H πρώτη εικόνα του Βασιλιά Ληρ που σκηνοθέτησε ο Τομάζ Παντούρ (γεν. 1963) στον μεγάλο χώρο (Δ) του κτιριακού συγκροτήματος στην Πειραιώς 260 είναι καθηλωτική: μια σειρά προβολέων στο βάθος ρίχνουν παράλληλες μεταξύ τους δέσμες φωτός, σκίζοντας τη σκοτεινή σκηνή, ενώ στη ζώνη του τοίχου κάτω από τα βιομηχανικού τύπου παράθυρα προβάλλονται γράμματα μεγαλύτερα από το μέσο ανθρώπινο ύψος, που σχηματίζουν τον τίτλο του έργου. Μερικές στιγμές αργότερα, τα πρόσωπα του δράματος (εκτός από τον Ληρ και τον τρελό/Κεντ) θα σταθούν σε σειρά ανάμεσά τους: άνθρωποι και γράμματα (λέξεις), τα βασικά συστατικά του θεάτρου, σε μια σύνθεση εικαστική που μεταφέρει αυτό το παλιό, ελισαβετιανό έργο στην «πολυμεσική» σκηνή του 21ου αι. Οι εικόνες εναλλάσσονται με γρήγορο ρυθμό, συνοδευόμενες από το σάουντρακ των Silence (του διδύμου των Hadnic και Benko, σταθερών συνεργατών του Παντούρ από το 2006). Τα πρώτα στοιχεία, οπτικά και ακουστικά, παραπέμπουν άμεσα στο εντυπωσιακό σύμπαν του Σλοβένου σκηνοθέτη που μαζί με μερικούς ακόμα σκηνοθέτες της γενιάς του (Καστελούτσι, Βαρλικόφσκι, Μίτσελ, Χερμάνις, Κορσουνόβας, Οστερμάγιερ κ.ά.) έχουν ανανεώσει τους κώδικες του ευρωπαϊκού θεάτρου. Η συνέχεια, ωστόσο, προβληματίζει.
Πράγματι, ο Βασιλιάς Ληρ του Παντούρ ξεκινά με την εξής αυθαίρετη, όσο και υπέροχη, σκηνή: ο γηραιός βασιλιάς, που ετοιμάζεται να μοιράσει το βασίλειό του στις κόρες του, περιστοιχίζεται από τρία κοριτσάκια.
Ο σκηνικός χώρος (διαμορφωμένος από τον Sven Jonke) έχει χωριστεί στα δύο: ένα πλατύ, ξύλινο βάθρο σε μικρή απόσταση από τις θέσεις των θεατών, με μοναδικά αντικείμενα δέκα (μεταλλικές;) πολύθρονες μελετημένου design, θα λειτουργήσει ως βασικός τόπος δράσης. Πίσω του, ο αρχικά κενός τεράστιος χώρος θα καλυφθεί κάποια στιγμή από πολλά τετραγωνικά μέτρα ημιδιαφανούς πλαστικού που, γεμίζοντας αέρα, θα διαμορφώσει τα ανοίκεια «εξωτερικά» τοπία του σαιξπηρικού πρωτοτύπου, εκεί όπου τόσο ο Ληρ όσο και ο Γκλόστερ θα απαρνηθούν τον κόσμο της «λογικής» θηριωδίας των ανθρώπων. Ο πρώτος, άλλοτε κραταιός βασιλιάς, τώρα διωγμένος από τις κόρες του, καλεί τους κεραυνούς «να ραγίσουν όλες τις μήτρες της Φύσης» που γεννούν αχάριστους ανθρώπους – το πλήγμα που προκαλεί στον νου και στην ψυχή η προδοσία είναι πολύ βαρύτερο από τη δοκιμασία της καταιγίδας στο αδύναμο κορμί του. Ο δεύτερος, έχοντας τυφλωθεί από το μένος των νέων βασιλέων, εξουθενωμένος από τη συνείδηση της άδικης οργής προς τον καλό, πιστό γιο του, ομολογεί ότι δεν του χρειάζονται τα μάτια («Όσο είχα το φως μου, όλο σκόνταφτα» λέει) και ψάχνει την έξοδο από το δράμα της ζωής. Οι στιγμές είναι ακραίες, το Κακό θριαμβεύει και η πραγματικότητα δεν μοιάζει, είναι εφιάλτης.
