Κριτική του "Δαμάζοντας τα κύματα"― πώς η Ρούλα Πατεράκη μετέφερε στη σκηνή τον Λαρς φον Τρίερ

Κριτική του "Δαμάζοντας τα κύματα"― πώς η Ρούλα Πατεράκη μετέφερε στη σκηνή τον Λαρς φον Τρίερ Facebook Twitter
0

Σίγουρα, η ταινία του Λαρς φον Τρίερ, Δαμάζοντας τα κύματα (1996), δεν μιλά για τη δύναμη της αγάπης και το θαύμα της πίστης, όπως διαβάζω σε πολλά κείμενα που έχουν γραφτεί γι' αυτήν ή, τώρα, για τη σκηνική διασκευή της Ρούλας Πατεράκη στο Νέο Rex Εθνικού Θεάτρου. Γιατί η Μπες, η κεντρική ηρωίδα, ένας άγγελος επί της Γης (και ως τέτοια, διανοητικά/νευρολογικά ασθενής...), πεθαίνει κακοποιημένη και ατιμασμένη, παρότι πιστεύει στον Θεό και αγαπά τον άνδρα της, τον Γιαν, άνευ όρων και ορίων. Ο Γιαν είναι που θεραπεύεται από τη βαριά αναπηρία του, αυτός που ζει εκτός πίστης, αυτός που δέχεται την απεριόριστη αγάπη της Μπες και διαστροφικά τη χειραγωγεί. Ή, μήπως, είναι πιο πειστική η ερμηνεία που υποστηρίζει ότι την ωθεί να κάνει σεξ με αγνώστους σε μια εξαιρετικά κλειστή και συντηρητική κοινωνία, επειδή την αγαπά και θέλει να είναι σεξουαλικά ικανοποιημένη;


Τα πράγματα δεν είναι απλά. Όπως και να 'χει, μια παράσταση που μας βάζει στην περιπέτεια να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με αυτά τα πλάσματα επί σκηνής, τα οικεία και ταυτοχρόνως ξένα, έχει ήδη καταφέρει το κρίσιμο: να αναστατώσει τις βεβαιότητές μας.

Κινούμενη ανάμεσα στην ισχυρή παράδοση του μοντερνισμού και σ' έναν ακόμη εν εξέλιξει μεταμοντερνισμό, η Ρούλα Πατεράκη διάλεξε μια ιστορία που προσφέρεται για διαφορετικές ερμηνείες και μπορεί να ικανοποιήσει θεατές διαφορετικών απαιτήσεων.


Ο Ντοστογιέφσκι συνέδεσε τον φτωχό πρίγκιπα Μίσκιν, αυτό τον απόλυτα καλό άνθρωπο (προφανής αναφορά του Λαρς φον Τρίερ), με την επιληψία, την κατά Ιπποκράτη «ιερά νόσο» από την οποία και ο ίδιος υπέφερε – οι τρελοί στην εποχή του δεν μπορούσαν να είναι πρωταγωνιστές σε μυθιστόρημα. Στα τέλη του 20ού αι., ωστόσο, μετά τον Νίτσε και τον Βιτγκενστάιν, τη σχιζοφρένεια σπουδαίων φιλοσόφων και μαθηματικών, όπως ο Κουρτ Γκέντελ, ο Γκότλομπ Φρέγκε, ο Τζον Νας, και από τον χώρο των παραστατικών τεχνών του Νιζίνσκι και του Αρτώ (μεταξύ πολλών άλλων καλλιτεχνών που έπασχαν από σοβαρά ψυχικά νοσήματα), η καλλιτεχνική αποτύπωση της ψυχικής νόσου δεν είναι, όσο άλλοτε, απωθητική. Ο ίδιος ο Τρίερ μιλάει ανοιχτά για την κατάθλιψή του και το πώς ο κινηματογράφος τον βοήθησε να την ελέγξει. Κι όμως, η ηρωίδα του δεν απέχει πολύ από την ευγενική αποτύπωση του αγίου σαλού στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Έτσι, ο ευφυής, προκλητικός δημιουργός –ειρωνικά, νομίζω– καταδεικνύει πόσο η πρόσληψη του σύγχρονου κοινού παραμένει δέσμια του ρομαντισμού. Προτιμάμε να σταθούμε σ' αυτό που λέει η Μπες μέσα στην εκκλησία, «δεν μπορείς να αγαπήσεις λέξεις. Μπορείς να αγαπήσεις ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα» (απαντώντας στον αυταρχικό λόγο του Άνδρα-Πατέρα περί unconditional πίστης στον Λόγο και το Δίκαιο), και όχι στα τελευταία λόγια της, λίγο πριν ξεψυχήσει: «Ίσως να έκανα λάθος, τελικά».


