Κανένας από τους ήρωες του Γυάλινου Κόσμου δεν μπορεί να ζήσει στο παρόν. Η πληθωρική Αμάντα Γουίνγκφιλντ αδυνατεί ν' αποδεχτεί τη ζοφερή πραγματικότητα που την κυκλώνει: την οικονομική ύφεση, το μαραμένο διαμέρισμα, τις ξεφλουδισμένες ταπετσαρίες, την ντροπαλή κόρη με την ελαφριά αναπηρία και τη βαθιά έλλειψη αυτοεκτίμησης, τον ατίθασο γιο που διαβάζει «περίεργα» βιβλία και γράφει ποιήματα πάνω σε κουτιά παπουτσιών.
Πόσο πιο αναζωογονητικό το να ταξιδεύει, κάθε φορά που σκουραίνουν τα πράγματα, σε μια ολόφωτη γωνιά του αμερικανικού Νότου,στο Δέλτα του Μισισιπή, εκεί όπου, πάντα χαριτόβρυτη και λαμπερή, συνομιλεί με τους πλουσιότερους άνδρες της περιοχής!
Πόσο πιο συναρπαστική εκείνη η εποχή στο μαγικό Μπλου Μάουντεν με τους δεκαεπτά τζέντλεμεν να την πολιορκούν! Αδιαμφισβήτητα το παρελθόν συνιστά πηγή ηδονής για την Αμάντα: δεν ισχύει όμως το ίδιο για τον γιο της Τομ. Αν η πρώτη λαχταρά να επιστρέφει στα ένδοξα, ανέμελα νεανικά χρόνια της, ο δεύτερος πασχίζει πυρετωδώς να δραπετεύσει από την ασφυξία της νιότης και να εκτοξευτεί στο μέλλον των φαντασιώσεών του, εκεί όπου, παντοτινά ελεύθερος, θα κυνηγά την περιπέτεια της ζωής και της ποίησης.
Πρώτη φορά γέλασα τόσο με παράσταση του Γυάλινου Κόσμου: το λέω αυτό ως ύψιστο κοπλιμέντο για τους συντελεστές. Το λέω με εκτίμηση για την ικανότητα του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του να κάνουν το έργο δικό τους, να το φέρουν στο σήμερα, να το απαλλάξουν από φωνές και κλάματα, υπερ-δραματικές εντάσεις, να του δώσουν φρέσκια πνοή, να το καταστήσουν μοντέρνο, σπαρταριστό και αστραφτερό.
Στην αρχή πιστεύουμε πως τα κατάφερε. «Έχω πολλά κόλπα στο μανίκι μου» μας υπόσχεται στον εναρκτήριο μονόλογό του αυτός ο αντισυμβατικός «μάγος» που ξέρει να «γυρνάει αντίστροφα τον χρόνο». Το έργο είναι δικό του. Ο κόσμος που ζωντανεύει μπροστά μας είναι ο κόσμος του μυαλού του, η μητέρα και η αδελφή του, όπως τις θυμάται ο Τομ πολλά χρόνια αργότερα. Όταν βρίσκεται πλέον μακριά από εκείνη την τραυματική συμβίωση, όταν έχει εγκαταλείψει τον ρόλο του ευσυνείδητου γιου που εργάζεται σε μια αποθήκη παπουτσιών για 65 δολάρια την εβδομάδα κι έχει πάρει πια τον δρόμο του, μακριά από την υστερία της μητέρας και τη μελαγχολία της αδελφής, μακριά απ' όλα εκείνα που τον κρατούσαν δέσμιο μιας μίζερης πραγματικότητας, εχθρικής προς κάθε ποιητική ψυχή που φιλοδοξεί να δοκιμαστεί στην πολύβουη όσο και μοναχική αρένα της ζωής.
