποια πνευματική διάσταση. Το ΆγιοΌρος αποκτά σιγά-σιγά στο βιβλίο τηνεικόνα μιας αυτόνομης, πανίσχυρηςεξουσιαστικής μηχανής με αυστηρούςκανόνες, «χρυσούς συμβιβασμούς»και μοναδικά προνόμια.
Όσογια την ευρέως διαδεδομένη σύνδεση τουαρχαίου κόσμου με το Βυζάντιο, ο Αλεξάκηςμάλλον καγχάζει. Αφού γνωρίζει, όπωςτονίζει και σε πρόσφατες συνεντεύξειςτου («Ελευθεροτυπία» 23/12/07), ότι το«Βυζάντιο ήταν ένα θεοκρατικό κράτος,μια δικτατορία στην οποία το ελληνικόστοιχείο ήταν πάρα πολύ αδύναμο καισχεδόν ανύπαρκτο επί αιώνες».