Αν η μελέτη της εποχής που έζησε ένας συγγραφέας μπορεί να φωτίσει ποικιλοτρόπως το έργο του, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που το έργο ενός συγγραφέα μπορεί να φωτίσει την εποχή του – στην πραγματικότητα, ακόμη και ερήμην των προθέσεων των δημιουργών, τα έργα τέχνης μπορούν να μας πουν πολλά για την εποχή που δημιουργήθηκαν, γι' αυτό και λειτουργούν ως έμμεσες πηγές της Ιστορίας. Ο Σλάντεκ, το θεατρικό έργο του αυστριακής και ουγγρικής καταγωγής Έντεν φον Χόρβατ (1901-1938), αποτελεί ιδανικό παράδειγμα. Γραμμένο το 1828, φωτίζει σε real-time το ιδεολογικό υπόβαθρο που ανέδειξε τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ σε πρώτο κόμμα στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933. Είχαν προηγηθεί η ήττα της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι εξουθενωτικές πολεμικές αποζημιώσεις, η εισβολή γαλλικών στρατευμάτων στη περιοχή της Ρουρ, βιομηχανική καρδιά της χώρας το 1923, ο πληθωρισμός, η τρομακτική ανεργία. Η περίοδος της κοινοβουλευτικής, προεδρευόμενης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν εξαρχής καταδικασμένη, αφού συνδέθηκε με την ταπείνωση της συνθηκολόγησης και την ολική κατάρρευση μιας χώρας με δομές απολυταρχικές – με άλλα λόγια, χωρίς αναφορές (σε αντίθεση με την Αγγλία και την Γαλλία) στις έννοιες του «φιλελευθερισμού» και της «αστικής επανάστασης».
Οι ιδεολογικές αντιφάσεις, η σύγκρουση ιδέας και πράξης, ομάδας και ατόμου, αποτυπώνονται έξοχα στον Σλάντεκ του Χόρβατ. Τα ζητήματα που θέτει παραμένουν ανεπίλυτα: πόσο υπεύθυνος για τις επιλογές του είναι ένας νέος όπως ο Σλάντεκ, στοχαστικός κατά βάθος, αλλά πληγωμένος, χωρίς παιδεία, οικογένεια, πόρους, όταν σε μια εποχή σύγχυσης και φανατισμού υποκύπτει στο ένστικτο της αγέλης;
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ο Χίτλερ απέκτησε πρόσβαση στα κατώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης (που αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος), εκμεταλλευόμενος ιδέες σημαντικών διανοουμένων: του Όσβαλντ Σπένγκλερ (που χρησιμοποίησε ιδέες του Νίτσε για να στηρίξει τον κοινωνικό δαρβινισμό και την ταύτιση του καλού με τη δύναμη, και του κακού με την αδυναμία), του Ερνστ Γίνγκερ, του Καρλ Σμιτ, του Βέρνερ Ζόμπαρτ κ.ά. – ειδική περίπτωση αποτελεί ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, που προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα για ένα μικρό διάστημα. Το πνεύμα της εποχής ευνοούσε δηλώσεις όπως αυτή του ποιητή (λιμπρετίστα του Ρίχαρντ Στράους) και θεατρικού συγγραφέα Ούγκο φον Χόφμανσταλ, στα 1927, περί «συντηρητικής επανάστασης» που επιθυμούν πολλοί Γερμανοί, που δεν αναζητούν «ελευθερία, αλλά κοινοτικούς δεσμούς».