Ο Τομ χρειάστηκε να προδώσει τα δύο πιο αγαπημένα του πρόσωπα προκειμένου να μείνει πιστός στον εαυτό του. Άφησε πίσω όχι μόνο τη σαρωτική Αμάντα αλλά και τη γλυκιά Λόρα, το εύθραυστο κορίτσι με τους εύθραυστους φίλους, που δεν μπόρεσε ποτέ να σπάσει τον μητρικό κλοιό και να ανακαλύψει τον εαυτό της, όπως έκανε ο αδελφός της. Ούτε κι εκείνος, όμως, φαίνεται να ξέφυγε εντελώς από τα δεσμά του παρελθόντος: τον συναντάμε ώριμο πια, ως Αφηγητή, να επιστρέφει ξανά και ξανά στο καταθλιπτικό διαμέρισμα των Γουίνγκφιλντ, προσπαθώντας να δαμάσει τις επώδυνες αναμνήσεις και τις τύψεις του.
Οι μονόλογοι του Τομ ως Αφηγητή αποκαλύπτουν την απόσταση, κυριολεκτική και ψυχική, που χρειάζεται να διανύσει ένας καλλιτέχνης προκειμένου να μετατρέψει τη ζωή του σε τέχνη (ως γνωστόν, ο Γυάλινος Κόσμος είναι το πλέον αυτοβιογραφικό έργο του Ουίλιαμς). Το μέσο που εξασφαλίζει στον ποιητή την απαιτούμενη αυτή απόσταση είναι η ειρωνεία και το χιούμορ: μόνο με αυτά τα δύο όπλα μπορεί να τιθασεύσει το υλικό του και να αποφύγει την υπερχείλιση του συναισθήματος. Οι μονόλογοι του Τομ αλλά και πολλοί διάλογοι του κειμένου είναι γεμάτοι από τέτοιες στιγμές σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, μικρές εκρήξεις που ξορκίζουν το μελόδραμα κι ανοίγουν την πόρτα στην πολυπλοκότητα των αντιδράσεων του θεατή.
Πρώτη φορά γέλασα τόσο με παράσταση του Γυάλινου Κόσμου: το λέω αυτό ως ύψιστο κοπλιμέντο για τους συντελεστές. Το λέω με εκτίμηση για την ικανότητα του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του να κάνουν το έργο δικό τους, να το φέρουν στο σήμερα, να το απαλλάξουν από φωνές και κλάματα, υπερ-δραματικές εντάσεις, να του δώσουν φρέσκια πνοή, να το καταστήσουν μοντέρνο, σπαρταριστό και αστραφτερό.
«Ζεστά λουτρά συναισθήματος... ακολουθούμενα από ψυχρά ντους ειρωνείας»: ο ορισμός του Έρβινγκ Μπάμπιτ για τη ρομαντική ειρωνεία ταιριάζει όχι μόνο στο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς αλλά και στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς, εναρμονίζοντας άψογα τη δραματική με την κωμική διάσταση, έτσι ώστε η μια να εμπεριέχει και να αναδεικνύει την άλλη.
Πουθενά δεν γίνεται περισσότερο αισθητή αυτή η θαυμαστή ισορροπία απ' ό,τι στην εξαιρετική ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη. Ο δικός του Τομ, αεικίνητος, νευρωτικός, γοητευτικός, οργώνει τη σκηνή, μετακινεί τους προβολείς, φωτίζει τα πρόσωπα των ηθοποιών, ανασύρει έπιπλα από τα «εντόσθια» του θεάτρου –την περίφημη καταπακτή του «Μάγου»–, γράφει εύθυμα σχόλια σε μεγάλα κομμάτια χαρτιού, συμμετέχει ως «ηθοποιός» αλλά και παρατηρεί τη δράση ή την καθοδηγεί ως «σκηνοθέτης», βγάζοντας κόλπα από το μανίκι του και στήνοντας με δεξιοτεχνία το θέατρο της μνήμης για να εξιλεωθεί, ν' απαλύνει τη θλίψη του μέσα από την ομορφιά.
