Η αίσθηση ζωής

Η αίσθηση ζωής Facebook Twitter
Ο Αντρέας Κοντόπουλος, ένας από τους τρεις που ενσαρκώνουν τον Λεντς, απορροφά το ενδιαφέρον μας με τον συναρπαστικό μονόλογό του κατά του ιδεαλισμού. Φωτο: Γιάννης Μακρογιαννέλης
0

Πώς να περιγράψει κανείς με λόγια την απώλεια της λογικής; Ο Μπύχνερ συγκινείται από την περίπτωση του Γιάκομπ Λεντς, σημαντικού θεατρικού συγγραφέα του 18ου αιώνα που πέθανε λησμονημένος, έχοντας υποφέρει από σχιζοφρένεια. Με βάση το ημερολόγιο του Όμπερλιν, χαρισματικού πάστορα που περιέθαλψε τον ταλαίπωρο Λεντς όταν η ασθένεια του τελευταίου είχε αρχίσει να εκδηλώνεται επιθετικά, ο Μπύχνερ επιχειρεί μια πρωτοποριακή καταγραφή της τρικυμίας που κατακλύζει την ψυχή και το σώμα του Λεντς, λίγο προτού αναχωρήσει για τη Ρωσία, αναζητώντας εκεί μια καλύτερη ζωή και συναντώντας, χρόνια αργότερα, έναν εξαθλιωμένο θάνατο.


Ο λόγος του κειμένου ακροβατεί σε επικίνδυνα ύψη, επιδιώκοντας να αποτυπώσει την παραφορά του ήρωα, τους στροβιλισμούς του στο κενό, την πάλη με το ίδιο το μυαλό του. Ακραίες μεταφορές, πυρωμένες, νοηματικοί παραλογισμοί... Η γλώσσα του Μπύχνερ, λαχανιασμένη και κρημνώδης, συμπάσχει με τον Λεντς όταν αυτός διασχίζει με μανία τις πλαγιές και τα λαγκάδια καθ' οδόν προς τη μικρή πόλη Βάλντμπαχ: διαβάζουμε για την επιθυμία του «να περπατήσει με τα χέρια», «να βάλει τη γη πίσω από μια θερμάστρα», για την αιφνιδιαστική αίσθηση τυφλότητας και τα «βουνά τρέλας [που] ξεφύτρωναν στα πόδια του».
Ακολουθεί περίοδος ηρεμίας στο ειρηνικό πρεσβυτέριο του Όμπερλιν, όπου ο Λεντς ζωγραφίζει, διαβάζει και βοηθά τον πάστορα, ενώ «αρχαίες, χαμένες ελπίδες» ανασταίνονται μέσα του. Οι μέρες ευεξίας δεν κρατούν πολύ όμως. Τα βράδια φέρνουν πάντα μαζί τους τον τρόμο της σιωπής: «ήταν μόνος, μόνος!» και τίποτε δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. «Ο κόσμος όλος ήταν γι' αυτόν πληγές» και δάκρυα και μουσική και θλίψη.

Η ομάδα Kursk πήρε την τολμηρή απόφαση να μεταφέρει το Λεντς επί σκηνής, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Χάρη Φραγκούλη και αντιμετώπισαν σοβαρά την αποστολή τους και στάθηκαν απέναντι στο ιερό αυτό κείμενο με όλη την αγάπη και τον σεβασμό που του αξίζει.


Η ακανθώδης πορεία στο σκοτάδι συνεχίζεται κι ας εμφανίζονται φωτεινά διαλείμματα. Οι νυχτερινές κρίσεις κορυφώνονται. «Τότε, ανάμεσα από ύπνο και ξύπνο, έπεφτε σε μια φριχτή κατάσταση: βρισκόταν αντιμέτωπος με κάτι φοβερό, κάτι αποτρόπαιο· η παραφροσύνη τον κυρίευε· με τρομερές στριγκλιές, λουσμένος στον ιδρώτα, τιναζόταν πάνω και μόνο σιγά-σιγά ξαναρχόταν στα σύγκαλά του [...] έμοιαζε σα να ήταν διπλός και το ένα του κομμάτι να φώναζε γυρεύοντας να σώσει το άλλο μισό· όταν το άγχος του έφτανε στο κατακόρυφο, έλεγε μόνος του ιστορίες και απάγγελνε ποιήματα, μέχρις ότου συνέλθει ξανά».