Πίσω στον 19ο αιώνα, ρομαντικοί λογοτέχνες και κριτικοί, επιτιθέμενοι στον ακαδημαϊσμό και την ασφυκτική κλασική παράδοση, μίλησαν για τον μύθο και τον μεταφορικό λόγο ως πρωταρχική γλώσσα του ανθρώπου, πέρα από τις κατ' επίφαση ορθολογικές δομές της τρέχουσας καθομιλουμένης, για την έκσταση και τη «συναισθηματική ενόραση». Συνέλαβαν και αποτύπωσαν τον εσωτερικό διχασμό του πνεύματος, το χάσμα ανάμεσα στο πραγματικό και στο ιδανικό, την υπαρξιακή εκκρεμότητα της εσαεί ανικανοποίητης Επιθυμίας. Η έκφραση των συναισθημάτων δεν είναι για τους ρομαντικούς μόνο η πρωταρχική αιτία του έργου τέχνης αλλά και τρόπος για να γλιτώσουν οι πλέον ευαίσθητοι δημιουργοί από την παραφροσύνη.


Άλλο αυτό, όμως, κι άλλο ο εξωραϊσμός της ψυχικής νόσου στο όνομα μιας αιρετικής αντίληψης για τις κατεστημένες αξίες που με πάθος υποστήριξαν πρώτα εκπρόσωποι των ιστορικών πρωτοποριών του 20ού αι. (τα ψυχιατρεία, έλεγε ο Μπρετόν, είναι «κάστρα αντίστασης στον καπιταλισμό» αλλά και ότι δεν δικαιούμαστε να θεραπεύουμε τον τρελό καλλιτέχνη) και μετά τον πόλεμο σοβαροί διανοητές (όπως ο Φουκώ), που στήριξαν το «κίνημα της αντι-ψυχιατρικής» της δεκαετίας του '60. Ακόμη και σήμερα πολλοί φορείς της ψυχαναλυτικής και της post-structural σκέψης υποστηρίζουν ότι η τέχνη και η τρέλα εκφράζουν παρόμοιες ανάγκες και ελλείμματα, αποτελούν δείκτες της διαφορετικότητας και χώρους φιλικούς προς την Ετερότητα (στις διαφορετικές μορφές της). Μέσω της τέχνης η κοινωνία καθυποτάσσει τον Ηomo demens, τον τρελό που δεν συμβιβάζεται και αποκαλύπτει αυτό που δεν πρέπει να ειπωθεί, το οντολογικά παράλογο, το τρομακτικό, το γκροτέσκο. Κάπως έτσι η τρέλα μυθολογείται και ο τρελός ηρωοποιείται ως «λογικός που έπαψε να κρύβεται και να φοβάται».


Αλλά ο «τρελός» είναι ένας ασθενής που χρειάζεται βοήθεια, έστω κι αν συμβαίνει η θεραπευτική αγωγή, και τα ιδρύματα που την προσφέρουν, να είναι μέρος της ασθένειας. Οι άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια, όπως κάποτε ο Αρτώ ή ο Γκέντελ (που πέθανε από ασιτία επειδή φοβόταν ότι θα τον δηλητηριάσουν), υποφέρουν πολύ για να μπορούμε εμείς οι φιλότεχνοι να τους βάζουμε «μπροστάρηδες» στις θεωρίες μας περί ετερότητας και στις αστικές ιδέες περί επανάστασης ενάντια στις έτοιμες ιδέες και στον αυταρχισμό του (φυσιο-) λογικού.


