Εκεί που είσαι ήμουν, κι εκεί που είμαι θά 'ρθεις

Εκεί που είσαι ήμουν, κι εκεί που είμαι θά 'ρθεις Facebook Twitter
0

Πέρσι η Γεωργία Μαυραγάνη σκηνοθέτησε (σε κείμενο δικό της και της ομάδας Happy End), στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, μια έξυπνη και συγκινητική παράσταση για την εφηβεία, με τίτλο Όχι αθώος πια – αν και απευθυνόταν σε εφηβικό κοινό, νομίζω ότι πιο πολύ «μιλούσε» στους γονείς των εφήβων. Τώρα, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, καταπιάνεται με μια άλλη ηλικιακή κατάσταση, το γήρας, θέμα δύσκολο, μια που βρίσκεται στον αντίποδα της λατρείας της σύγχρονης κουλτούρας για ό,τι λάμπει, για τα νιάτα και την ομορφιά. Πόσο μάλλον που σε τούτα τα δύσκολα, τελευταία χρόνια συμβαίνει μια υποχθόνια επίθεση προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Παρουσιάζονται σαν βδέλλες που απομυζούν τη ζωτική ενέργεια της χώρας, αφού το προσδόκιμο της ζωής είναι υψηλό και οι νέοι, χειμαζόμενοι από την ανεργία, φεύγουν για ξένες χώρες. Και είναι παράξενο πώς, αυτό που είναι αναπόφευκτο για όλους, τα γηρατειά, αντιμετωπίζεται σαν ένα απόμακρο, δυσάρεστο φαινόμενο, σαν ένα βάρος για όλους όσοι δεν ανήκουν (ακόμη) στην ηλικιακή κατηγορία.


Δεν είναι πολύς καιρός που μου διηγιόταν ο κοτσονάτος στα 80 του πατέρας μου το σοκ που υπέστη όταν ένας νέος στο μετρό τού παραχώρησε τη θέση του, λέγοντάς του ευγενικά: «Έλα, παππού, να καθίσεις!». Ήταν εδώ και χρόνια «αντικειμενικά» παππούς, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ήρθε αντιμέτωπος με την εικόνα του, με το πώς τον βλέπουν οι άλλοι. Κάπως έτσι αρχίζει η παράσταση της Μαυραγάνη, μ' έναν ηλικιωμένο άνδρα να παρατηρεί τον εαυτό του στον καθρέφτη και να λέει: «Κοιτάζω το στόμα μου και τα χέρια μου και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Είμαι μόνο ένα παιδί. Ή μήπως δεν είμαι πια; Δεν μπορώ να αντιληφθώ όλα αυτά που έχουν σχέση με τον χρόνο. Αυτοί που έχουν μελετήσει το πρόβλημα λένε πως δεν υπάρχει. Είναι αλήθεια. Κλείνω τα μάτια μου και αισθάνομαι 10 χρονών. Και μετά τα ανοίγω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Κι εκεί... στέκεται ένας γέρος αδύνατος. Ένας γερο-έφηβος!».

Το γήρας είναι η πιο δημοκρατική φάση της ζωής του ανθρώπου. Τότε οι διαφορές ισοσκελίζονται και βλέπει πόσο παρόμοια είναι η σκέψη και η στάση ανθρώπων με εντελώς διαφορετική καταγωγή και διαδρομή.


