Από τις βιβλιοθήκες και τα εργαστήρια λείπει το φως του ήλιου. Λείπουν οι φυσικές γραμμές και τα χρώματα της φύσης, που κανένας από τους μεγάλους μάστερ της ζωγραφικής δεν μπόρεσε να αποδώσει. Λείπει η κίνηση της ζωής, με τους ρυθμούς και την αναρχία της, και οι άνθρωποι (μ' όλη τη θαυμαστή ποικιλομορφία και ετερογένειά τους) μένουν απέξω. Λείπουν τα ερεθίσματα που προκαλούν σκέψεις που δεν προκύπτουν από άλλες σκέψεις, ούτε από πειράματα στον δοκιμαστικό σωλήνα. Λείπουν και τα συναισθήματα που δεν έχουν να κάνουν με διανοητικές ή επιστημονικές αφορμές. Αφοσιωμένοι στην ανάγνωση, στη γραφή ή στη δουλειά στο εργαστήριο, επιστήμονες και στοχαστές, από φυσική κλίση ή/και ανάγκη, απομονώνονται στο «φαντασιακό» πεδίο των ενδιαφερόντων τους. Ο κόσμος της βιβλιοθήκης, από μια πλευρά, είναι πολύ πιο συναρπαστικός από τον πραγματικό κόσμο και είναι σχεδόν φυσικό, στο πέρασμα του χρόνου, να μειώνεται η επιθυμία και η ικανότητα επαφής με τους ανθρώπους. Σκέφτομαι συχνά μια φράση που είχε πει σε μια συνέντευξή του ένας σημαντικός άνθρωπος τον γραμμάτων, ο Κ.Θ. Δημαράς αν δεν κάνω λάθος, ότι η ζωή μέσα στη βιβλιοθήκη σε «στεγνώνει».
Η ιδιότυπη μοναξιά επιστημόνων και στοχαστών δεν στερείται ζωής (ανθρώπων, φωνών), μόνο που πρόκειται για ζωή διαμεσολαβημένη. Κι όταν το πάθος της Γνώσης προσκρούσει στην αδυνατότητα να δικαιωθεί από ένα Νόημα, συμβαίνει αυτό που γράφει ο Μπόρχες στη «Βιβλιοθήκη της Βαβέλ»: «Όπως είναι φυσικό, τη χαμένη ελπίδα διαδέχθηκε η υπέρμετρη κατάθλιψη». Είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Φάουστ προτού κλείσει συμφωνία με τον Μεφιστοφελή: «Αχ, σπούδασα φιλοσοφία / ιατρική και νομική / και δυστυχώς θεολογία / με επιμέλεια μοναδική. Και να 'μαι τώρα, παρά τον ζήλο / μωρός σαν της οξιάς το ξύλο! [...] Τύψεις και αμφιβολίες ουδόλως με τρομάζουν / ούτε η κόλαση κι ο Σατανάς με σκιάζουν./ Κι όμως, όλες τις χαρές τις έχω στερηθεί / και δεν πιστεύω σίγουρα πως έχω μορφωθεί» μονολογεί απελπισμένος.
Υποθέτω ότι έχοντας εξαρχής επιλέξει την εν λόγω διασκευή, η Ευαγγελάτου δεν παιδεύτηκε επαρκώς με το κείμενο, ώστε ο λόγος να την οδηγήσει στις σκηνικές λύσεις.
Μήπως υποφέρει από μελαγχολία, την αρρώστια των φιλοσόφων και των καλλιτεχνών; Ο Φάουστ είναι πολύ κοντά στον Ρόμπερτ Μπέρτον (1577-1640), τον συγγραφέα της περίφημης «Ανατομίας της Μελαγχολίας» (1621), που παραδέχεται την αδυναμία του να κατανοήσει τα πιο βαθιά ζητήματα του κόσμου και της ύπαρξης και, αρνούμενος την αξία της φιλοσοφίας ( «ένας λαβύρινθος γνωμών, άχρηστων ερωτήσεων και προτάσεων»), της φιλολογίας, της λογικής, της μεταφυσικής, της αστρολογίας, της αλχημείας, με τις οποίες ασχολούνταν σ' όλη του τη ζωή, καταλήγει: «Για ποιον σκοπό να υπάρχουν όλοι αυτοί οι μεγάλοι τόμοι; Γιατί ν' αναλώνουμε τόσο πολλά χρόνια στη μελέτη τους; Θα ήταν πολύ καλύτερα να μην ξέρουμε τίποτα» («Η ανατομία της μελαγχολίας», εκδ. Ηριδανός, 2007).