Οι δεξιοί διανοούμενοι τροφοδότησαν τον γερμανικό εθνικισμό, μιλώντας για «κοινότητα αίματος», προτείνοντας την εργασία (την ολοκληρωτική επιστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων) και τον πόλεμο ως μόνη λύση στο αδιέξοδο, υποστηρίζοντας την ανάγκη να θυσιαστεί η ατομική ελευθερία στον βωμό του αυταρχικού κράτους που απαιτούσε η εθνική αναγέννηση. Η προοπτική της νέας πολεμικής αναμέτρησης έγινε μοχλός εθνικής ανάτασης και οικονομικής ανάκαμψης – μέσω της ταχείας εκβιομηχάνισης που θα εξασφάλιζε τη «νίκη της ψυχής επί της μηχανής». Πρόκειται για το παράδοξο ενός καθαρά καπιταλιστικού κρατισμού που ιδεολογικά πρέσβευε έναν αντικαπιταλιστικό ρομαντισμό (το σύνθετο φαινόμενο αναλύει καλά ο Jeffrey Herf στη μελέτη του Αντιδραστικός μοντερνισμός / τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ' Ράιχ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996).
Οι ιδεολογικές αντιφάσεις, η σύγκρουση ιδέας και πράξης, ομάδας και ατόμου, αποτυπώνονται έξοχα στον Σλάντεκ του Χόρβατ. Τα ζητήματα που θέτει παραμένουν ανεπίλυτα: πόσο υπεύθυνος για τις επιλογές του είναι ένας νέος όπως ο Σλάντεκ, στοχαστικός κατά βάθος, αλλά πληγωμένος, χωρίς παιδεία, οικογένεια, πόρους, όταν σε μια εποχή σύγχυσης και φανατισμού υποκύπτει στο ένστικτο της αγέλης; Τι απαντάς σε έναν νέο, που βλέποντας να συμβαίνουν νομότυπα εγκλήματα των οποίων οι αυτουργοί ανήκουν στην πολιτική/οικονομική ελίτ, λέει σαν τον Σλάντεκ: «Οι σκοτωμοί είναι ατελείωτοι στη φύση, αυτό δεν αλλάζει. Είναι το νόημα της ζωής. Ο μεγάλος κανόνας. Δεν υπάρχει συμφιλίωση»; Και τι κάνεις με τη Δημοκρατία που ιδρυτικά οφείλει να προστατεύει τα δικαιώματα ακόμη και αυτών που επιδιώκουν να την καταλύσουν; Αν «ο φόβος γεννάει σκληρότητα» και οι «δειλοί είναι πιο σκληροί από τους γενναίους», όπως σωστά έχει πει ο ειρηνιστής Μπέρτραντ Ράσελ, πώς μπορούν να αντιδράσουν οι γενναίοι και οι δίκαιοι όταν τα κτήνη επικρατούν; Ίσως κανείς δεν εκφράζει καλύτερα το αδιέξοδο από τον ειρηνιστή Φραντς, που πρώτα βασανίζεται από τους φασίστες και στη συνέχεια δικάζεται από το δικαστήριο της Δημοκρατίας ως προδότης: «Είναι αλήθεια ότι ο σεβασμός μου για το άτομο είναι υπερβολικός. Κάποια μέρη του συνόλου θα πρέπει πάντα να καταστρέφονται. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι τόσο διεφθαρμένοι που ακόμα κι ο Θεός ο ίδιος θα τους γύριζε την πλάτη. Καμιά ιδέα δεν μπορεί να σώσει την ψυχή τους. Δεν αλλάζουν. Τους αξίζει να διωχθούν με τις κλοτσιές».
