Στις26 Ιανουαρίου του 1936 ο Ιωσήφ Στάλιν πήγενα δει όπερα στο θέατρο Μπολσόι. Η ΛαίδηΜάκβεθ του Μτσενσκ του ΝτιμίτριΣοστακόβιτς (1906-1975) είχε κάνει πρεμιέραδύο χρόνια πριν στο θέατρο Μάλι τηςΠετρούπολης (τότε Λένινγκραντ) με μεγάληεπιτυχία και υπερθετικά σχόλια από τοευρύ κοινό και τους θεατές ειδικώνγνώσεων και απαιτήσεων. Ήταν μια εποχήπου οι ελίτ των γραμμάτων και των τεχνώνδιαφωνούσαν έντονα για την αξία τουνατουραλισμού ή του φορμαλισμού καιγια τις επιλογές που ήταν περισσότεροχρήσιμες στη σοβιετική κουλτούρα. ΟΜαγιακόφσκι είχε αυτοκτονήσει, οΜέγερχολντ ακόμη δεν είχε εκτελεστεί.Εν τω μεταξύ, ο Σοστακόβιτς ζούσε τομεγάλο έρωτα στο πρόσωπο της ΝίναςΒαρζάρ, μιας νεαρής γυναίκας με έντονηπροσωπικότητα, μορφωμένης και σεξουαλικάαπελευθερωμένης. Πιθανόν γι' αυτό τονενέπνευσε η νουβέλα του Νικολάι ΛεσκόφΗ Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (1866). Μαζί μετον Αλεξάντερ Πράις προσάρμοσαν τηνιστορία σ' ένα λιμπρέτο με ηρωίδα μίαγυναίκα, θύμα της κοινωνικής συνθήκης,που τολμά να διεκδικήσει τον έρωτα,φτάνοντας ακόμη και στο φόνο.
ΗΚατερίνα Ισμαϊλοβα, η ηρωίδα της ιστορίας,φτωχή αλλά όμορφη, παντρεύεται στηρωσική επαρχία έναν εύπορο έμπορο. Πέντεχρόνια μετά, δεν έχει αποκτήσει παιδίκαι πλήττει αφόρητα. Σαν άλλη ΈμμαΜποβαρί, θα πέσει στην αγκαλιά ενός απότους άνδρες που δουλεύουν στο σπίτιτης. Θα παραδοθεί άνευ όρων στις σωματικέςηδονές και, έρμαιη του πάθους της, θαδολοφονήσει πρώτα τον πεθερό της καιστη συνέχεια τον άνδρα της. Σύμφωνα μετο λιμπρέτο, ενόσω το ζευγάρι ετοιμάζεταιγια τη γαμήλια γιορτή, ένας μουζίκος θαανακαλύψει το πτώμα του συζύγου στοκελάρι και θα τρέξει να ενημερώσει τηναστυνομία. Οι δύο εραστές θα οδηγηθούνστη Σιβηρία. Κατά τη διάρκεια τηςβασανιστικής διαδρομής, ο Σεργκέι θαπροδώσει την Κατερίνα για τα κάλλη μιαςνεαρής κατάδικης. Στη νουβέλα η ηρωίδαπνίγει το μωρό της, στο λιμπρέτο ηΚατερίνα θα πάρει μαζί της στο θάνατοτην ερωτική αντίζηλο.
Συνδυάζονταςεξπρεσιονιστικά στοιχεία και επιρροέςαπό τις ιταλικές όπερες του βερισμού,ο Σοστακόβιτς παρουσίασε μία«τραγωδία-σάτιρα», που χωρούσεπολλές διαφορετικές ερμηνείες. Ηβυθισμένη στην πλήξη ρωσική επαρχίατης ιστορίας επέτρεπε την αναγωγή στοασφυκτικό καλλιτεχνικό περιβάλλον τηςεποχής: οι επαφές με τη Δύση είχανδιακοπεί και ο δημιουργικός διάλογοςήταν ανεπιθύμητος. Το ενδιαφέρον ωστόσοτων κριτικών σχολίων μονοπώλησε ητολμηρή απόδοση των ερωτικών σκηνών. ΟΣεργκέι Αϊζενστάιν, γράφει ο ΣόλομονΒολκόφ (Σοστακόβιτς και Στάλιν / Από τηνελευθερία έκφρασης στην πολιτικήπροπαγάνδα, εκδ. Κέδρος 2005), σχολίασεότι «ο βιολογικός έρωτας εκφράζεταιμε υπερβολικά ζωντανό τρόπο στη μουσική»και ο Σεργκέι Προκόφιεφ ότι τα «κύματατης λαγνείας πάνε κι έρχονται δίχωςσταματημό!».