Η αίσθηση ζωής Facebook Twitter
Φωτο: Γιάννης Μακρογιαννέλης


Η τρέλα τον ρουφάει ολοένα και περισσότερο. Προκαλεί σωματικό πόνο στον εαυτό του με διάφορους τρόπους για να βρει πρόσκαιρη ανακούφιση. Αρχίζει τις απόπειρες αυτοκτονίας. Παρά τη συμπόνια και την απεριόριστη κατανόησή τους, η οικογένεια Όμπερλιν δεν αντέχει άλλο την τρομερή ευθύνη. Όταν μια μέρα ο Λεντς πηδάει από το μπαλκόνι, ο καλός πάστορας αποφασίζει να τον παραδώσει σε πιο έμπειρα χέρια. Μια άμαξα με ειδική συνοδεία παίρνει τον ασθενή από το Βάλντμπαχ και τον μεταφέρει στο Στρασβούργο. Φτάνοντας εκεί «[...] δεν ένιωθε πια καμιά αγωνία, καμιά επιθυμία· η ύπαρξή του είχε καταντήσει ένα αναπόφευχτο βάρος. Κι η ζωή του συνεχίστηκε έτσι...» είναι οι τελευταίες φράσεις του μοναδικού πεζού κειμένου που έγραψε ο Μπύχνερ και που έμελλε δικαίως να κατακτήσει κορυφαία θέση στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. Θεωρείται πλέον αφετηρία του ευρωπαϊκού μοντερνισμού ως προς την εκθαμβωτικά σύγχρονη γραφή του αλλά και ως προς τον προδρομικό συνδυασμό ντοκουμέντου (ορισμένα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του πάστορα αποδίδονται σχεδόν ατόφια) και μυθοπλασίας – ο Χάινερ Μίλερ, μάλιστα, το χαρακτήρισε εναρκτήριο παράδειγμα για την πρόζα του 21ου αιώνα.


Ο Μπύχνερ αισθάνθηκε προφανώς μεγάλη έλξη για τον Λεντς, αυτό τον καταραμένο συγγραφέα του Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή, κίνημα του πρώιμου Ρομαντισμού) που αποτρελάθηκε όταν η κοινωνία της Βαϊμάρης τον απέκλεισε από τους κόλπους της. Και οι δύο συγγραφείς αμφισβήτησαν με πάθος τις αρχές τους ιδεαλισμού, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Γκαίτε και τον Σίλερ, και πίστεψαν σε μια τέχνη που δεν εξιδανικεύει τη ζωή αλλά την παρουσιάζει όπως είναι, με όλα τα όμορφα και τα άσχημα γνωρίσματά της. Έμειναν αποκλεισμένοι από το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής τους και χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες προτού αναγνωριστεί η ιδιοφυΐα τους.


Με αφετηρία την εξαιρετική μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα (εκδόσεις Ηριδανός, 1977), η ομάδα Kursk πήρε την τολμηρή απόφαση να μεταφέρει το Λεντς επί σκηνής, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Χάρη Φραγκούλη. Αντιμετώπισαν σοβαρά την αποστολή τους και στάθηκαν απέναντι στο ιερό αυτό κείμενο με όλη την αγάπη και τον σεβασμό που του αξίζει.


Η πρώτη εντύπωση φέρει μάλλον αρνητικό πρόσημο: μας κυκλώνει η ανησυχία ότι έχουμε μπροστά μας μια παράσταση εγκλωβισμένη στις επιταγές της κουραστικής πλέον, εφόσον την υπομένουμε εδώ και χρόνια, μόδας που θέλει τους ηθοποιούς να επιδίδονται σε ομαδική αφήγηση, εκτοξεύοντας ο καθένας με τη σειρά του θραύσματα σημαδιακών φράσεων, περπατώντας πέρα δώθε σαν αυτόματα και φωνάζοντας χαζοχαρούμενα σχόλια βγαλμένα από τις πρόβες («να δεις που τον ρόλο του Λεντς θα τον πάρει ο χοντρός» ή «Κυριακή του ντολμά» αντί του Θωμά κ.ο.κ.), επιδιώκοντας έτσι, ατυχώς, να μας μεταφέρουν μια συμπυκνωμένη ψευδαίσθηση «προθέρμανσης».

