Δεν ξέρω πολλές φωνές στον χώρο της σύγχρονης γραφής που να έχουν τόσο ενδιαφέρον όσο τα θεατρικά και τα ποιητικά κείμενα του Γιώργου Βέλτσου. Μπορεί η πολυσχιδής προσωπικότητά του, τα διαφορετικά κείμενά του με τα οποία περιγελά τις έτοιμες, εύκολες γνώσεις, βεβαιότητες, κατατάξεις, ο δημόσιος βίος του, να έχουν εμποδίσει μέσα στα χρόνια την ψυχρή, «αντικειμενική» αξιολόγηση του θεατρικού (και του ποιητικού) έργου του. Πιθανόν να φοβίζει η υψηλή mentalité που απαιτεί η προσέγγισή του, γι' αυτό κι ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν τολμήσει ως τώρα να μπουν στα βαθιά, κάποτε στα όρια του Νοήματος και της παραστατικότητας, και να αποσπάσουν τις λέξεις από τις σελίδες για χάρη της σκηνής. Μέλλεται να ανακαλυφθεί στον μέλλοντα χρόνο; Πιθανόν. Για την ώρα, πάντως, η Φωνή του [τέταρτο έργο της εκ των υστέρων τετραλογίας, που περιλαμβάνει το Camera degli sposi (1993), την Αναγγελία (2000) και τις Πομπές (2008)], που θα σκηνοθετήσει η Ρούλα Πατεράκη για το Φεστιβάλ Αθηνών στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, είναι μια καλή ευκαιρία να αφουγκραστούμε την αγωνία του – και τον αγώνα του με τις λέξεις, τις έννοιες, τις μορφές.
Με αναφορές στο θέατρο του Ίψεν, του Στρίντμπεργκ, του Κλοντέλ, του Πίντερ και του Γιον Φος, η Φωνή μας μεταφέρει στον περίκλειστο κόσμο του Α, του Β και της Γ. Ένα τρίγωνο στοιχειώνει τις σελίδες, όπως συμβαίνει και στα προηγούμενα έργα του, καθώς η σχέση των φύλων απασχολεί σταθερά τη σκέψη του. «Ό,τι δεν μπορεί να κάνει η ψυχανάλυση, ο Λακάν, η φιλοσοφία, το κάνει το θέατρο» λέει ο συγγραφέας και μας εξηγεί δυο-τρία κλειδιά ερμηνείας.
«Στα έργα μου υπάρχει πάντα το τριαδικό σχήμα. Δεν υπάρχει οικόσιτο ζεύγος, ο Οίκος είναι ο Τάφος. Το τρία, το τρίτο πρόσωπο προσβάλλει τον Οίκο, τη μονογαμική οικογένεια, άρα την κατεστημένη τάξη, τη συντήρηση. Ο πυρήνας των δύο, ο βασικός κοινωνικός πυρήνας, χρειάζεται τον τρίτο για να ανοίξει, ή για να σπάσει, και οποιαδήποτε προοδευτική, αντισυντηρητική, αντιεξουσιαστική άποψη δεν μπορεί παρά να βασίζεται στη λειτουργία του τρία. Όποιος είναι ειλικρινής με τον εαυτό του αντιλαμβάνεται τι θέλω να πω. Όποιος τολμήσει να προχωρήσει από το δύο στο τρία, έχει καταλάβει τι γίνεται όχι μόνο ως προς την ερωτική του υπόσταση αλλά και ψυχικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά. Στην κατεύθυνση αυτή, μέσω Λακάν ή όχι, οδηγούμαστε στην εξής εντυπωσιακή σύνδεση: ο Λάο Τσε, ήδη τον 6ο π.Χ. αι., έγραψε: "Το Τάο γεννά το ένα / το ένα γεννά το δύο / το δύο γεννά το τρία / το τρία γεννά τα μύρια"».
Η Φωνή αναφέρεται στην παραδοξότητα το ζεύγος να αφορά τρία άτομα. Αλλά ποιο είναι το ζήτημα που απασχολεί τον συγγραφέα; «Τι επιθυμεί η Γυναίκα (γιατί αυτή καθοδηγεί τον άνδρα). Αυτό είναι το καίριο ζήτημα. Γιατί η γυναίκα σε σχέση με τον άνδρα, όπως γράφει ο Λακάν, "n' est pas toute", δεν είναι όλη, και ως εκ τούτου η θηλυκότητα μόνο ως μεταφορά μπορεί να εννοηθεί. Πώς να διακρίνεις (και να ορίσεις) τη Γυναίκα μέσα από τα ομοιώματά της, από το semblable, από ένα όμοιο; Αν η Φωνή είναι ο Νόμος του άνδρα και η Φωνή είναι ένα χίασμα με τη Σιωπή, τι ακολουθεί μετά το τέλος της ψυχανάλυσης; Η τελευταία διερώτηση έχει να κάνει με το ότι η αλήθεια της γυναίκας είναι πάντα ελλειπτική. Δεν έχει σχέση με την ανδρική γνώση που διδάσκεται στα πανεπιστήμια, είναι μια γνώση άλλης τάξης. Η συνάντησή της με το πραγματικό (αλλιώς, με τη Φωνή) δεν μπορεί παρά να είναι ελλειπτική. Υπάρχει μια γνώση σε θέση Αλήθειας, θέλω να πω, που για να αποκτηθεί πρέπει να βιωθεί ως έλλειψη – εγώ το 'χω βιώσει μέσω της γυναικείας πλευράς μου και χρησιμοποιώντας τα τέσσερα κείμενά μου, που προανέφερες, ως σκάφανδρα. Μια αναζήτηση γνώσης είναι η γραφή μου – εκτός από εσωτερική αναζήτηση στα περιεχόμενα και στα όρια των φύλων».
Ο Γιώργος Βέλτσος είναι πολύ περίεργος να δει πώς θα αντιμετωπίσει σκηνικά τη Φωνή η Ρούλα Πατεράκη. Η σκηνική ερμηνεία, λέει, θα μπορούσε να είναι «κοινωνιολογικού» ενδιαφέροντος, να βασίζεται δηλαδή στην κατανόηση του 3 ως ανοιχτηριού του ελληνικού μικροαστισμού και συντηρητισμού (υιοθετώντας μια νεορεαλιστική μορφή – παραπέμπει στον Τόκο του Δημητριάδη, όπως τον σκηνοθέτησε ο αγαπημένος Λευτέρης Βογιατζής το 2010). Θα μπορούσε να πάρει μια μορφή αλά Ζενέ, όπου τους ρόλους να ερμηνεύουν τραβεστί, ή να γίνει μια πιντερική εκδοχή, όπου ο τρίτος είναι ο καταλύτης που εκβιάζει την εξέλιξη του παγιωμένου σχήματος. Τον απασχολεί η σκηνική πραγμάτωση της Φωνής, αλλά δεν εμπλέκεται στο έργο του σκηνοθέτη. Αναγνωρίζει, άλλωστε, ότι η πορεία του, στο θέατρο και γενικώς, είναι μια ιστορία αλλεπάλληλων συνδέσεων, μια συνειρμολογία, όπως λέει, που περνάει μέσα από παράξενα μυαλά και παράξενα σώματα.