Εκλεκτικές συγγένειες

Εκλεκτικές συγγένειες Facebook Twitter
Η φωνή και η κινησιολογία της Κοκκίνου δίνουν συχνά την αίσθηση ότι η Τρικούπη ήταν κι εκείνη ένα πουλάκι, κλεισμένο στο κλουβί της δικής της ιδιότυπης μελαγχολίας. Φωτό: Μαρίλη Ζάρκου
1

Στέκεται όρθια μέσα σε ένα λιτό pavilion βυθισμένο στο σκοτάδι. Όλα είναι μαύρα: η σκηνή, το σκηνικό, η ατμόσφαιρα, το μακρύ βικτωριανό φόρεμα, τα κοντά γυαλιστερά μαλλιά της... Όλα είναι μαύρα, εκτός από το κατάλευκο πρόσωπό της.


Στην αρχή, για μερικά λεπτά, έχει την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μας και το κεφάλι σκυφτό, σαν πουλάκι που κρύβεται στη γωνία. «Από τις χθες δεν έχω πλέον τον παπαγάλλον μου» λέει. Η φωνή της είναι γεμάτη ραγίσματα – προσπαθεί να διατηρήσει ένα κέλυφος ευπρέπειας εν μέσω τρομερής οδύνης.


Μας περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του άτυχου πτηνού, που «ήσθμαινεν σα να εζήτει βοήθειαν» και τελικά εξέπνευσε, γέρνοντας το κεφαλάκι του επάνω στα γόνατά της. «Πόσο τον ελυπήθην την ώρα εκείνην» αναφωνεί, έχοντας πλέον γυρίσει ολόκληρη προς το μέρος μας. Ο τόνος της είναι επιτακτικός. Τίποτε χαλαρό δεν υπάρχει, τα χέρια, το βλέμμα της, έχουν μια ακοίμητη ένταση.
Ποια είναι αυτή η γυναίκα που στέκεται ενώπιόν μας, μιλώντας τόσο όμορφα σε μια ξεχασμένη γλώσσα; Που αγαπάει τόσο «το άκακο πουλάκι» της;

Αν κρίνουμε από τον Παπαγάλλο μου, η Σοφία Τρικούπη διέθετε επίσης μια σπάνια ευαισθησία και μια τρυφερή, αισθαντική πένα. Υπάρχουν κι άλλα δικά της κείμενα, ωστόσο μονάχα δύο έχουν εκδοθεί από τη Βουλή και κανένα δεν κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.


Η Σοφία Τρικούπη ήταν αδελφή του Χαρίλαου Τρικούπη που διετέλεσε, ως γνωστόν, επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 1875-1894. Έμεινε γνωστή ως το δεξί του χέρι: συνεργάτις, γραμματέας, φίλη, πολύτιμη βοηθός, τον στήριζε πολλαπλώς στην υλοποίηση των πολιτικών σχεδίων του. Μορφωμένη, ευφυής, γλυκιά, η Σοφία λάτρευε τον αδελφό της και έζησαν μαζί όλα τα χρόνια. Στα γράμματα και στις σημειώσεις της ήταν πάντα ο Αδελφός με Α κεφαλαίο. Κανένας από τους δύο δεν παντρεύτηκε. Σπουδαία οικοδέσποινα, δεχόταν στο σπίτι τους εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής από το πρωί ως το βράδυ.


Αν κρίνουμε από τον Παπαγάλλο μου, η Σοφία Τρικούπη διέθετε επίσης μια σπάνια ευαισθησία και μια τρυφερή, αισθαντική πένα. Υπάρχουν κι άλλα δικά της κείμενα, ωστόσο μονάχα δύο έχουν εκδοθεί από τη Βουλή και κανένα δεν κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.


Πώς μπορείς να ζωντανέψεις ένα ιστορικό πρόσωπο που δεν γνώρισες ποτέ; Πώς μπορείς να ερμηνεύσεις τα σημάδια –κείμενα, φωτογραφίες, μαρτυρίες– και να συνθέσεις την αλήθεια του; Εδώ, φυσικά, ο καλλιτέχνης καλείται να ενεργοποιήσει τη δύναμη της αντίληψης και της φαντασίας του. Η Κοκκίνου αποκαλύπτει εκ νέου όχι μόνο την εντυπωσιακή ικανότητα μεταμόρφωσης που διαθέτει ως ηθοποιός αλλά και το βαθιά δημιουργικό βλέμμα της. Η ηρωίδα που μονολογεί επί σκηνής δεν αναδύεται ως απόπειρα μουσειακής αναπαράστασης –αυτό θα ήταν, ούτως ή άλλως, ανέφικτο και ανόητο– αλλά ως θαυμαστό προϊόν δημιουργικής πράξης και εκλεκτικής συγγένειας. Δύο ανήσυχες, ιδιαίτερες γυναίκες: αν η μία έζησε πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, η άλλη τη συναντά στο σήμερα για να ανιχνεύσει το αποτύπωμα, να αφουγκραστεί τον λόγο της και να ανασυνθέσει την ιδιοσυγκρασία της, επιστρατεύοντας το δικό της ψυχικό και φαντασιακό οπλοστάσιο.


