Xένρι Tζέϊμς: Οι Βοστονέζες
Το πιο αμερικανικό μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς είναι ίσως και το πιο κλασικό του, αποδεικνύοντας τη δύναμη του ύφους και την ένταση των παθών.
Τα υψηλά ιδεώδη που έμεναν κρυμμένα στις υγρές γωνιές του αμερικανικού Νότου είχαν ποτίσει για πάντα τις σελίδες του Χένρι Τζέιμς: το βλέπει κανείς στη βαθιά περιφρόνηση για την ελαφρότητα των κινημάτων του Βορρά, στον τρόπο που επανερχόταν συγγραφικά διαρκώς στα ανθρώπινα πάθη, στο ότι δεν αποδέχτηκε ποτέ τον υποτιθέμενο αέρα της προόδου που φυσούσε πάνω από την Ευρώπη. Όχι ότι δεν ήταν μοντερνιστής – κάθε άλλο, αφού κάθε προσπάθεια χάραξης της φράσης του αφήνει ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα και ευνοεί το σαράκι της αμφιβολίας. Αλλά στον πόλεμο των ιδεών, που παραμένει έντονος ακόμα και στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο Αμερικανός συγγραφέας είναι με την πλευρά του κλασικού, του σταθερού και του ρομαντικού (η λέξη «ιπποσύνη» διατρέχει ως λάιτ μοτίφ τις περισσότερες σελίδες του). Ο ρομαντισμός του, τιθασευμένος από τον άγριο ρεαλισμό της εξωτερικής παρατήρησης, είναι η σταθερά πάνω στην οποία θα στήσει αριστοτεχνικά το οικοδόμημά του: θαρρείς πως οι Βοστονέζες του είναι ένα βιβλίο για την ιστορία των ιδεών, ένα πολιτικό δοκίμιο πάνω στον χαρακτήρα της ανθρώπινη φύσης. Με τη μόνη διαφορά ότι ο Τζέιμς παραείναι καλός λογοτέχνης για να αφήσει τους χαρακτήρες του παραδομένους στην ευκολία των ιδεολογικών συγκρούσεων. Ενδεχομένως, αν δεν ήταν τόσο αριστοτεχνικός στις περιγραφές του –τις οποίες περιτριγυρίζει, τις ανοίγει και τις αφήνει ανοιχτές σε συμπεράσματα–, να έγραφε το πλέον προβλέψιμο βιβλίο για την αιώνια διαμάχη ανάμεσα στον προοδευτισμό και τη συντήρηση. Εκεί, όμως, που οι φιλοσοφικές συζητήσεις περί ελευθερίας και ηθικής μοιάζουν να ξεφτίζουν σε φαινομενικά γήινες αντιπαραθέσεις, ο Τζέιμς αναδεικνύει τoυς περίτεχνους μαιάνδρους ενός άρτιου μυθιστορήματος, καταθέτοντας ολοκληρωμένους χαρακτήρες και ανεξάντλητες εσωτερικές αναδιπλώσεις. Κάπως έτσι προέκυψαν και οι Βοστονέζες, σε εξαιρετική μετάφραση, πρόλογο και σημειώσεις του Μιχάλη Μακρόπουλου από τη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg, και είναι παράδοξο πώς ένα τόσο πολιτικό βιβλίο έχει ως άξονα ένα ερωτικό τρίγωνο. Μήπως, όμως, αυτή δεν είναι,τελικά, η ουσία της ανθρώπινης φύσης;
Η ιστορία είναι φαινομενικά απλή, αλλά συνάμα ακραία και πολύπλοκη: ο Μπέιζιλ Ράνσομ, ένας γοητευτικός αλλά συντηρητικών αντιλήψεων δικηγόρος που πολέμησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο, επισκέπτεται την ξαδέλφη του Όλιβ Τσάνσελορ, εκπρόσωπο της καλής αστικής τάξης της Βοστόνης και φανατική φεμινίστρια. Αφορμή της επίσκεψης μια διάλεξη περί γυναικείας χειραφέτησης με απρόσμενη ομιλήτρια τη νεαρή Βερίνα Τάραντ που θα γοητεύσει τον επισκέπτη και θα μείνει βαθιά στη μνήμη του. Ο Μπέιζιλ θα επιστρέψει στην πόλη διαμονής του, τη Νέα Υόρκη, και στις καθημερινές ενασχολήσεις, ενώ οι δύο γυναίκες, η αστή και μεγαλύτερη σε ηλικία Όλιβ και η μικρότερη και ταπεινής καταγωγής Βερίνα, θα