ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΕΪΣΟΝ: ΤΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΑ
Ο τριαντάρης golden boy της βρετανικής λογοτεχνίας Ρίτσαρντ Μέισον γράφει για την πατρίδα του, τη Νότια Αφρική, και την κτηνωδία που έζησε η προγιαγιά του σε ένα από τα πιο φρέσκα και ταυτόχρονα πολιτικοποιημένα μυθιστορήματα της σεζόν.
Ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Μέισον αναζητούσε μια ιστορία, ανάλογη με αυτήν που διαδραματίζεται στο Ιράκ. Η σύγκριση με την Κορέα και το Βιετνάμ δεν θα ήταν η σωστή, η αληθινή αναλογία γι' αυτόν εντοπίζεται μόνο στη νότια Αφρική του 1900. «Τότε η υπερδύναμη του κόσμου εισέβαλε σε ένα έθνος εξαιρετικά πλούσιο σε πηγές πρώτων υλών, στο όνομα της δημοκρατίας, αλλά με μια ατζέντα που δεν είχε καμία σχέση με τη δημοκρατία» δήλωσε σε συνέντευξή του στον «Observer». Πατώντας ταυτόχρονα στο γεγονός ότι κατάγεται από τη νότια Αφρική, έγραψε το μυθιστόρημα Τα φωτισμένα δωμάτια (εκδ. Ψυχογιός) και το αφιέρωσε στην αγαπημένη του προγιαγιά, που έζησε τα παιδικά της χρόνια σε ένα αγγλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς.
Στα Φωτισμένα Δωμάτια, η ανεξάρτητη και δυναμική Ελοϊζ Μακ Άλιστερ έχει μόνη έγνοια τη μητέρα της Τζόαν, μια ταλαντούχα πιανίστρια καταβεβλημένη. Λίγο πριν μπει σε οίκο ευγηρίας, ταξιδεύει με την κόρη της στη νότια Αφρική και βλέπει τις αναμνήσεις του παρελθόντος να ξεπηδούν, που είναι κυρίως οδυνηρές από τον πόλεμο των Μπόερς. Ο Μέισον είναι ένας μάλλον ευλογημένος λογοτέχνης: νέος, όμορφος, ήδη βραβευμένος. Και ο ίδιος ομολογεί ότι ο θεός τού έδωσε όλα αυτά για τα οποία προσευχόταν όταν ήταν παιδί! Τυχερός ή απλά έξυπνος, όπως ο Κλοντ στο βιβλίο, που «ξύπνησε τουρτουρίζοντας πάνω στα κρύα πλακάκια. Και καθώς το όνειρό του τον εγκατέλειπε, είδε με συντριπτική διαύγεια το λάθος που είχε κάνει. Δεν χρειαζόταν εξαναγκασμός. Χρειαζόταν ξελόγιασμα».