Το αποτέλεσμα αποδεικνύεται συγκινητικό. Η μορφή που σαλεύει στο μισοσκόταδο μας μιλά όλο θέρμη για τον πανέξυπνο φτερωτό φίλο της, αφρικανικής προέλευσης, που είχε οφθαλμούς μεγάλους και γλυκείς, χρώμα σταχτί και ουρά ερυθρά. Όταν πρωτογνωρίστηκαν–της τον έφερε δώρο ο αδελφός της, μαθαίνουμε–, ο παπαγάλος στεκόταν λυπημένος και δεν έτρωγε· γρήγορα όμως προσαρμόστηκε, αναθάρρησε κι έγινε η χαρά του σπιτιού, κυκλοφορώντας ελεύθερος, πειράζοντας τον σκύλο, κλέβοντας μολύβια, τραγουδώντας προεκλογικά άσματα Αθηνών και Μεσολογγίου και μιλώντας με ανθρώπινη φωνή που μπέρδευε την υπηρέτρια και τους επισκέπτες. «Τι έχει το πουλάκι μου;» έλεγε ο παπαγάλος στη Σοφία, όταν την έβλεπε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και διαισθανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πράγματι, η φωνή και η κινησιολογία της Κοκκίνου δίνουν συχνά την αίσθηση ότι η Τρικούπη ήταν κι εκείνη ένα πουλάκι, κλεισμένο στο κλουβί της δικής της ιδιότυπης μελαγχολίας.


Η τρομακτική αδυναμία που έτρεφε στον αδελφό της συνιστά τον δεύτερο πόλο έλξης της αφήγησης: όποτε έβλεπε τον Χαρίλαο φαιδρό, «ήταν σα να γελούσε όλη η φύση» μας εκμυστηρεύεται. Οι συνήθειές του, η φυσιογνωμία του, η ακατανίκητη γοητεία του, η φιλοπατρία του, «αι ακτίνες των οφθαλμών του», η συντριβή που της προκάλεσε ο θάνατός του, όλα, μικρά και μεγάλα, περνούν με εξαιρετική λεπτότητα στο κείμενό της, το μόνο όπου καταγράφονται οι δύο σημαντικές απώλειες και, κατά συνέπεια, οι διακυμάνσεις της γράφουσας από την ευφορία ως τον θρήνο.


Πίσω από το pavilion, η σκηνοθέτις έστησε ένα παράλληλο σύμπαν: έναν μικρόκοσμο τυλιγμένο σε μαύρο πέπλο, διακριτικές δράσεις που συντροφεύουν τον μονόλογο, χαρίζοντας στους θεατές μια ακόμη εστία ενδιαφέροντος που αποσπά ευχάριστα το βλέμμα τους. Η σκοτεινή αυτή «ζούγκλα» εγείρει ποικίλους συνειρμούς – ο κόσμος των αναμνήσεων, του υποσυνείδητου, της Ιστορίας που ποτέ δεν θα εξιχνιάσουμε πλήρως, της άρρητης σύνδεσής μας με τη φύση, όλες οι πιθανότητες παραμένουν ενεργές. Και είναι, νομίζω, το μόνο μειονέκτημα της παράστασης το ότι δεν έδωσε περισσότερο χώρο στον κόσμο αυτό να αναπτυχθεί ως σύλληψη, να γεννήσει κι άλλες σκέψεις και να εξασφαλίσει γόνιμους σταθμούς στη συνεχή –και, ως εκ τούτου, ενίοτε κουραστική– ροή του μονολόγου.


Θα ήθελα, κλείνοντας, να επισημάνω μια συγκλονιστική λεπτομέρεια. Αναφέρομαι στην κόκκινη σκιά ματιών της ηθοποιού: αυτή η κυριολεκτική και μεταφορική πινελιά, αυτό το εκτυφλωτικό χρώμα, εντελώς ασυνήθιστο για το συγκεκριμένο σημείο του προσώπου, προσδίδει στην περσόνα που πλάθει η Κοκκίνου μια αδιόρατη, αλλά αδιαφισβήτητη φουτουριστική διάσταση. Σε συνδυασμό με την περούκα-γλυπτό, η προαναφερθείσα λεπτομέρεια παίρνει αυτήν τη μελαγχολική, μαυροφορεμένη φιγούρα από το παρελθόν, την προσγειώνει στο παρόν και την εκτοξεύει στο μέλλον.

1

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