αναπτύξουν μια στενή φιλία στα καλά σαλόνια της Βοστόνης. Εξαιτίας της Όλιβ, πολύ σύντομα οι πλείστοι διεκδικητές της Βερίνα θα μείνουν στο περιθώριο, με μοναδική εξαίρεση τον γοητευτικό Μπέιζιλ. Η εμμονή της Όλιβ με τη μικρή προστατευόμενή της δεν θα αργήσει να έρθει σε σύγκρουση με το ενδιαφέρον του Μπέιζιλ και ένα παράδοξο τρίγωνο θα αναπτυχθεί, με άγνωστη κατάληξη. Αναμοχλεύοντας, ωστόσο, τους άξονες στους οποίους εδράζεται η γεωμετρική τάξη αυτού του τριγώνου –απόλυτα μελετημένη ως προς τα όρια και τη θεατρικότητά της–, καταλαβαίνει κανείς πως ο κάθε χαρακτήρας ορίζει ένα καλομελετημένο πεδίο που αναπτύσσεται γύρω του: η αγέρωχη αλλά και επιτηδευμένη Όλιβ ενσαρκώνει ταυτόχρονα τον προοδευτισμό και την ψευδεπίγραφη αναθεώρηση των αξιών, ο Μπέιζιλ τη στέρεη ηθική τάξη του Νότου και την ευγένεια των τρόπων και η όμορφη, αυθόρμητη και αθώα Βερίνα την υπό διαμόρφωση ταυτότητα της ίδιας της αμερικανικής ηπείρου. Σάμπως, σε τελική ανάλυση, οι εκπρόσωποι των δύο κόσμων, η Όλιβ του Βορρά και ο Μπέιζιλ του Νότου, να διεκδικούν την αμερικανική ήπειρο, που εκπροσωπεί η Βερίνα, η οποία δείχνει να γοητεύεται –και πάλι όχι τυχαία– από την ορμητική Νέα Υόρκη. Οι τόποι παίζουν, άλλωστε, καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της αφήγησης, αρχής γενομένης από την ίδια τη Βοστόνη, που επιλέγεται ως κεντρικό πεδίο της ιδεολογικής μάχης και δίνει περιεχόμενο στον τίτλο, τον οποίο πολύ ορθά ο μεταφραστής Μακρόπουλος επιλέγει στη θηλυκή εκδοχή του.
Τίποτα δεν μένει όρθιο, πέρα από το σκηνικό πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται οι ρόλοι που μόνο η λογοτεχνία μπορεί με τέτοια ενάργεια να αποτυπώσει.
«Στη Βοστόνη τα μεταρρυθμιστικά κινήματα έθαλλαν – και πριν από τον Αμερικανικό Εμφύλιο, το κίνημα για την κατάργηση της δουλείας» μας γνωστοποιεί στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή του. Εκεί, επίσης, άνθησε ένα γυναικείο κίνημα που ήταν απόλυτα σύμφυτο με την ανατροπή και στόχο είχε όχι τόσο να θεμελιώσει αλλά να ξεχαρβαλώσει, στα μάτια του συγγραφέα, τον συνεκτικό ιστό του αμερικανικού ηρωικού σθένους. Με βαθιά απέχθεια προς την ελαφρότητα που επιδείκνυαν οι υποτελείς σε αυτές τις ιδέες και με έντονη τη μισανθρωπική διάθεση, ο Τζέιμς περιγράφει στο μυθιστόρημά του χαρακτήρες που έμελλαν να καταστρέψουν τον κόσμο των υψηλών ιδεών της αμερικανικής ηπείρου: τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο, την υποτιθέμενα φιλάνθρωπη γηραιά κυρία-χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της Βοστόνης, τον φιλόδοξο αγροίκο πατέρα της χαρισματικής κόρης. Σε πολλές περιπτώσεις οι ακριβείς περιγραφές θυμίζουν Μπαλζάκ, όπως και ο αφηγηματικός τρόπος. Και ίσως να ακούει κανείς τη φωνή του συγγραφέα όταν η πρωταγωνίστριά του Βερίνα αναφωνεί απαυδισμένη: «Φτώχεια, αμάθεια, έγκλημα: αρρώστιες, αχρειότητα και πόλεμοι! Πόλεμοι, πάντα, κι άλλοι πόλεμοι, όλο και πιο πολλοί. Αίμα, αίμα – κι ο κόσμος είναι πνιγμένος μέσα στο αίμα! Ν' αλληλοσκοτώνονται με κάθε λογής ακριβά και τελειοποιημένα όπλα, αυτό είναι το πιο λαμπρό πράγμα που μπορούν να επινοήσουν».
