ΜΑΡΤΙΝ ΜΕΕ: Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Το αληθινό νόημα της ευτυχίας αναζητά η Μαρτίν Μεέ, ανατρέχοντας κυρίως σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπου η ευδαιμονία δεν είχε σχέση με το κέρδος αλλά με την πίστη στον άνθρωπο.
Αρκεί να ρίξεις μια ματιά γύρω σου για να διαπιστώσεις πόσο γελοία είναιστις μέρες μας η αγωνιώδης αναζήτηση της ευτυχίας. Η ευζωία, η επίτευξη τηςευδαιμονίας συνδέονται βλακωδώς με την επάρκεια αγαθών, την οικονομικήευμάρεια, την πόζα και τον εκτροχιασμένο καταναλωτισμό. Επιπλέον, σε μια εποχήάκρατου ατομικισμού η αναζήτηση της ευτυχίας προβάλλεται ως αυστηρά προσωπικήυπόθεση, υπέρτατο στοίχημα του ατόμου με τον εαυτό του. Παρά την υποστήριξηόμως που το θεοποιημένο άτομο δέχεται από στρατιές ειδικών (ψυχολόγοι, trainers, πλαστικοί χειρουργοί κ.ο.κ.), η συνάντηση με την ευτυχία μετατίθεται αενάως, σανβασανιστική υπόσχεση, στο μέλλον.
Πρώτα απ' όλα να επισημάνουμε ότι ηευτυχία δεν υπήρξε ποτέ ούτε εύκολη ούτε μόνιμη κατάσταση στη ζωή των ανθρώπων,αφού πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος του απρόοπτου, της αποτυχίας, της αδικίας ήτης οδύνης. Η Γαλλίδα συγγραφέας και διδάκτωρ Φιλοσοφίας Μαρτίν Μεέ στο βιβλίοτης Η επινόηση της ευτυχίας επιστρέφει στους Έλληνες και ειδικότερα στουςΑθηναίους του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα για να μπορέσει νακατανοήσει τη φύση αυτής της αναζήτησης.
Οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής έθεσαν, άλλωστε,πρώτοι το φιλοσοφικό ερώτημα: «Τι σημαίνει είμαι ευτυχισμένος;» Η Μεέ δεν φιλοδοξεί νασυντάξει κάποιο εγχειρίδιο ευζωίας. Απλώς θεωρεί ότι είναι υποχρέωση των Ευρωπαίων, εκείνων, δηλαδή, που δέχτηκαν τα δώρα του πολιτισμού της μακρινήςΕλλάδας, να αναλογιστούν ξανά τη σημασία της ευτυχίας: την εντυπωσιακήισορροπία ανάμεσα στη «φροντίδα της ψυχής» και τον «υπολογισμό τηςπραγματικότητας», ισορροπία εντέλει που προσδιόρισε το «ελληνικό θαύμα».
Συνοδοιπόροι στο ταξίδι της στο παρελθόν είναιμέσα από τα κείμενά τους ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας, αλλά και αρκετοί σύγχρονοιδιανοούμενοι όπως οι: Χάνα Άρεντ, Ζακλίν ντε Ρομιγύ, Ζορζ Μπερναντός, Ρόμπερτ Μούζιλ, ΓιανΠάτοτσκα, Μίλαν Κούντερα κ.ά.
ΗΜαρτίν Μεέ προσδιορίζει αρχικά ως κρίσιμο πέρασμα του ανθρώπου προς την ευτυχίατη στιγμή που η άσκηση της ψυχής, η ενέργεια της φαντασίας, η παιδεία («ηευδαιμονία δεν είναι ένα παθητικό βίωμα αλλά συνδεδεμένη με τις πράξεις πουεπιτελούμε ή όχι») και η φρόνηση ως τέχνη του ζην ωθούν τον άνθρωπο να γίνεικάτι παραπάνω από ένα πλάσμα δέσμιο των βιολογικών του αναγκών, ικανό ναπροσδώσει, κατά κάποιον τρόπο, στην καθημερινότητα και στο παρόν μια θεϊκή υπόσταση. Για να επικεντρωθεί στη συνέχεια στονιδιόμορφο ανθρωπισμό των Ελλήνων και στη σύνδεση της πολιτικής με την ευτυχία.Κυρίως στην αντίληψη για μια ευτυχία ανέφικτη έξω από τη ζωή στην πόλη: Ο πολίτηςβίωνε την ευδαιμονία που πηγάζει από το σεβασμό απέναντι στο νόμο που θέσπιζεμαζί με τους άλλους.
Τέλος, μαςκαλεί να συνομιλήσουμε ξανά με το αθηναϊκό παράδειγμα, με τη βαθύτητα ενόςκόσμου πνευματικού, σύμφωνου με το ανθρώπινο μέτρο, πριν μας υπενθυμίσει τονμοιραίο χαρακτήρα της ατομικής ζωής και την πεποίθηση «ότι δεν υπάρχειπραγματική ευτυχία δίχως πίστη στην κοινή δύναμη των ανθρώπων».