Ο Χόρβατ καταφέρνει με τον Σλάντεκ να γράψει ένα πολυπρισματικό, βαθιά πολιτικό έργο και μαζί ένα συναρπαστικό υπαρξιακό δράμα. Παρότι κατοπτρίζει αμείλικτα την εποχή του, επειδή επιμένει να δείχνει τη σχετικότητα και τις λεπτές ισορροπίες σε βασικές θεσμικές έννοιες και δομές (που εύκολα μεταπίπτουν στα αντίθετά τους π.χ. άμυνα του κράτους / στρατός / εξωτερικός εχθρός / εσωτερικός εχθρός / εμφύλιος), αφορά εξίσου τον παρόντα και τον μέλλοντα χρόνο. Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, κοινωνικής θέσης και ιδεών, και η ποιότητα των ζητημάτων που θίγει κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Εφόσον, βέβαια, είναι εκπαιδευμένος στους σύγχρονους σκηνικούς νεωτερισμούς. Γιατί ο Δημήτρης Καραντζάς συνεχίζει (μετά την καλοκαιρινή Ελένη) τις αναζητήσεις του ως προς τη λειτουργία και την ερμηνευτική δυνατότητα της ομάδας, εντός της οποίας δεν έχει και τόση σημασία ποιος ερμηνεύει ποιον ρόλο: καθένας αναλαμβάνει περισσότερους τους ενός και όλοι μαζί λειτουργούν σαν ένα είδος Χορού. Η δραματουργία που προτείνει ο σκηνοθέτης (καταργώντας τη συμβατική διάκριση των dramatis personae, των ρόλων) έχει έρεισμα σ' ένα σημαντικό ζήτημα που θέτει το έργο, της θέσης του ατόμου σε εποχές που ευνοούν την προστατευτική ανελευθερία της αγέλης. Χωρίς σκηνικό, καθισμένοι την περισσότερη ώρα σε μια σειρά καρέκλες, κάποτε αποκομμένοι σε δυαδικές αναμετρήσεις, οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τον λόγο σαν παρτιτούρα, ακολουθώντας καλά δουλεμένους ρυθμούς και διαφορετικούς τόνους. Σε στιγμές έντασης τραγουδούν μια μελωδία που έχει συντεθεί από τρία διαφορετικά τραγούδια του Μεσοπολέμου, την ίδια ξανά και ξανά, ακολουθώντας τις δυνάμεις ψυχολογικού καταναγκασμού που πρωταγωνιστούν στον Σλάντεκ (η ηχητική δραματουργία και η μουσική κειμένου είναι του Δημήτρη Καμαρωτού).
Το σύνολο των ηθοποιών (Άρης Μπαλής, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μιχάλης Οικονόμου, Αργύρης Πανταζάρας, Αινείας Τσαμάτης, Γιάννης Κλίνης, Αντώνης Αντωνόπουλος) ανταποκρίνεται θαυμάσια στη σκηνοθετική προσέγγιση. Ειδικά ο Άρης Μπαλής, που έχει αναλάβει τον ρόλο του Σλάντεκ, επιδεικνύει μια σπάνια, πολύτιμη υποκριτική ποιότητα. Η συγκινητική ερμηνεία του προσφέρει ισχυρό επιχείρημα σε όσους δεν πείθονται από αυτή την εμμονή στο «συλλογικό πρόσωπο» που συναντάμε ολοένα και πιο συχνά στη σύγχρονη θεατρική πράξη: το δράμα στις καλύτερες στιγμές του κοινωνείται από τον Έναν. Το μοίρασμα του ρόλου σε πολλούς ηθοποιούς αποδυναμώνει την αφήγηση και την αποδραματοποιεί.
Η δημιουργική ανησυχία που μαρτυρά η παράσταση του Καρατζά είναι σεβαστή και η καλά δουλεμένη φόρμα της παράστασης έχει ενδιαφέρον. Μόνο που μεγαλύτερο είναι το ενδιαφέρον που προκαλεί αυτό το μέχρι σήμερα άγνωστο έργο του Χόρβατ από μόνο του. Γι' αυτό και θα ομολογήσω την αμαρτία μου: θα προτιμούσα να το δω σε μια σκηνοθετική προσέγγιση που να ακολουθεί την πρωτότυπη δραματουργία, χωρίς διαμεσολαβήσεις και παρεμβάσεις.
Έντεν φον Χόρβατ
Σλάντεκ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Πρωταγωνιστούν: Αντώνης Αντωνόπουλος, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Κλίνης, Άρης Μπαλής, Μιχάλης Οικονόμου, Αργύρης Πανταζάρας, Αινείας Τσαμάτης
Από 6/11 έως 5/4
ΠΟΡΤΑ
Μεσογείων 59,
210 7711333
Τετ.: 8 μ.μ., Πέμ., Παρ., Σάβ.: 9.15 μ.μ., Κυρ.: 7 μ.μ. Εισ.: €10-15