Μετά την παράσταση αναζητώ το τρυφερό, και σκοτεινό μαζί, βιβλιαράκι του εκδότη, δραματουργού, συγγραφέα, ζωγράφου και γλύπτη Valentino Bompiani Τα αόρατα γηρατειά (εκδ. Άγρα, 2009). Γράφει: «Όταν είσαι γέρος, γίνεσαι αόρατος. Σε μια αίθουσα αναμονής, όλοι στη σειρά, μπαίνει μια κοπέλα ψάχνοντας κάποιον. Κοιτάζει τριγύρω κι όταν φτάνει σ' εσένα, σε προσπερνά λες και είσαι κολονάκι στην εθνική οδό. Τότε ξεκινούν τα γηρατειά». Δεν ξέρω αν για τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, που ζουν μια ζωή καλλιεργώντας την ικανότητά τους να διακρίνουν, να κατανοούν, να αναδημιουργούν, τα γηρατειά είναι πιο δύσκολα απ' ό,τι για τους ανθρώπους που έχουν ζήσει στον αφρό της ζωής. Ωστόσο, πολλά απ' όσα γράφει ο Bompiani συγκινούν βαθιά: «Έλεγε μια κυρία προχωρημένης ηλικίας: "Τι κρίμα που η αγάπη τελείωσε ακριβώς τώρα που θα ήξερα να την απολαύσω σε όλες τις πτυχές της ποίησης!" Ποίηση και θάνατος πηγαίνουν αντάμα» σημειώνει.


Η δραματουργία της παράστασης Το Γήρας αφορά το λεγόμενο θέατρο της επινόησης (devised theatre). To κείμενο προκύπτει μέσα από προσωπικές, βιωμένες εμπειρίες των περφόρμερ που μπορεί να είναι ηθοποιοί, μπορεί και όχι – εδώ οι τέσσερις από τους πέντε ώριμους του συνόλου υπήρξαν ηθοποιοί, γι' αυτό και σε τρία σημεία ερμηνεύουν αποσπάσματα από θεατρικά έργα, ταιριαστά με το θέμα του έργου, όπως η πρώτη σκηνή από τον Θείο Βάνια και το Γ' Στάσιμο από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ (όπου γίνεται λόγος για το γήρας το άφιλο, «όπου του κόσμου τα χειρότερα κακά συγκατοικούν»).


Μικρές σκηνές εναλλάσσονται, στις οποίες, όπως είναι φυσικό για το συγκεκριμένο θέμα, οι αναμνήσεις από την περασμένη ζωή των ηλικιωμένων έχουν σημαντική θέση: ενσταντανέ από την παιδική τους ηλικία, παιδικά τραγούδια, κρίσιμες στιγμές της ενήλικης ζωή τους (συνοδευόμενες με προβολές φωτογραφιών), αγάπες και απώλειες. Αλλά επειδή η ζωή είναι γλυκιά και το τέλος πάντα κάπως μακριά, η σκηνική πράξη εμπλουτίζεται με εμπειρίες από την τωρινή φάση των ηλικιωμένων, δοσμένες κατά κύριο λόγο με χιούμορ. Ναι, η ζωή των ηλικιωμένων είναι συνδεδεμένη με τα προβλήματα της υγείας τους και τη φαρμακευτική αγωγή τους, με τη μοναξιά κάποιων ημερών, όταν δεν έχουν κάποιον να μιλήσουν, με τις στιγμές που ανακαλύπτουν ότι αυτό που ήταν πάει οριστικά και ότι χάσανε πόντους από το ύψος που αναγράφεται στην ταυτότητά τους. Το γήρας συνδέεται, ακόμη, με την αμηχανία τους να γιορτάζουν τα γενέθλια και οι άλλοι να τους τραγουδούν: «Γεράκος να γίνεις με άσπρα μαλλιά». Είναι όλα εκείνα τα τραγούδια που τραγουδούσαν νέοι, είναι, όμως, και τα τσάμικα που χορεύουν και θα χορεύουν όσο κρατάνε τα πόδια τους, γιατί, ακόμη και βαδίζοντας προς το τέλος, ο πόθος της ζωής είναι πάντα πιο ισχυρός.

