Η εικόνα της Μπέτι Ντέιβις ως Μπέιμπι Τζέιν στο ψυχολογικό θρίλερ του 1962 θα στοιχειώνει για πάντα το φαντασιακό των σινεφίλ. Τόσο η παρουσία όσο και η ερμηνεία της σπουδαίας ηθοποιού συνιστούν, ακόμη και σήμερα, μία από τις εντυπωσιακότερες ενσαρκώσεις της έννοιας του γκροτέσκου στον κινηματογράφο. Η παχιά στρώση λευκού μέικ-απ, τα κόκκινα χείλη και, προπαντός, οι κοριτσίστικες μπούκλες από αραιωμένες τρίχες που πλαισιώνουν το πρόσωπό της συγκρούονται συνταρακτικά με το μαραμένο δέρμα, τα πεσμένα μάγουλα, τα αυλάκια των ρυτίδων γύρω από τα μάτια. Ο θεατής μένει άφωνος, σαστισμένος μπροστά σε αυτήν τη γριά μπεμπέκα: είναι γελοίο το θέαμα ή τρομακτικό;
«Για να χαρακτηριστεί κάτι γκροτέσκο, οφείλει να εγείρει τριών ειδών αντιδράσεις. Το γέλιο και η έκπληξη είναι δύο από αυτές· η τρίτη είναι η απέχθεια ή ο τρόμος» γράφει ο Τζέφρι Χάρφαμ στο δοκίμιό του «The Grotesque: First Principles».
Η ηλικιωμένη Τζέιν επιμένει να συμπεριφέρεται σαν να είναι ακόμη το αλλοτινό κορίτσι-θαύμα της σόουμπιζ και το καμάρι του μπαμπά της. Περιφέρεται με λευκά φορεματάκια, καταπίνοντας λίτρα ουίσκι, μέσα στη χολιγουντιανή έπαυλη, βιώνοντας εδώ και δεκαετίες μια σχέση αρρωστημένης εξάρτησης από την ανάπηρη αδελφή της (στην ταινία την υποδύεται η Τζόαν Κρόφορντ). Ένα είδος μπανάλ φρίκης αναδύεται όσο την παρακολουθούμε να συνομιλεί με την κούκλα-ομοίωμά της από τα παλιά ή να χορεύει, σηκώνοντας επιδεικτικά τη φούστα της μπροστά στον άγνωστο καλεσμένο της. Όπως σταδιακά ανακαλύπτουμε, το γερασμένο αυτό κορίτσι είναι ικανό να ξεκάνει όχι μόνο καναρίνια αλλά και ανθρώπους, προκειμένου να προστατέψει την ψευδαίσθηση που με απροσμέτρητο κόπο έχτισε ως άμυνα απέναντι στην αλήθεια της ζωής της.
Το ζητούμενο είναι το στίγμα της προσωπικής ανάγνωσης, όχι η στείρα αντιγραφή που οδηγεί σε κακέκτυπα.
Δεν ταξινομείται εύκολα το γκροτέσκο, πόσο μάλλον που κάθε εποχή έχει τη δική της αντίληψη γι' αυτό. Κάθε φορά, όμως, «απειλεί ή διαλύει τις συμβάσεις ανοίγοντας την πόρτα σε ιλιγγιώδεις νέες προοπτικές, όπως η καταστροφή της λογικής και η παλινδρόμηση στο υποσυνείδητο – την τρέλα, την υστερία ή τον εφιάλτη» συνεχίζει ο Χάρφαμ. Σε αυτά τα σκοτεινά μονοπάτια μάς οδηγεί η Μπέιμπι Τζέιν της Μπέτι Ντέιβις και δεν είναι τόσο εύκολο να βρούμε διέξοδο μέσα από το γέλιο της απόρριψης ή την κωμωδία. «Εγώ θα μείνω για πάντα παιδί. Το ίδιο δεν θέλετε κι εσείς; Να, λοιπόν!» μοιάζει να μας φωνάζει η γριά κλόουν, κλείνοντας το σακουλιασμένο μάτι της όλο νόημα, νάζι και μάσκαρα.
Έγραφε ο Τόμας Μαν σε ένα από τα δοκίμιά του: «... Αισθάνομαι ότι επί της ουσίας η μοντέρνα τέχνη έχει πάψει να αναγνωρίζει τις κατηγορίες του τραγικού και του κωμικού. Βλέπει τη ζωή ως τραγικωμωδία, με αποτέλεσμα το γκροτέσκο να συνιστά την πιο αυθεντική έκφρασή της». Πράγματι, στη δική μας εποχή του τρόμου και των παραμορφώσεων, όπου η στρέβλωση της πραγματικότητας προκαλεί τερατογενέσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, το γκροτέσκο θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ο νέος ρεαλισμός: ποια άλλη αισθητική κατηγορία δύναται να συλλάβει τους φρικώδεις «μπέμπηδες» που μας απειλούν κρατώντας υπό μάλης τον κόσμο σαν παιχνίδι που τους χαρίστηκε για να το καταστρέψουν; Κι αν δεν φτάνει να μας τρομάξει ο νέος πλανητάρχης Τραμπ ή ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας, έχουμε επιπλέον πλήθη σακατεμένων να παρελαύνουν με δάδες, θούριους και συνθήματα μίσους ανά την υφήλιο...