Η αίσθηση ζωής Facebook Twitter
Φωτο: Γιάννης Μακρογιαννέλης


Λίγο λίγο το κλίμα αλλάζει, όμως, κι εμείς μπαίνουμε σ' αυτό το σκηνικό σύμπαν, φτιαγμένο σαν φωλιά πουλιού, με κλαδάκια, νερό και πέτρες, που τη ζεσταίνουν φλόγες ρομαντικού ενθουσιασμού και μια ασίγαστη όρεξη επικοινωνίας. Ένα τραγούδι που επαναλαμβάνεται εμμόνως, χαλίκια που σκορπίζονται στο πάτωμα, ηθοποιοί απόλυτα παρόντες... Ο Αντρέας Κοντόπουλος, ένας από τους τρεις που ενσαρκώνουν τον Λεντς, απορροφά το ενδιαφέρον μας με τον συναρπαστικό μονόλογό του κατά του ιδεαλισμού, στο πλαίσιο του οποίου ξετυλίγονται οι απόψεις του συγγραφέα για τη σχέση αναπαράστασης και πραγματικότητας: «Η αίσθηση ζωής σε ένα έργο είναι περισσότερο σημαντική από την οποιαδήποτε ομορφιά ή ασχήμια και είναι το μοναδικό κριτήριο σε ζητήματα τέχνης».


Στο τελευταίο μέρος η έμφαση μετατίθεται στο σώμα του ασθενούς και στις οδύνες του. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος, τρίτος Λεντς, γρονθοκοπάει αόρατους εχθρούς, πέφτει, σηκώνεται, πνίγεται, ουρλιάζει, τρώει τα πλήκτρα του πιάνου, σε μια βωβή αλληλουχία δράσεων που θυμίζει περφόρμανς. Εν τω μεταξύ, η Ηρώ Μπέζου πασχίζει να ενσωματώσει τους θεατές στην παράσταση, κινείται ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων, τραγουδάει, αγκαλιάζει έναν θεατή. Ο ζήλος της φανερώνεται θαυμαστός, δεν φέρει κανένα ίχνος καμώματος.


Ο Λεντς αφαιρεί με κόπο το πουκάμισό του, σαν να ζυγίζει τόνους. Μένει με το εσώρουχο και στέκει ευάλωτος απέναντί μας. Τείνει το χέρι προς το κοινό, σαν να το εννοεί: πράγματι, η διακαής λαχτάρα για επαφή –με τον Λεντς, με τον Μπύχνερ, με όλους εμάς– αποδεικνύεται το μεγαλύτερο προσόν αυτού του εγχειρήματος με την ακατέργαστη, τραχιά γοητεία. Ακόμη κι αν δεν οδηγεί σε ολοκληρωμένη πρόταση, διαθέτει σίγουρα την τρυφερή λάμψη μιας ειλικρινούς απεύθυνσης και μιας αμεσότητας σπάνιας.

Ιnfo:

Lenz
του Georg Büchner

Μετάφραση: Μένης Κουμανταρέας

Σκηνοθεσία: Χάρης Φραγκούλης

Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρία Πανουργιά

Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής

Επιμέλεια κίνησης: Χαρά Κότσαλη

Φωτισμοί: Manu Tilinski

Παίζουν: Σοφία Κόκκαλη, Αντρέας Κοντόπουλος, Ηρώ Μπέζου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Μιχάλης Τιτόπουλος

Bios Main

Πειραιώς 84

Διάρκεια παραστάσεων: 20/04-14/05

Παραστάσεις: Πέμ.-Κυρ.

Ώρα έναρξης: 21.00

Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ (ενιαίο)

ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