Κινούμενη ανάμεσα στην ισχυρή παράδοση του μοντερνισμού και σ' έναν ακόμη εν εξέλιξει (μέσα από τη θεωρία/διαδικασία της διαρκούς ερμηνείας και επανερμηνείας) μεταμοντερνισμό, η Ρούλα Πατεράκη διάλεξε μια ιστορία που προσφέρεται για διαφορετικές ερμηνείες και μπορεί να ικανοποιήσει θεατές διαφορετικών απαιτήσεων. Όποιος στέκεται συνήθως στο πρώτο επίπεδο της ιστορίας, στην πλοκή που οδηγεί την αφελή Μπες στον θάνατο –ή στην αυτοθυσία;– στο όνομα της αδιαπραγμάτευτης πίστης και αγάπης, θα διαπιστώσει ότι η αφήγηση παραμένει σε μεγάλο βαθμό πιστή στο σενάριο. Παρότι η παράσταση έχει μεγαλύτερη διάρκεια από την ταινία, θα μείνει ευχαριστημένος. Στη θεατρική σκηνή, βέβαια, δεν μπορεί παρά να απουσιάζουν η φύση και οι εξωτερικοί χώροι, που στην ταινία λειτουργούν διαρκώς αντιστικτικά προς τους κλειστούς, εσωτερικούς χώρους, δημιουργώντας εναλλαγές φωτός και ατμόσφαιρας που προσφέρουν την ψευδαίσθηση εξέλιξης στη δράση. Είναι κι αυτός ένας λόγος που στην παράσταση, μετά τις 2 ώρες, η σκηνική αφήγηση μοιάζει να επαναλαμβάνεται και το ενδιαφέρον δεν ανανεώνεται από τα «διαλείμματα» εν είδει «συνέντευξης» που παίρνει η Πατεράκη, μέλος κι αυτή του θιάσου, από τον Τρίερ.


Η ιδέα αυτή κλείνει το μάτι στους θεατές που περιμένουν από τη σκηνοθεσία κάτι περισσότερο από μια μεταφορά της ταινίας στη σκηνή. Η Πατεράκη επιχειρεί ένα σκηνικό σχόλιο για τις σχέσεις που συνδέουν διαφορετικούς δημιουργούς αλλά και για τη θέση του καλλιτεχνικού έργου σε σχέση με την αγορά στην οποία απευθύνεται, που περιλαμβάνει κοινό και «ειδικούς». Τόσο η ταινία όσο και η θεατρική παράσταση κρίνονται από την αποδοχή τους, τα εισιτήρια που κόβουν αλλά και τα κείμενα που γράφονται ως ίχνη της «επίσημης» πρόσληψής τους από τους κριτικούς. Ωστόσο, οι ερωτήσεις που απευθύνει η Πατεράκη στον Δανό δημιουργό είναι μάλλον χιουμοριστικές, ένα «συναδελφικό» κλείσιμο του ματιού που δεν ξεκλειδώνει κάποια σημεία της ιδιαίτερης πορείας και γραφής του σπουδαίου κινηματογραφιστή.


Παίζει και με μια άλλη ιδέα η Πατεράκη, που συνδέει την κινηματογραφική προσφορά του Τρίερ με τη δική της σκηνική προσέγγιση: όπως στο Δόγμα '95 βασικό ρόλο παίζει η χρήση της κάμερας στο χέρι, έτσι και στην παράστασή της ο Στάθης Αθανασίου τραβάει με κάμερα στο χέρι πρόσωπα και σημεία της δράσης. Αυτό που στις ταινίες του Τρίερ της περιόδου 1996-2005, ή του Βίντερμπεργκ, έκανε αίσθηση, στην παράσταση δεν πρόσφερε τίποτα περισσότερο από μια «επική» διάσταση στη σκηνική αφήγηση. Η χρήση καμερών επί σκηνής και η ταυτόχρονη προβολή του «υλικού» που βιντεοσκοπείται είναι τόσο οικεία πια, ώστε μοιάζει κοινοτοπία.


Κατά τα άλλα, η παράσταση ευτύχησε ως προς τους ηθοποιούς που την υποστηρίζουν, κυρίως την Ιωάννα Τσιριγκούλη (στον ρόλο της Μπες – αλλά γιατί αυτή η απαίσια περούκα;), την Παρθενόπη Μπουζούρη (εξαιρετική στον ρόλο της Ντόντο), τον Άκη Σακελλαρίου, την Τασία Σοφιανίδου και την Ευανθία Κουρμούλη. Το σχόλιο για την Πτώση του Άνθρωπου, με ολόγυμνους τη Βασιλική Αντώναρου και τον Κωνσταντίνο Παναγιωτάκη, δικαιολογείται για μια στιγμή, αλλά καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης το ζεύγος των πρωτόπλαστων να περιφέρεται ή να κάθεται υπομονετικά ακυρώνει τη θεμελιώδη θεολογική σύλληψη του δυτικού (χριστιανικού) πολιτισμού.

Info:

Δαμάζοντας τα κύματα
του Λαρς φον Τρίερ
Σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη
Πρωταγωνιστούν: Ρούλα Πατεράκη, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Άκης Σακελλαρίου, Παρθενόπη Μπουζούρη.


ΕΘΝΙΚΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ-ΡΕΞ
Πανεπιστημίου 48,
210 3305074
Τετ.- Σάβ. 21:00, Κυρ. 19:30 Εισ.: €10-15

0

ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