Τους πέντε ηλικιωμένους (αν και μία από τις γυναίκες είναι στα πρώτα -ήντα, μοναδική εκπρόσωπος της μέσης ηλικίας) συμπληρώνει ένας εξαμελής «Χορός» νέων ηθοποιών που λειτουργούν αντιστικτικά, δίνουν πάσες και βοηθούν στη ροή της σκηνικής αφήγησης (ωστόσο, κάτι πρέπει να κάνει η σκηνοθέτις με τους δύο νέους ηθοποιούς που στέκονται άκαμπτοι και αμήχανοι, σαν να βρέθηκαν στη σκηνή με το ζόρι). «Εκεί που είσαι ήμουν κι εκεί που είμαι θα 'ρθεις» ακούγεται κάποια στιγμή και είναι πολύ τρυφερή η σκηνή όπου νέοι και ηλικιωμένοι γίνονται ζευγάρια και χορεύουν τανγκό. Το σύνολο καταφέρνει να συγκινήσει με τον απλό, ανθρώπινο τρόπο που απαιτεί το θέμα.


Το γήρας είναι η πιο δημοκρατική φάση της ζωής του ανθρώπου. Τότε οι διαφορές ισοσκελίζονται και βλέπει πόσο παρόμοια είναι η σκέψη και η στάση ανθρώπων με εντελώς διαφορετική καταγωγή και διαδρομή. Είμαστε όλοι επιζώντες με αναστολή, έγραφε ο Ζακ Ντεριντά (1930-2004), δηλώνοντας: «Παραμένω ανεπίδεκτος διαπαιδαγωγήσεως όσον αφορά τη σοφία του να ξέρεις-να-πεθάνεις ή, αν προτιμάτε, να ξέρεις-να-ζεις» (Μαθαίνοντας να ζεις εν τέλει, Αγρα, 2006). Ο νευρολόγος Όλιβερ Σακς, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγο καιρό, σ' ένα κείμενό του τον Φεβρουάριο του 2015 ομολογεί τον φόβο του για το επερχόμενο τέλος του, αλλά γράφει πως το συναίσθημα που δεσπόζει μέσα του είναι η ευγνωμοσύνη. «Αγάπησα και αγαπήθηκα, μου δόθηκαν πολλά και κάτι ανταπέδωσα κι εγώ με τη σειρά μου» και καταλήγει: «Πάνω απ' όλα, υπήρξα ένα συνειδητό ον, ένα σκεπτόμενο ζώο πάνω σε τούτο τον πλανήτη, πράγμα από μόνο του τεράστιο ως προνόμιο και ως περιπέτεια».


Αλλά για το τέλος κρατώ κάτι άλλο. Ο Αυστριακός φιλόσοφος Πολ Φεγεράμπεντ (1924-1994) έκλεισε το αυτοβιογραφικό Σκοτώνοντας τον χρόνο (εκδ. Εκκρεμές, 1997), λίγο προτού πεθάνει, με τις εξής προτάσεις: «Αυτές είναι οι τελευταίες μέρες. Τις ζούμε μία προς μία. Η έγνοια μου είναι, μετά την αναχώρησή μου, να μείνουν μερικά πράγματα από μένα, όχι εργασίες, όχι τελεσίδικες επιστημονικές διακηρύξεις, αλλά αγάπη. [...] Έτσι θα ήθελα να γίνει, η αγάπη, και όχι η διάνοια, να επιζήσει».


Παραστάσεις, βιβλία, οικογένεια, φίλοι, ταξίδια, καθένας συμπληρώνει τα δικά του ουσιώδη, που καθιστούν την περιπέτεια της ζωής πόθο και γοητεία ανεξάντλητη. Αλλά χωρίς αγάπη, τίποτα.

«Το γήρας - Ένα χορικό», της Γεωργίας Μαυραγάνη
Σύνθεση κειμένου: Γεωργία Μαυραγάνη, Ομάδα Happy End
Σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια: Γεωργία Μαυραγάνη
Σκηνικά-κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Παίζουν: Ν. Αϊδινιάν , Φρ. Αλεξάνδρου, Χρ. Βιδαλάκη, Ηλ. Κατέβας, Μ. Κεραμυδά, Δ. Κερεστετζής, Μ. Λέκκα, Δ. Μητροπούλου, Δ. Μπικηρόπουλος, Μ. Παναγιώτου. Ελ. Ρίζου


Πειραματική Σκηνή - Εθνικo Θέατρο
Πανεπιστημίου 48, Αθήνα, 210 3301881, 210 3305074

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