Παιδί και ενήλικας ταυτόχρονα, ο Φραγκούλης είναι αστείος όταν μιμείται την υστερία της μητέρας του, όταν θυμώνει με τις παράλογες ανακρίσεις της, όταν πεισμώνει πως «δε θα φέξει» ή όταν εκτελεί μικρά χορευτικά με τα πιάτα πριν τα βάλει στο τραπέζι. Όσο κι αν ειρωνεύεται, όμως, όσο κι αν εκτονώνει τον εκνευρισμό που του προκαλεί η μητέρα του μέσα από χαριτωμένες κωμικές χειρονομίες, η φωνή του ταυτόχρονα προδίδει τον πόνο ενός ανθρώπου διχασμένου ανάμεσα στο καθήκον και στο όνειρο, ενός ανθρώπου που βασανίστηκε πολύ και πλήρωσε ακριβά το τίμημα των επιλογών του, χωρίς ποτέ να κατακτήσει την πολυπόθητη λύτρωση.
Απολαυστικότατη η Μπέτυ Αρβανίτη ως Αμάντα, εκπέμπει σε υπέροχο γκροτέσκο στυλ όλο τον παραλογισμό της υπερπροστατευτικής μητέρας που ανησυχεί για το αν είναι αλκοολικός ο Τομ ή για το αν θα μείνει γεροντοκόρη η Λόρα, ενώ παράλληλα φαντασιώνεται πως είναι μια grande dame που κατεβαίνει τα σκαλοπάτια αλά Γκλόρια Σουάνσον στο Sunset Boulevard, με τον σκηνοθέτη-Αφηγητή να ρίχνει επάνω της τον προβολέα. Εύστοχη παρωδία, εμπνευσμένες στιγμές «απάτης».
Οι σκηνές μεταξύ των δύο ηθοποιών εξασφαλίζουν ατόφια θεατρική χαρά στον θεατή. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να πούμε το ίδιο για την άδοξη συνάντηση της Λόρα με τον παλιό συμμαθητή και υποψήφιο «μνηστήρα» της Τζιμ Ο' Κόνορ: η Ελίνα Ρίζου και ο Έκτορας Λιάτσος δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν την ιδιαίτερη τονικότητα της σκηνής αυτής, η έκβαση της οποίας γκρεμίζει τις ελπίδες της ηρωίδας και την οδηγεί να αναδιπλωθεί εκ νέου στον κόσμο των πληγωμένων μονόκερων και των ουράνιων τόξων. Σε αυτό το κομμάτι, αμέσως μετά το διάλειμμα, η μεγάλη διάρκεια της παράστασης αρχίζει να βαραίνει επικίνδυνα επάνω στους ώμους του θεατή και χρειάζεται προσοχή.
Σκοτάδι, υπέροχο σκοτάδι, διάστικτο με μικρές εστίες φωτός σαν πυγολαμπίδες που έχουν καταλάβει τον χώρο (φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου), η απαλή μουσική (Κορνήλιος Σελαμσής), μικρές κινήσεις ή φράσεις που επαναλαμβάνονται με παραλλαγές, μια κοπέλα που σκοντάφτει εις διπλούν, δύο εγκαταλελειμμένα τσιγάρα που στέλνουν σήματα καπνού στην έξοδο πυρασφάλειας, το πάτωμα που σκίζεται σαν την καρδιά του Αφηγητή κάθε φορά που θυμάται την άτυχη αδελφή του, το μωσαϊκό των αναμνήσεων, ο συναρπαστικός ήχος των τακουνιών της Λόρα πάνω στα θραύσματα κρυστάλλων (σκηνογραφία Ελένη Μανωλοπούλου), όλα σχεδόν τα στοιχεία της παράστασης μας οδηγούν σε ένα χειροποίητο, τρυφερό σύμπαν, το οποίο αξίζει πραγματικά να επισκεφτεί κανείς.
Info:
Τένεσι Ουίλιαμς, Γυάλινος Κόσμος
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Συνεργάτης στη δραματουργία: Θεοδώρα Καπράλου
Βοηθός σκηνοθετη: Γκέλυ Καλαμπάκα
Παίζουν: Μπέτυ Αρβανίτη, Χάρης Φραγκούλης, Ελίνα Ρίζου, Έκτορας Λιάτσος
Θέατρο Οδου Κεφαλληνiας, Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη 210 8838727
Παραστάσεις: Πέμ.-Σάβ. 21:00, Τετ., Κυρ. 20:00