Σαν αεράκι που δροσίζει κλειστό για καιρό δωμάτιο ήταν αυτό το απρόσμενο «Διάλειμμα Χαράς στο φαράγγι του Λυκαβηττού». Η Άντζελα Δεληχάτσιου σκέφτηκε έναν περίπατο σε μια γωνιά απείραχτης φύσης μέσα στο κέντρο της πόλης, που καταλήγει, ελεύθερα και ‘οργανικά’ ως προς τη στιγμή (6.30 μ.μ) και το φυσικό περιβάλλον, σε μικρές δραματικές εικόνες που ερμηνεύουν η Κατερίνα Κλειτσιώτη, η Νατάσα Νταϊλιάνη, η Δήμητρα Σκέμπη και Δέσποινα Χατζηπαυλίδου.
Το δρομάκι που παίρνουμε για να φτάσουμε στο φαράγγι ξεκινά δίπλα στον χώρο στάθμευσης του θεάτρου του Λυκαβηττού -τι κρίμα να παραμένει αναξιοποίητο, καταδικασμένο από την έλλειψη χρημάτων και βούλησης κρατικών ή ιδιωτικών φορέων να οικοδομήσουν, επιτέλους, την «αχιβάδα» του Τάκη Ζενέτου… Η ολιγόλεπτη κάθοδος μέσα στα πεύκα και τις ελιές λειτουργεί άμεσα και λυτρωτικά: ο θόρυβος της πόλης εξαφανίζεται, ακούς τα πουλιά και τους ήχους των βημάτων στο χώμα, κοιτάς ψηλά και το θάμβος του γαλανού αττικού ουρανού καθαρίζει το βλέμμα.
Εδώ τέσσερις νεαρές γυναίκες ντυμένες στα άσπρα οδηγούν το βλέμμα μας στην κορυφογραμμή του φαραγγιού και με κουδούνες μας οδηγούν σ' ένα άνοιγμα. Θάμνοι και δέντρα, φυσικές μυρωδιές και ήχοι, ανακαλούν εκείνες τις γραμμές που έγραψε ο Έμερσον στο έξοχο «Η φύση».
Πήρα ανάσα και σκέφτηκα πόσο ακριβά πληρώνουμε την απομάκρυνση από τη φύση και την αφοσίωση στη μυθολογία του κλειστού χώρου (του γραφείου, της βιβλιοθήκης, του θεάτρου) ως προνομιακό χώρο των όμορφων και υψηλών της σκέψης και της τέχνης. Μου ’ρχονται στο νου εκείνοι οι στίχοι του Ελύτη:
Γεια σου θλίψη / καλημέρα θλίψη / έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας / είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους / οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο / έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία / τη διαβάζουμε και «βρίσκουμε τον εαυτό μας» / πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας / Α τε να χαθούμε / παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου
Αυτό ακριβώς! Όχι όμως εδώ, εδώ τέσσερις νεαρές γυναίκες ντυμένες στα άσπρα οδηγούν το βλέμμα μας στην κορυφογραμμή του φαραγγιού και με κουδούνες μας οδηγούν σ’ ένα άνοιγμα. Θάμνοι και δέντρα, φυσικές μυρωδιές και ήχοι, ανακαλούν εκείνες τις γραμμές που έγραψε ο Έμερσον στο έξοχο «Η φύση» (1836): «Όταν είναι μέσα στη φύση ο άνθρωπος αγαλλιάζει ανεξέλεγκτα, παρά τις πραγματικές λύπες… Διασχίζοντας ένα άλσος, στη χιονισμένη λάσπη, στο λυκόφως, κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, χωρίς να έχω σκεφτεί κάτι ιδιαίτερα καλό, ένιωσα στιγμές μεγάλης χαράς».
Ο Αμερικανός Έμερσον (1803-1882) ήταν περίπου συνομήλικος και ‘συνομιλητής’ του γεννήτορα της αμερικανικής ποίησης, Ουώλτ Ούιτμαν (1819-1892). Αυτός πρώτος είπε για τον Ουίτμαν «Εγεννήθη ημίν ποιητής!». Κι ήταν πραγματικά εμπνευσμένη η ιδέα που αυτό το «Διάλειμμα χαράς» βασίζεται σε στίχους του Ουίτμαν, από το έξοχο «Τραγούδι του εαυτού μου» και από τα «Φύλλα Χλόης». Γιατί ο Ουίτμαν λάτρεψε τη φύση και τον άνθρωπο, είδε τα πράγματα σε μια ολική σύνδεση και σύνθεση, μεγάλυνε το ελάχιστο και του ’δωσε θέση στο άπειρο του σύμπαντος και ανέδειξε τη λατρεία του Εαυτού σαν την πιο ασφαλή οδό για τη συνάντηση με τον Άλλο. Ο Ουίτμαν ήταν ένας από τους εκλεκτούς που κάποιος Θεός προίκισε με το χάρισμα της ενόρασης και της δύναμης να εμπνέει, να μυεί και να φωτίζει τους υπόλοιπους, συνηθισμένους ανθρώπους με τους στίχους του.
