Η Κατρίν Ντιβερρές κάνει την εμφάνισή της στο τοπίο του γαλλικού σύγχρονου χορού τη δεκαετία του '80, για να ξεχωρίσει αμέσως με την πολύ ιδιαίτερη ματιά της πάνω στον χορό, προτείνοντας ένα πολύ προσωπικό σύμπαν. Όχι μόνο αντιπαρέρχεται τις κλασικές φόρμες και τον αμερικανικό μεταμοντερνισμό του Κάνιχαμ και του Νίκολαϊς, αλλά, επηρεασμένη από την παραδοσιακή ιαπωνική πολεμική τέχνη του Μπούτο, εισάγει ένα ολότελα νέο langage και κώδικα χορογραφικό που το 1983 παίρνει μορφή με το Instance, με συνδημιουργό τον Μπερνάντο Μοντέτ. Με τον ίδιο αναλαμβάνουν το 1994 το Εθνικό Κέντρο Χορογραφίας της Ρεν και της Βρετάνης, ενώ τη δωδεκαετία 1996-2008 το διευθύνει μόνη της και υπογράφει περί τις είκοσι χορογραφίες.
Συνεργάζεται με ευφάνταστους καλλιτέχνες του χώρου της και στην απόπειρά της να καταγράψει το αυθαίρετο και το τυχαίο, απομυθοποιεί κάθε έννοια αρχών του χορού.
Στο έργο του 2007 Blowin', με το οποίο παρουσιάζει για πρώτη φορά δουλειά της στην Ελλάδα, οκτώ χορευτές και δύο μουσικοί αφέθηκαν σε μια απόλυτη δημιουργική ελευθερία. Άλλοτε σε συγχρονισμό κι άλλοτε σε αντιπαράθεση με τη μουσική, οι ερμηνευτές βρίσκονται σε έναν αδιάλειπτο πειραματισμό με την κίνηση, το σώμα τους και τον ήχο, ανάγοντας τον αυτοσχεδιασμό σε αυτοσκοπό της δημιουργικής διαδικασίας. Η Ντιβερρές αρνείται να αναπαράγει το συντακτικό και τη σύνθεση της χορογραφίας, εισάγει μια νέα θεώρηση των βασικών αρχών της performance, εξετάζει τη δυναμική και τις ελλείψεις της, τις αντιπαραβάλλει με νέους στόχους και δυνατότητες. Προκειμένου να απελευθερωθεί η χορογραφία από τις επαναλαμβανόμενες εκτελέσεις και τις τυποποιημένες κινήσεις, παραχωρεί τη σκηνή στους χορευτές, ενώ κάθε παράσταση διευρύνεται από τη συμμετοχή θεατών στο πλαίσιο ενός ελεγχόμενου αυτοσχεδιασμού. Έτσι, τις τρεις βραδιές που η ομάδα της Κατρίν Ντιβερρές θα παίξει στην Αθήνα, καμία δεν θα είναι απολύτως ίδια με την προηγούμενη. Οι εκπλήξεις τόσο εκ μέρους της μουσικής αλλά και εκ μέρους χορευτών και συμμετεχόντων από το κοινό θα καθορίσουν τη μορφή της εκάστοτε παράστασης.