Ο Φάουστ, αυτός ο απόλυτα μοντέρνος ήρωας, βασανίζεται από τις αντιθέσεις/αντιφάσεις που ενυπάρχουν στην ουσία των πραγμάτων και των ιδεών. «Ό,τι δεν ξέρεις είναι που σε στηρίζει / και ό,τι ξέρεις, είναι χωρίς αξία» και «Αχ, μέσα μου φωλιάζουν δυο ψυχές / η μία θέλει την άλλη να χωρίσει» λέει, έχοντας οδηγηθεί στην έσχατη απόγνωση. Είναι ρομαντική παρεξήγηση ότι ο Φάουστ πουλάει την ψυχή του για νιότη κι έρωτα. Η συμφωνία του με τον Μεφιστοφελή (με μια δύναμη που μπορεί να τον οδηγήσει στις κορυφές της ανθρώπινης εμπειρίας) αφορά το αν υπάρχει κάτι στον Κόσμο που να μπορεί να άρει τον διχασμό, που να μπορεί να του προσφέρει την πλήρωση. Εφόσον υπάρχει, και τη βιώσει, μπορεί μετά να πεθάνει. Τη ζωή του στοιχηματίζει ο Φάουστ, όχι την πτώση στα Τάρταρα.
Πριν από αυτό, όμως, πριν από το στοίχημα, το σκοτάδι του Φάουστ διαλύουν χαρμόσυνοι ήχοι καμπάνας και ψαλμοί. Είναι άνοιξη, ο κόσμος είναι όμορφος, οι άνθρωποι χαρούμενοι έχουν βγει να γιορτάσουν τη μέρα της Ανάστασης. Ο Φάουστ συγκινείται, νοσταλγεί την παιδική αθωότητά του, κατακλύζεται από την ανθρώπινη ενέργεια και τη διάχυτη ευφορία και ομολογεί: «Εδώ είμαι άνθρωπος και πουθενά αλλού».
Είναι, νομίζω, η πλέον κρίσιμη στιγμή για ό,τι πρόκειται ν' ακολουθήσει, κι αυτή η σκηνή έλειψε εντελώς από την (καλοστημένη αλλά κούφια) παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι έχει και γνώσεις (να στήνει παραστάσεις) και πρωτότυπες ιδέες (η καλοκαιρινή παράσταση του «Ρήσου» το αποδεικνύει). Της λείπει, ωστόσο, νομίζω, η εμβάθυνση και το παίδεμα που μπορεί να οδηγήσει σε σκηνικές πράξεις ικανές να δονήσουν τους απαιτητικούς θεατές.
Παρά τις γνωστές δυσκολίες που παρουσιάζει για το σύγχρονο κοινό η πρόσληψη του έμμετρου λόγου, ο «Φάουστ» είναι ένα συγκλονιστικό έργο, μ' έναν ήρωα απελπισμένο, ανικανοποίητο, με πάθη που δεν μπορεί να διαχειριστεί, κι έναν κόσμο θαυμαστό, γεμάτο ακραίες αντιθέσεις, όπου ανταμώνουν ιδεαλιστές φοιτητές και άνθρωποι που μεθοκοπούν σε καταγώγια, αθώα κορίτσια και μάγισσες, διάβολοι και ξωτικά, η χριστιανική ηθική και η διονυσιακή ελευθερία. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν περνάει στην παράσταση της Ευαγγελάτου: στεγνή, χωρίς χυμούς και πάθη, είναι μια εγκεφαλική κατασκευή που προσπαθεί (μάταια) να ποδηγετήσει ό,τι ακριβώς είναι ερεθιστικό στο έργο του Γκαίτε: την άναρχη (σε ιδέες και δομή) δραματουργία του.
Το πρόβλημα εκκινεί από τη μετάφραση. Η σκηνοθέτις χρησιμοποίησε τη διασκευή του Σπύρου Ευαγγελάτου για την παράστασή του στο Αμφι-Θέατρο του 2000, η οποία προφανώς ήταν συνδεδεμένη με τις επιλογές εκείνης της σκηνικής προσέγγισης. Μια σύγχρονη, σοβαρή ερμηνεία του «Φάουστ» απαιτεί από τον σκηνοθέτη να σκύψει στο πληθωρικό πρωτότυπο και να διαμορφώσει το σκηνικό κείμενο που αφορά τους δικούς του προβληματισμούς – γιατί πρόκειται για έργο-ποταμό που και μόνο η απλή ανάγνωσή του από μέρα σε μέρα αποκαλύπτει καινούργιους θησαυρούς.
