O Aντώνης Αντύπας επανέρχεται για έκτη φορά στον Πίντερ και παρουσιάζει ένα από τα πρώτα έργα του, τον Επιστάτη (1959) - καλή ευκαιρία για να απολαύσουν άλλη μια φορά τον Δημήτρη Καταλειφό οι πολυάριθμοι, πιστοί θαυμαστές του.
Η δραματουργική ευφυΐα του Χάρολντ Πίντερ (1930-2008) υπήρξε σαφής σχεδόν από την αρχή της μακράς συγγραφικής του πορείας. Ήδη στον Επιστάτη, δεύτερο στη σειρά μεγάλο έργο του (μετά το Πάρτι Γενεθλίων, 1957), η γλώσσα (ως λεκτική ποιότητα και ρυθμός) περισσότερο κρύβει παρά φανερώνει, κι όσο για τα πρόσωπά του, το ασαφές παρελθόν και αμφιλεγόμενο παρόν τους ακυρώνει τη συνήθη έννοια της ταυτότητας, δίνοντας την ίδια στιγμή νέα διάσταση στην έννοια του δραματικού χρόνου καθώς κανένας από τους συνήθεις χρονικούς προσδιορισμούς στο πιντερικό θέατρο δεν είναι κυριολεκτικός, αλλά αφορά ένα συνεχές που αντιστέκεται στα συμβατικά όρια και μέτρα.
Στο Pinteresque territory, στην επικράτεια του πιντερικού θεάτρου, η βασική λογική αρχή της ταυτότητας αναιρείται, όπως και η αρχή της αντίφασης, μέσω της οποίας από τον Αριστοτέλη και μετά βρήκαμε μία μέθοδο να διακρίνουμε το ψευδές από το αληθινό. Τι γνωρίζουμε, φερ' ειπείν, για τους τρεις άνδρες του Επιστάτη; Ο Ντέιβις (αυτός που δεν έγινε ποτέ επιστάτης) είναι ένας άνθρωπος περιφερομένος, χωρίς στέγη, που ζει δουλεύοντας από δω κι από κει για ένα κομμάτι ψωμί. Είναι από την Ουαλία, αλλά κι εκεί έχει να πάει δεκαετίες - άρα ούτε ο τόπος καταγωγής του αποτελεί στοιχείο ταυτότητας.
Ο Άστον τον σώζει από έναν καυγά και τον οδηγεί στο δωμάτιό του (γεμάτο παλιοπράγματα) σ' ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Στην πορεία θα μάθουμε ότι κάποια περίοδο στο παρελθόν τον είχαν κλείσει σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου και υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ. Τώρα, πάει κι έρχεται, χωρίς να ξέρουμε πού και γιατί, κι όλο μιλάει για ένα υπόστεγο που θέλει να κατασκευάσει στον κήπο, έργο που, αν ολοκληρωθεί, θα σημάνει -πιστεύει- την ψυχοδιανοητική του επάρκεια.
Το τρίτο πρόσωπο του έργου είναι ο μικρός αδελφός του Άστον, ο Μικ. Στη σύνθεση του Πίντερ αυτός είναι που ισορροπεί τις δύο μορφές περιθωριοποίησης: του αλήτη Ντέιβις και του «τρελού» Άστον. Μοιάζει ξύπνιος, το σπίτι φαίνεται ότι του ανήκει, έχει επαγγελματικά σχέδια. Είναι ο ισχυρός, είναι φανερό, κι αυτόν θα προσπαθήσει να κολακεύσει και να πάρει με το μέρος του ο γερο-Ντέιβις, για να εξασφαλίσει στέγη κι ίσως μια δουλίτσα για να ζει.
Η υπόθεση του Επιστάτη είναι σκιώδης - η ρήξη του Πίντερ με τη συμβατική δραματουργία έχει να κάνει με τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι ήρωες του μεταξύ τους, που είναι εξαρχής σχέσεις λόγου (μέσα από τις λέξεις προσπαθούμε να έρθουμε κοντά, μέσα από λέξεις μπορούμε να αφανίσουμε ο ένας τον άλλον). Εννοείται πως πολλά έχουν γραφτεί και πολλά θα μπορούσαν ακόμη να γραφτούν για τη σχέση των τριών προσώπων του Επιστάτη - ένα κείμενο του Μάικλ Μπίλιγκτον, για παράδειγμα, στο πρόγραμμα της παράστασης του Απλού, την ερμηνεύει υπό ψυχαναλυτικό πρίσμα: τα δυο αδέλφια διώχνουν τον Ντέιβις από το σπίτι για να απελευθερωθούν από την πατρική του χειραγώγηση. Σ' ένα άλλο κείμενο, της Λόις Γκόρντον, τα αδέλφια συνδέονται με τη βιβλική ιστορία του Κάιν και του Άβελ. Εγώ προτιμώ την άποψη του Τσαρλς Σπένσερ, κριτικού της «Τelegraph», που γράφει ότι 50 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του «το νόημα του έργου παραμένει αόριστο - ίσως γιατί στην καρδιά του δεν υπάρχει παρά κενό» (κριτική στο φύλλο 19/1/2010).
Οπωσδήποτε πιο πολύ με ενδιαφέρει ο τρόπος που οι ήρωες του Πίντερ προϋποθέτουν το σαιξπηρικό θέατρο, και ειδικά την ηθική απογύμνωση των ηρώων του Βασιλιά Ληρ, και τη ρωσική λογοτεχνία. Έχω την εντύπωση ότι ο γερο-Ντέιβις οφείλει πολλά στους αποσυνάγωγους του Βυθού του Γκόρκι. Η φτώχια, η δυστυχία κι η εξαθλίωση μπορούν να μεταμορφώσουν έναν άνθρωπο σε άγριο θηρίο. Οι καλοσυνάτοι φτωχοδιάβολοι είναι μια από τις μεγάλες απάτες της λογοτεχνίας.
Η παράσταση του Αντώνη Αντύπα έχει όλες τις αρετές που κατέστησαν το Απλό μια ασφαλή επιλογή για καλό, σοβαρό θέατρο: σεβασμό στο έργο, αγάπη κι εμπιστοσύνη στους ηθοποιούς κι επιμονή στις ερμηνευτικές επιδόσεις τους, προσεγμένη αισθητική. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο σκηνοθέτης έχει παραμείνει πολύ καιρό πιστός στις υψηλές του αξίες και αυτό έχει συνέπεια να αποκλείσει το θέατρό του από τις εξελίξεις τόσο στην αγορά του θεάτρου όσο κι από την κοινωνία. Η Ελένη Καραΐνδρου συνθέτει σταθερά τα ατμοσφαιρικά «περάσματα» για τις αλλαγές σκηνών, αλλά είναι πάντα ο δικός της, υπέροχος αλλά αναγνωρίσιμος και αναμενόμενος ήχος. Χρειάζονται φρέσκος αέρας και φρέσκα πρόσωπα στο Απλό - κι αυτό δεν θίγει την αξία της παράστασης ή του Δημήτρη Καταλειφού, που κι εδώ δίνει μια σπουδαία ερμηνεία. Αντιθέτως, ούτε ο Λαέρτης Βασιλείου ούτε ο Χάρης Φραγκούλης με έπεισαν ότι κυκλοφορούν άνετα στο σκοτεινό κι ηλεκτρισμένο πιντερικό σύμπαν.
σχόλια