Δύσκολατα πράγματα, με δεδομένο ότι ο Στάλιναπεχθανόταν σεξουαλικού περιεχομένουσκηνές ή αναφορές στη λογοτεχνία, στοθέατρο, στο κινηματογράφο. Πράγματι,και παρά την προηγούμενη επιτυχία τηςΛαίδης του Μτσενσκ, ο Στάλιν έφυγεβιαστικά στο τέλος της παράστασης. Δύοημέρες αργότερα η έγκυρη εφημερίδα«Πράβδα» βγήκε μ' ένα καταγγελτικότου περιεχομένου και της μουσικής τουΣοστακόβιτς άρθρο με τίτλο «Θολούρααντί για μουσική», απαράμιλλο δείγμακατευθυνόμενης κριτικής σταλινικούτύπου. Επρόκειτο για ντιρεκτίβα με τηνοποία ο «φορμαλισμός» κηρύσσεταιοριστικά εχθρός της σοβιετικής κουλτούρας.Σύντομα στην «Πράβδα» θα δημοσιευτούνκι άλλα άρθρα με στόχο τον κινηματογράφο,την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τοθέατρο. Πολλές σκοτεινές μέρες θαακολουθήσουν.
Αφορμήγια να θυμηθούμε αυτές τις παλιές πληνόμως διδακτικές ιστορίες είναι ηπαράσταση της Μάρθας Φριντζήλα Κατερίνα Ισμαϊλοβα, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκστον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του ΝέουΚόσμου. Η καλή ηθοποιός και σκηνοθέτηςχρησιμοποίησε αφηγηματικά και περιγραφικάμέρη της νουβέλας και διαλόγους τουλιμπρέτου κι έφτιαξε ένα νέο έργο πουικανοποιεί εντελώς τις σύγχρονεςσκηνικές απαιτήσεις. Πρώτα και κύριαγιατί έσπασε τη δράση με τραγούδια πουσυνδέουν το νέο έργο με την ιστορία του:η (καινούργια) μουσική του ΒασίληΜαντζούκη χρησιμοποιεί κάποια μοτίβααπό την όπερα και οι στίχοι που έγραψεη Φριντζήλα αντλούν από τις άριες καιτα χορωδιακά μέρη της όπερας. Όμως, μηφανταστείτε τίποτε μεγάλο και επιβλητικό:το θαύμα γίνεται σ' ένα μικρό χώρο, μ'ένα πιάνο στη γωνία, από τους τέσσεριςηθοποιούς που συμμετέχουν: τη ΜαρίαΚεχαγιόγλου, τον Λαέρτη Μαλκότση, τονΓιώργο Φριντζήλα και τη ΔέσποιναΑναστάσογλου. Οι ηθοποιοί μπαίνουν καιβγαίνουν με ελευθερία στους ρόλουςτους, η γενικότερη διάθεση είναι μάλλονμπρεχτική (δεν επιδιώκεται κανενόςείδους ταύτιση ηθοποιών-ρόλων-θεατώνκαι αναδεικνύονται τα υλικά και οι«τρόποι» της αναπαράστασης) καιτο δίπολο έρως-θάνατος που κυριαρχείστην ιστορία ουδόλως βαραίνει τηνατμόσφαιρα του σκηνικού παιγνίου.Μάλιστα, κάποιες επιλογές επιμένουν ναελαφρύνουν τη συνθήκη περισσότερο απ'όσο η ίδια σηκώνει: ο Λαέρτης Μαλκότσης,με αστεία περούκα, μάλλον γελοιοποιείμε τις μιμήσεις του τον άνδρα και τονπεθερό της ηρωίδας. Αλλά η όποια αντίρρησηεξατμίζεται στη στιγμή, όταν έχειςαπέναντι σου μία ηθοποιό της κλάσης τηςΜαρίας Κεχαγιόγλου. Παρακολουθώνταςτην, αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει χάρισμα,ένα ταλέντο που πηγάζει φυσικά όπως τονερό από την πηγή, δίνοντας ακόμη καιστις επικίνδυνες στιγμές του ονείρουκαι των παραισθήσεων της ηρωίδας μοναδικήποιότητα