Υποθέτω ότι έχοντας εξαρχής επιλέξει την εν λόγω διασκευή, η Ευαγγελάτου δεν παιδεύτηκε επαρκώς με το κείμενο, ώστε ο λόγος να την οδηγήσει στις σκηνικές λύσεις. Αλλιώς, δεν καταλαβαίνω πώς κατέληξε σ' αυτήν τη γυμνή, γεωμετρική σκηνογραφία (της Εύας Μανιδάκη), με το ογκώδες τετράγωνο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του ήρωα. Ακόμη κι όταν, με διαφορετικές κλίσεις, και με τη θαυμάσια δουλειά της Ελευθερίας Ντεκώ στους φωτισμούς, διαμορφώνονταν άλλοι σκηνικοί τόποι, το σχήμα έμενε στιβαρό. Σχήματα, χωρίς όγκο και μάζα, θύμιζαν και οι σχέσεις των προσώπων. Για παράδειγμα, η συνάντηση των δύο ζευγαριών, της Μάρθας με τον Μεφιστοφελή και της Μαργαρίτας με τον Φάουστ σ' ένα «παγοδρόμιο» (!), αν και ήταν μία από τις πιο όμορφες σκηνές της παράστασης, ήταν ξένη προς την ατμόσφαιρα του έργου – της μυστικής συνάντησης στον σκοτεινό κήπο και των ανομολόγητων, απαγορευμένων πόθων. Ακόμη χειρότερα, η κατά τα λοιπά εντυπωσιακή απόδοση την Νύχτα της Βαλπούργης, ένας Χορός νέων με ομοιόμορφα εσώρουχα, χωρίς λόγο και με μηχανική κίνηση που παραπέμπει στη σεξουαλική συνεύρεση (χορογραφία της Πατρίσιας Απέργη), είναι ξένη προς το χάος της σύναξης των δυνάμεων του Κακού – οι οποίες δεν αφορούν μόνο τη λαγνεία αλλά μια γκροτέσκα απόδοση της ασχήμιας, της χυδαιότητας, της βίας, ένα πλήθος ηθικών φαινομένων και διαβαθμίσεων. Στη σκηνή αυτή, πάντως, ξεχωρίζει η εξαιρετική δουλειά του Γιώργου Πούλιου στη μουσική.
Η παράσταση ποντάρει στο πρωταγωνιστικό δίδυμο Νίκου Κουρή και Αργύρη Πανταζάρα. Ο πρώτος είναι ένας καλός, αξιόπιστος ηθοποιός, που δεν έχει αυτό που εννοούμε όταν λέμε «τραγικό μέγεθος», με την έννοια της ενέργειας που συγκινεί βαθιά νου και ψυχή. Ο δεύτερος (παρασυρμένος ίσως από τις πολύ θετικές κριτικές που έχει ήδη πάρει για προηγούμενες ερμηνείες του) επαναλαμβάνεται. Μετά τον «Βασιλιά Ληρ» και τον «Ρήσο», βασίζεται κι εδώ στις κινησιολογικές ευκολίες του. Ο ρόλος του Μεφιστοφελή απαιτεί πολλά περισσότερα, είναι η ίδια η γοητεία του Κακού, χυδαίος και ακαταμάχητος μαζί, δύναμη διανοητική και εσωτερική, όχι ευέλικτο σχήμα.
Η Νάνσυ Σιδέρη είχε τα τυπικά στοιχεία της Μαργαρίτας, αλλά η σκηνή απαιτεί γοητεία, εν προκειμένω «λανθάνουσα», και, οπωσδήποτε, η ηρωίδα είναι κάτι περισσότερο από ένα αθώο, καλόπιστο κορίτσι που πέφτει θύμα της ερωτικής πολιορκίας του Φάουστ. Η Μαργαρίτα παρασύρεται από τη γοητεία του Κακού, αλλά ο πυρήνας της μένει αλώβητος και με τον θάνατό της κερδίζει τη μάχη στον άτυπο πόλεμο του Καλού με το Κακό. Και οι υπόλοιποι νέοι ηθοποιοί (η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, ο Ερρίκος Μηλιάρης, ο Κλήμης Εμπέογλου, η Καλλιόπη Παναγιωτίδου, ο Αγησίλαος Μικελάτος και οι σπουδαστές που ως βουβός Χορός συμπληρώνουν τον θίασο) δεν μπόρεσαν να στηρίξουν ικανοποιητικά τους ρόλους που ανέλαβαν.
Οφείλω να το ομολογήσω: ο «Φάουστ» της Ευαγγελάτου μ' έκανε να σκεφτώ καλύτερα τον «Φάουστ» του Μαρμαρινού και να εκτιμήσω καλύτερα την ερμηνευτική του προσέγγιση. Αν μη τι άλλο, ήταν πολυεπίπεδη και οι λύσεις που πρότεινε για ένα έργο μεγάλης παραστασιακής δυσκολίας βρίσκονταν σε ζωντανή σχέση με τα θέματα του έργου και την πληθωρική δραματουργία του. Να πώς η κριτική συμβαίνει κάποιες φορές να παραγνωρίζει τη σωστή ώρα αρετές που αίφνης αποκαλύπτονται καιρό μετά, μέσα από μια άλλη παράσταση.
Φάουστ
Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Μουσική σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Ηθοποιοί:
Φάουστ: Νίκος Κουρής
Μεφιστοφελής: Αργύρης Πανταζάρας
Μαργαρίτα: Νάνσυ Σιδέρη
Μάρθα: Δήμητρα Βλαγκοπούλου
Βάγκνερ: Ερρίκος Μηλιάρης
Βάλεντιν: Κλήμης Εμπέογλου
Λίζα: Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Σπουδαστής, Μάγισσα: Αγησίλαος Μικελάτος
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ηρώων Πολυτεχνείου & Βασ. Γεωργίου,Πειραιάς
Έως 31/1
Εισιτήριο: €10-25
Τετ., Κυρ. 7 μ.μ., Σάβ. 5 μ.μ., Πέμ., Παρ. 8.30 μ.μ., Σάβ. 9 μ.μ.