Ο πεσιμισμός που διαπερνά τις Βοστονέζες φαίνεται, άλλωστε, και στη μοναχικότητα και τα εσωτερικά αδιέξοδα των ηρώων. Η ενάργεια με την οποία ορίζονται οι υπαρξιακές συγκρούσεις αναδεικνύει τη λογοτεχνική δεινότητα του Τζέιμς, καθώς, ακόμα και στις πιο έντονες στιγμές τους, οι χαρακτήρες ταλανίζονται από τις αντιφάσεις τους. Κάποια στιγμή, ο ιδεολόγος Μπέιζιλ σκέφτεται ότι θα μπορούσε να παντρευτεί την κυρία Λούνα μόνο και μόνο από συμφέρον, ενώ η φεμινίστρια Όλιβ ομολογεί τις σαδιστικές τάσεις που απάδουν προς την αγνή αγάπη για την προστατευόμενή της. Ο ρομαντικός έρωτας κατακρημνίζεται από τερτίπια των ψεύτικων ιδεολογιών, ενώ οι ομοφυλοφιλικές υποδηλώσεις αποδομούν τον υποτιθέμενα αγνό χαρακτήρα της γυναικείας φιλίας: ο Τζέιμς μιλάει ειρωνικά για ιδιότυπους «γυναικείους γάμους» που συνηθίζονταν στη Βοστόνη και είχε και ο ίδιος προσωπική εμπειρία από την περίπτωση της αδελφής του. Τα πάντα θυσιάζονται στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ιδεαλισμού, με αποτέλεσμα οι πρωταγωνιστές να μένουν στο τέλος μόνοι, διαψευσμένοι από τα πάθη και τις προσδοκίες τους, και κενοί. Αυτός, άλλωστε, είναι ο χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης, που παραμένει ίδιος ανά τους αιώνες, ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τίποτα δεν μένει όρθιο, πέρα από το σκηνικό πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται οι ρόλοι που μόνο η λογοτεχνία μπορεί με τέτοια ενάργεια να αποτυπώσει. Η κυνική, σχεδόν βρετανική ειρωνεία με την οποία ο συγγραφέας περιγράφει τις ανθρώπινες αντιδράσεις ουσιαστικά είναι απόρροια της βαθιάς πεποίθησης πως το μόνο που σώζει τους βροτούς πρωταγωνιστές από την απελπισία είναι το ύφος, ούτε καν οι ιδέες. Αυτό είναι που στολίζει την ακροβασία των φράσεων, προσδίδει στο μυθιστόρημα πολυεπίπεδο χαρακτήρα και ανακουφίζει από το άλγος που δημιουργούν στην ψυχή τα κοινωνικά αδιέξοδα. Είναι αυτό που κάνει, εν τέλει, τη Βερίνα και τη λογοτεχνία τόσο ακαταμάχητες: «Το χάρισμά σας είναι το χάρισμα της έκφρασης και δεν θα μπορούσα να σας κάνω λιγότερο εκφραστική, ό,τι και αν σας έκανα. Δεν θα αναβρύζει μιαν ορισμένη ώρα και μέρα αλλά θα αρδεύει, θα λιπαίνει και θα στολίζει λαμπρά τη συζήτησή σας» λέει ο ερωτευμένος Μπέιζιλ και εν προκειμένω φαίνεται να το εννοεί. Παρότι τα συναισθήματα παραμένουν ευμετάβλητα, η δύναμη της μαγείας του λόγου είναι αναμφισβήτητη. Αυτή είναι που κατέχει ως ύψιστο μυστικό ο ίδιος ο Τζέιμς, επιβεβαιώνοντας περίτρανα όσα λέει γι' αυτόν ο σπουδαίος Κόνραντ στο σχετικό κείμενό του (που παρατίθεται ως επίμετρο στο τέλος του βιβλίου): «Όλη η δημιουργική τέχνη είναι μαγική, ζωντανεύει το ανίδωτο, με μορφές πειστικές, διαφωτιστικές, γνώριμες και αναπάντεχες συνάμα, διαπαιδαγωγώντας την ανθρωπότητα, που από τις συνθήκες της ύπαρξής της είναι καταδικασμένη να συλλογιέται μόνιμα τα πιο ασήμαντα ρεύματα της πραγματικότητας. Δράση ούσα, στην ουσία της, η δημιουργική τέχνη ενός πεζογράφου μπορεί να συγκριθεί με έργο διάσωσης που λαμβάνει χώρα στο σκοτάδι, ενάντια σε διασταυρούμενες σπιλιάδες που παρασέρνουν δώθε-κείθε ένα μεγάλο πλήθος». Για να καταλήξει πως «η δική του ανθρωπότητα είναι θαυμαστή» και διασώζεται ανά τους αιώνες από τη μόνη και βασική ιδέα, αυτή της ίδιας της λογοτεχνίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.