Η άναρχη «λογική» και η αισθητική του ονείρου είναι το πρώτο βασικό κλειδί στο θέατρο του Τομάζ Παντούρ. Για την ακρίβεια, ακολουθεί τον τρόπο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος κινείται διαρκώς σε δύο χρόνους/τόπους: της μνήμης (ενός υλικού θησαυρισμένου που ανήκει στο παρελθόν) και των ερεθισμάτων του παρόντος. Η «αντικειμενική» διαχείριση και των δύο είναι ανέφικτη. Αυτομάτως οδηγείται σε μια άπιστη προς τα πρωτότυπα έργα δραματουργία, που επιτρέπει να αναπτύξει τη δική του σκηνική, έντονα οπτική, ποιητική.
Το δεύτερο κλειδί είναι η αντιμετώπιση κάθε έργου ως παραμυθιού που θα ξετυλιχθεί επί σκηνής. Όπως και στα όνειρα, έτσι και στα παραμύθια η αφήγηση αρνείται κάθε ρεαλιστικό περιορισμό. Ξεκινάς μ' ένα «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε τρεις κόρες» (είναι τα πρώτα λόγια που λέει ο Γιώργος Κιμούλης) κι αμέσως η σκηνική αφήγηση αποδεσμεύεται από τους όρους της πρωτότυπης δραματουργίας. Πράγματι, ο Βασιλιάς Ληρ του Παντούρ ξεκινά με την εξής αυθαίρετη, όσο και υπέροχη, σκηνή: ο γηραιός βασιλιάς, που ετοιμάζεται να μοιράσει το βασίλειό του στις κόρες του, περιστοιχίζεται από τρία κοριτσάκια. Βλέπει στις γυναίκες μπροστά του αυτό που κάποτε υπήρξαν. Δεν ξέρω αν όσοι από τους θεατές της παράστασης έχουν παιδιά, που τώρα είναι μεγάλα, με αυτόνομες προσωπικότητες και επιλογές, συγκινήθηκαν (ή θα συγκινηθούν) όπως εγώ. Υπάρχει, όμως, μια εποχή τέτοιας ομορφιάς και αθωότητας, όταν τα παιδιά είναι μικρά, που όταν την αναπολείς χρόνια αργότερα, σκίζεται η καρδιά σου. Τα κοριτσάκια, πανέμορφα, με μαύρα μακριά φορέματα και κρινολίνα, τρέχουν και γελούν γύρω του, ανάμεσα στις μεγάλες πια κόρες (με όμοια φορέματα) που σύντομα θα τον προδώσουν (εκτός από την Κορδέλια). Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο ηλικίες είναι δηλωτική της ζωής ως εξελικτικής πορείας από τη θετικότητα, την πίστη και την αισιοδοξία προς την διάψευση, την απιστία, τη φθορά.
Παρότι ο τίτλος δεν καθιστά ευδιάκριτη τη διαφορά, η παράσταση του Παντούρ είναι μια σύνθεση χαλαρά βασισμένη στον σαιξπηρικό Βασιλιά Ληρ. Έχει κρατήσει μόνο οκτώ πρόσωπα. Επικεντρώνει τη δράση στον Ληρ και στον Γκλόστερ, καθώς οι διαδρομές τους προς την έσχατη γνώση και την τελική έξοδο είναι παράλληλες. Πλέον χαρακτηριστική απόδειξη της ελευθερίας της διασκευής είναι η σύμπτυξη του γελωτοποιού και του Κεντ σε ένα πρόσωπο-οδηγό (που αλλάζει διαρκώς ποιότητες, άλλοτε είναι ο ακόλουθος του Ληρ, το σκυλί του, άλλοτε η προσωποποίηση των φονικών ενστίκτων, άλλοτε ανδρόγυνη φιγούρα καμπαρέ, ένα ζωντανό θεατρικό «σχόλιο» που διατρέχει τη σκηνική δράση – η καλύτερη στιγμή στην έως τώρα πορεία του πολυτάλαντου Αργύρη Πανταζάρα).
