GRAVEYARD CAFE BAND / IN EXTREMIS

GRAVEYARD CAFE BAND / IN EXTREMIS Facebook Twitter
0

«Ανάμεσα στους ποιητές που κρατήσανε στην Αθήνα τα σκήπτρα του τραγουδιού, από τα 1865 ίσαμε τα 1873, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος ξεχωρίζει... Το μεγάλο ελάττωμα του καιρού του το έχει και με το παραπάνω... αλλά, παρ' όλα αυτά, είναι ποιητής με χαρακτήρα πέρα ως πέρα», επισημαίνει ο Κωστής Παλαμάς στη μελέτη του «Πεζοί δρόμοι. Γ'. Κάποιων νεκρών η ζωή» (1934).

Αυτόν το βαθιά απαισιόδοξο λογοτέχνη, που «... είτε πλαταίνει και φέρνει τα δικά του βάσανα ίσα με τα σύνορα του κοσμικού, είτε φορτώνεται στους ώμους του τα κοσμικά βάσανα, μοιρολογώντας τα σα να ήτανε δικά του...», ξεθάβει από τη λήθη η ομάδα Πασπαρτού.

Και όχι μόνο. Έχοντας ως έναυσμα το έργο του Ο φανός του κοιμητηρίου και κοινό άξονα την ιδεοληψία του θανάτου, μια σειρά από ποιήματα της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής (1850-1930) σμίγουν με τις έξυπνες πρόζες του συγγραφέα Χρήστου Κανελλόπουλου και τις ευφυείς, αντιστικτικές συνθέσεις του Κώστα Δελακούρα, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα μουσική περφόρμανς - κάπου ανάμεσα στο τότε και το σήμερα.

Οι πένθιμοι ρεμβασμοί, οι αυτοκτονικές τάσεις, η άκρατη μελαγχολία των Σπ. Βασιλειάδη, Γ. Βιζυηνού, Α. Δήμου, Α. Σταθοπούλου, Π. Ροδοκανάκη, Αχιλλέα Παράσχου, Ζαν Μωρεάς κ.ά. παρελαύνουν ακάθεκτα στη μικρή σκηνή του ΤΑF (στο Μοναστηράκι), καθώς κάποιοι από μας απολαμβάνουν το ποτό που μόλις αγόρασαν από το καλόγουστο μπαρ του Πολιτιστικού Κέντρου.

Ωστόσο, παρότι επί μιάμιση ώρα η θανατολαγνεία φλερτάρει αυθάδικα με τους θεατές, το αποτέλεσμα δεν είναι ζοφερό. Ο εικαστικός Γιάννης Σκουρλέτης, στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια φροντίζει επιτυχώς να μπολιάσει την παράσταση με σαρκασμό και χιούμορ.

Πώς; Αρχικά μέσα σε μια ατμόσφαιρα γοτθικού καμπαρέ, ενισχυμένη από ήχους κλασικούς (πιάνο, βιολί), παραδοσιακούς (λύρα, λαούτο, νέι) και ηλεκτρονικούς (ηλεκτρική κιθάρα και ένα σύγχρονο stage setup από υπολογιστή), τρεις μουσικοί (Τάσος Αντωνίου, Μαρίσα Αθητάκη, Αλέξανδρος Αντωνίου) επενδύουν ζωντανά τους σκοτεινούς στίχους με ακούσματα ανάλαφρα και αντιμελοδραματικά, από πρωτότυπα μέχρι δάνεια, που καταλήγουν -και όχι βέβαια τυχαία- στη διασκευή του «I will survive» της Γκλόρια Γκέινορ.

Από την άλλη, ο σύγχρονος λόγος του Κανελλόπουλου -ένα είδος ποπ βαμπιρολογίας- όχι μόνο συνδιαλέγεται με το ακραίο ιδίωμα μιας ακατοίκητης πλέον γλώσσας, αλλά προσγειώνεται στην απόγνωση των καιρών μας.

Τρεις εξαιρετικά ασκημένοι περφόρμερ, εκκεντρικά ντυμένοι και με νεκρικό μακιγιάζ, ακροβατούν ανάμεσα σε τραγούδια, «ρόλους» και παρλάτες. Βγαλμένη από ιταλικό κωμειδύλλιο η Φρόσω Ζαγοραίου, με γκόθικ φράκο και μπότες ο Νοσφεράτου του Σαμψών Φύτρου και ροκάς, που παραπαίει ανάμεσα στον Τζιμ Μόρισον και τον «Νεκρό» του Τζόνι Ντεπ, ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης, μας παρασύρουν σε έναν κόσμο αλλόκοτο αλλά μαγικό.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