Δεν αρκεί, λοιπόν, σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία της καλτ πλέον ταινίας του Ρόμπερτ Όλντριτς, να εξασφαλίσει κανείς τα δικαιώματα της θεατρικής μεταφοράς. Δεν αρκεί να επιλέξει τις πρωταγωνίστριες ή τα κοστούμια τους. Πρέπει προπαντός να αναλογιστεί τι είναι αυτό που τον αγγίζει από το πρωτότυπο και πώς μπορεί να το μετουσιώσει σε θέατρο με λεξιλόγιο σύγχρονο που να μας αφορά – είτε αποφασίσει να τονίσει τα στοιχεία του θρίλερ είτε της παρωδίας.
Καμία τέτοια προσπάθεια, προς καμία κατεύθυνση, δεν αντιληφθήκαμε στην παράσταση που φιλοξενείται στο θέατρο Σφενδόνη. Ολόκληρο το εγχείρημα προδίδει απουσία στόχου, ενώ ηχηρά παρούσα αποδεικνύεται μονάχα η διάθεση παπαγαλίστικης αναπαράστασης: από τα «αληθινά» έπιπλα αντίκες, τις απλίκες και τα σερβίτσια ως τις δαντέλες και τα γιακαδάκια, η όψη δίνει αμέσως το στίγμα ενός παλιομοδίτικου νατουραλισμού ή, ακόμη χειρότερα, μιας αφελούς πεποίθησης ότι όσο πιο πιστή η αναπαραγωγή του πρωτότυπου, τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία της «μεταφοράς».
Το ζητούμενο, όμως, είναι το στίγμα της προσωπικής ανάγνωσης, όχι η στείρα αντιγραφή που οδηγεί σε κακέκτυπα.
Η Ρούλα Πατεράκη αναλαμβάνει την Μπέιμπι Τζέιν, έναν ρόλο που της ταιριάζει και θα μπορούσε να τον φέρει εις πέρας με πειθώ. Πράγματι, το παρουσιαστικό της, το πρόσωπο-μάσκα μιας αφύσικης παιδούλας, εκπέμπει τη δόνηση του γκροτέσκου. Η ερμηνεία της, όμως, δεν επιτυγχάνει την ίδια ένταση με το μακιγιάζ της. Τον περισσότερο καιρό μοιάζει «μουτρωμένη». Εμμένει στον θυμό και στη βλοσυρότητα, στοιχεία που δεν οικοδομούν, έτσι μεμονωμένα, ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας σύνθετης προσωπικότητας. Χωρίς ρίσκο δεν σπάει το δίχτυ ασφαλείας.
Η Ρένη Πιττακή στον ρόλο της Μπλανς Χάντσον, ξεπεσμένης σταρ που υφίσταται ενοχικά τον σαδισμό της αδελφής της, δεν μεταδίδει παρά μόνο περιγραφικά την αγωνία της ηρωίδας.
Η απουσία σκηνοθετικής καθοδήγησης και αντίληψης καθίσταται πασιφανής: το χαοτικό σκηνικό –απλωμένο σε όλο το μήκος της αίθουσας και σπαρμένο με δεκάδες αντικείμενα–, σε συνδυασμό με την άγνοια της έννοιας του θεατρικού χρόνου, συνθέτουν μια φλύαρη κατάσταση, γεμάτη «διακοσμητικά» ανίκανα να οργανωθούν σε ένα πειστικά εμμονικό σύμπαν. Κάθε φορά που η Πατεράκη διασχίζει το «σπίτι» για να πάει από τη μια άκρη στην άλλη, από το δωμάτιο της αδελφής της ως την κουζίνα, νιώθουμε σαν να περνάει αιώνας. Στο σινεμά, οι μεταβάσεις αυτές είτε κόβονται στο μοντάζ είτε υλοποιούνται με τη συνδρομή υποβλητικών, κοντινών πλάνων που μεταδίδουν πλούτο ερεθισμάτων στον θεατή. Το θέατρο, ως γνωστόν, είναι άλλη υπόθεση... Έχει τους δικούς του χρόνους.
Μοναδικό στήριγμα της παράστασης ξεμένει η πλοκή και οι ανατροπές της. Θα τη γλιτώσει ο πιανίστας; Θα ξεκάνει την ανάπηρη αδελφή της η Μπέιμπι Τζέιν; Ποιος ευθύνεται τελικά για το μοιραίο ατύχημα που κατέστρεψε τη σπονδυλική στήλη της πρώτης κ.ο.κ. Ένα πρωτόλειο σασπένς καταντάει το ισχνό «τυράκι» που μας ωθεί μέχρι τη λήξη. Και είναι πραγματικά να γελάει κανείς με τη βαρυσήμαντη δήλωση που περιλαμβάνεται στο Δελτίο Τύπου, ότι «η πρεμιέρα του έργου στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα πριν από τις αντίστοιχες πρεμιέρες του έργου στο Λονδίνο και στην Αμερική». Λες και το θέατρο είναι αγώνας δρόμου και όχι αγώνας με τις ερμηνείες και τη σκηνοθεσία, που λαχταρά να φωτίσει λίγο περισσότερο τον άνθρωπο – είτε αυτός βρίσκεται πάνω είτε κάτω από τη σκηνή.
Info:
Tι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;
Θέατρο Σφενδόνη
Μακρή 4, Μακρυγιάννη
14/12-9/04
Τετ.-Παρ. 21:00, Σάβ. 18:30 & 21:30, Κυρ. 21:00
Ερμηνεύουν οι
Ρούλα Πατεράκη: Μπέιμπι Τζέιν
Ρένη Πιττακή: Μπλανς
Στέλλα Γκίκα: Έντνα
Πηνελόπη Μαρκοπούλου: Κυρία Μπέιτς – Ντήλια
Αλέξιος Διαμαντής: Έντουιν