Στο μικρό ξέφωτο οι ερμηνεύτριες πλησιάζουν και οδηγούν το μικρό εικοσαμελή θίασο των θεατών στα σημεία που ολιγόλεπτες δράσεις θα ‘συνοδεύσουν’ ελεύθερα τους στίχους. Θα μοιράσουν πετρούλες που κάθε μια τους γράφει λέξεις από στίχο του Ουίτμαν: «Γιορτάζω τον εαυτό μου, και υμνώ τον εαυτό μου / και αυτό που σκέφτομαι θα σκεφτείς,/ Γιατί κάθε μόριο που μου ανήκει, ανήκει και σε σένα». Όλοι μαζί οι θεατές θα διαβάσουν δυνατά τις λέξεις του δυο –τρεις φορές κι ο στίχος θα ακουστεί σαν ύμνος στο θαύμα της ύπαρξης.
Σοφά οι πέντε γυναίκες δεν έμειναν μόνο σε αφορμές, στίχους και δράσεις, που να προκαλούν την ικανότητα μας (ναι, για ικανότητα πρόκειται, που δεν είναι δεδομένη) να νιώσουμε ευφορία μόνο και μόνο που είμαστε ζωντανοί. Θα ακολουθήσουν στιγμές δοκιμασίας, σωματικής κυρίως (πώς αλλιώς να είναι αληθινή;) που οι ηθοποιοί θα αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, με τη σκληρότητα της φύσης (το βράχο, το δέντρο, τη λάσπη), με τους άλλους.
Κρατώ μερικές εικόνες: μια γυναίκα που ανεβοκατεβαίνει στο δέντρο και λέει «Η γλώσσα μου, κάθε μόριο από το αίμα μου, φτιαγμένο από αυτό το χώμα, αυτόν τον αέρα / Γεννημένος εδώ από γονείς γεννημένους εδώ από γονείς το ίδιο, και οι γονείς τους το ίδιο, / Εγώ, τώρα, τριάντα εφτά χρονών απόλυτα υγιής ξεκινώ, / ελπίζοντας να μη σταματήσω μέχρι το θάνατο». Την άλλη που έρπει στο βράχο ή που αγκαλιάζει το βράχο και γίνεται ένα μαζί του, ή τη νεράιδα με τα μακριά ξανθά μαλλιά και το κόκκινο νήμα που κάποια στιγμή θα σκαρφαλώσει γυμνόστηθη σχεδόν ως την κορυφή του βράχου. Στίχοι του Σεφέρη από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, το Τετράδιο Γυμνασμάτων και το Μυθιστόρημα, αν και διαφορετικού ήθους και ύφους από την ποίηση του Ουίτμαν, δένουν καλά με τη συνολική σύλληψη και τη σωματική ερμηνεία των γυναικών.
Η κατάληξη, όμως, που, εκκινώντας από τα καταπράσινο ξέφωτο, ανεβαίνει το ξανθοκάστανο του βράχου και φτάνει ως το γαλάζιο του ουρανού, ανήκει δικαιωματικά στον Ουίτμαν:
Το πιο μικρό βλαστάρι δείχνει πως αλήθεια δεν υπάρχει θάνατος,
Κι αν ποτέ υπήρξε οδήγησε μπροστά τη ζωή, και δεν περίμενε το τέλος για να τη σταματήσει,
Κι έπαψε τη στιγμή που η ζωή φάνηκε.
Όλα προχωρούν μπροστά και φανερώνονται, τίποτα δεν συντρίβεται,
Και το να πεθαίνεις είναι διαφορετικό από ό,τι καθένας πίστεψε, και πιο τυχερό.
Το Διάλειμμα χαράς στο φαράγγι του Λυκαβηττού κρατάει περίπου 100 λεπτά. Η συμμετοχή δεν απαιτεί εισιτήριο, αλλά υπάρχει ένα κουτί στο τέλος για ελεύθερη συνεισφορά. Οι κρατήσεις είναι απαραίτητες στο 6946102862. Δύο ακόμη ημερομηνίες έχουν μείνει, 25 και 26 Ιουνίου (αν δεν πάρει παράταση).