Εννοείται πως από το έργο έχουν κρατηθεί όσες σκηνές κρίνονται απαραίτητες κι αυτή είναι μια επιλογή με βαρύ τίμημα, γιατί υπάρχουν χάσματα στη δράση και τα πρόσωπα παρουσιάζονται σαν σκίτσα που δεν εξελίσσονται αναλόγως προς τα γεγονότα. Στο καινούργιο σκηνικό κείμενο έχει χαθεί εντελώς η ποίηση του πρωτοτύπου (τη διασκευή υπογράφει η αδελφή του σκηνοθέτη, δραματουργός Λίβια Παντούρ, και τη μετάφραση ο Γιώργος Κιμούλης). Τη χαμένη ποιητικότητα του λόγου ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αντικαταστήσει με σύνθετες σκηνικές εικόνες του, στις οποίες αναγνωρίζονται στοιχεία της οικείας αισθητικής του: ο άνθρωπος-σκύλος, το μήλο ως σύμβολο της γνώσης και της πτώσης, το σώμα που πάσχει (γυμνώνεται, βρέχεται, ματώνει), ο άνδρας ντυμένος γυναίκα (καμπαρέ). Εδώ η σκηνική δράση, τα βίντεο του Dorijan Kolundzija (ή οι προβαλλόμενες φωτογραφίες, συχνά από ιστορικά γεγονότα), οι φωτισμοί του Juan Gomez Cornejo, η μουσική των Silence και οι ήχοι του Mariano Garcia έχουν ισότιμη συμβολή – εις βάρος οπωσδήποτε της υποκριτικής, που συχνά είναι σχηματική, παρά τους σπουδαίους ηθοποιούς που συμμετέχουν.
Έχω την εντύπωση ότι το τελικό οπτικό και ηχητικό αποτέλεσμα θα ήταν κλάσεις ανώτερο σε έναν καλά οργανωμένο θεατρικό χώρο (ή σε ένα μεγάλο θέατρο με πολλές μηχανικές ευκολίες, που κατά το παρελθόν έχουν επιτρέψει στον Παντούρ να παρουσιάσει έξοχες παραστάσεις). Παρά τη γοητεία της industrial αισθητικής, ο χώρος Δ είναι «πρωτόγονος». Απαιτεί ειδικές λύσεις – ας πούμε για να ακούγονται καλά οι ηθοποιοί (παρά τις ψείρες, ο λόγος κατά στιγμές δεν ακουγόταν καθαρά).
Θαυμάσια τα κοστούμια του Felype de Lima, ιδίως οι μαύρες φούστες με τα κρινολίνα, συνδυασμένες με κοντά κι εφαρμοστά bike δερμάτινα μπουφάν, γκόθικ εκδοχές των φορεμάτων που φορούσαν οι νεαρές πριγκίπισσες που απαθανάτισε στους πίνακές του ο Ντιέγκο Βελάσκεθ και ο μιμητής του, Χουάν Μαρτίνεθ ντελ Μάθο. Θυμίζουν τις μαύρες Meninas που έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος Ισπανός γλύπτης, ο Μανόλο Βαλντές. Είναι αυτό που έχει γραφτεί για το θέατρο του Παντούρ: φέρει (αφομοιωμένες) τόσες επιρροές, που το πολυ-πολιτισμικό θέατρό του είναι περισσότερο intracultural παρά intercultural.
Oυίλλιαμ Σαίξπηρ
Βασιλιάς Ληρ
Σκηνοθεσία: Τομ άζ Παντούρ
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Κιμούλης, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Γάλλος, Κόρα Καρβούνη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Τζωρτζάκης
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260
Πειραιώς 260, Ταύρος (στάση ΗΣΑΠ Καλλιθέα), 210 9282900
16/4-03/5, Αίθουσα Δ'. Τρ.-Κυρ.: 20.30, εισ.: €12-20.