Είτε νέοι και άγουροι είτε ώριμοι και έμπειροι, οι ήρωες του Γλάρου ονειρεύονται τον έρωτα: τον κυνηγούν, τον εξυμνούν, τον αποθεώνουν, ακόμα και τη ζωή τους θυσιάζουν για χάρη του. Ο Μεντβεντένκο αγαπά τη Μάσα, εκείνη όμως θέλει διακαώς τον Κονσταντίν, ο οποίος λιώνει για τη Νίνα, που με τη σειρά της λαχταρά τον Τριγκόριν, που είναι υποταγμένος στην Αρκάντινα, και δεν έχει τέλος αυτός ο χορός κεραυνοβολημένων εξομολογήσεων, πονεμένων αναστεναγμών και μαζοχιστικών προσκολλήσεων.
Εν μέρει, όλη τούτη η ρομαντική υπερβολή οφείλεται στην καλλιτεχνική φύση των περισσοτέρων: ο Κονσταντίν αναζητεί τη φωνή του γράφοντας θεατρικά έργα, ενώ η Νίνα αποτολμά την πρώτη της εμφάνιση ως ηθοποιού. Στον αντίποδα, ο Τριγκόριν θεωρείται καταξιωμένος συγγραφέας και η Αρκάντινα μια διάσημη κυρία του ρωσικού θεάτρου.
Η ευερέθιστη φαντασία πολλαπλασιάζει τις ταραχές της καρδιάς. Απομονωμένοι στην εξοχή, μακριά από τους αντιπερισπασμούς της μεγαλούπολης, οι ήρωες του Γλάρου διαθέτουν αναπόφευκτα περισσότερο χρόνο για παιχνίδια, ερωτικά ή άλλα, στα οποία επιδίδονται προκειμένου να νικήσουν την πλήξη. Αφημένοι να αυτοσχεδιάζουν εκεί όπου τίποτα δεν συμβαίνει, οι τσεχοφικοί ήρωες φιλοσοφούν, ερωτοτροπούν, με λίγα λόγια κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με τα γυμνά χέρια και τις μελαγχολικές διαθέσεις τους.
Ξεχάστε κάθε ρεαλιστική λογική υπόγειων ρευμάτων, πλάγιων βλεμμάτων, υπονοούμενων και σιωπηλής οδύνης: εδώ όλα «μεγαλώνουν», οι κινήσεις υπερτονίζονται, τα εμπόδια μεγεθύνονται, πολλαπλασιάζονται, η σωματικότητα της φάρσας διεκδικεί κι αυτή μια θέση στο γκρίζο εξοχικό τοπίο.
Δεν υπάρχουν εδώ «σημαντικά» γεγονότα: ένας γιος παραπονιέται για την εγωπαθή μητέρα του, ένας επιστάτης γκρινιάζει για τα άλογα, ένας δάσκαλος τρέχει πίσω από τη φούστα της αδιάφορης συζύγου του, ένας φιλάσθενος συνταξιούχος θρηνεί για τη χαμένη νιότη του... Η άγαρμπη «φουτουριστική» παράσταση που ανεβαίνει στο ξύλινο θεατράκι δίπλα στη λίμνη καταλήγει σε διαπληκτισμούς και απογοητεύσεις.
Ο Τσέχοφ αντιδρά στην κυρίαρχη αντίληψη της εποχής του ότι μόνο τα γεγονότα υψηλής δραματικής –και συνήθως κούφιας– έντασης δικαιούνται μια θέση στη σκηνή. Ανοίγει διάπλατα τις κουρτίνες για να υποδεχτεί τα μικρά και τα αθόρυβα, αυτά που δεν εκρήγνυνται με λάμψη, που δεν κυλάνε στο αίμα. Εξορίζει κάθε επεισόδιο που θα εντυπωσίαζε εγγυημένα τους θεατές. Ο πυροβολισμός του γλάρου, ο γάμος της Μάσα, η ερωτική συνεύρεση της Νίνας και του Τριγκόριν, ο χωρισμός τους, η απώλεια του μωρού, όλα αυτά τα μαθαίνουμε εκ των υστέρων, και τα απορροφούμε σε άλλες, χαμηλότερες θερμοκρασίες. Όχι, το αποτέλεσμα δεν είναι η ψυχρότητα της αποστασιοποίησης αλλά ο επαναπροσδιορισμός του οικείου. Αυτού που συμβαίνει καθημερινά γύρω μας, μας περιβάλλει με αυξομειούμενη ροή, άνθρωποι σε σύγχυση, με εμμονές που μοιάζουν γελοίες, που ανοίγουν τα φτερά τους και τα χτυπάνε στην πρώτη γωνία, που επιθυμούν τους ακατάλληλους ανθρώπους, που δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του έρωτα ή πώς να χαράξουν την πορεία τους στη ζωή.
Ο Τσέχοφ χαρακτήρισε τον Γλάρο κωμωδία – όπως και τον Βυσσινόκηπο.
Πώς μπορεί να είναι κωμικό ένα έργο που τελειώνει με αυτοκτονία;
Προφανώς ο χαρακτηρισμός δεν αφορά την πλοκή αλλά τον κυρίαρχο τόνο: το αίσθημα που διαπερνάει όσα λέγονται, όσα πράττονται, όσα μένουν μετέωρα. Και ο τόνος αναδύεται πότε τρυφερός και χαριτωμένος, πότε κοροϊδευτικός κι ανάλαφρος, πότε θλιμμένος και σπαρακτικός, ποτέ όμως ζοφερός. Όποτε τα πράγματα τείνουν να αποκτήσουν αβάσταχτο βάρος, υπονομεύονται. Μια ωμή ερωτική απόρριψη ακολουθείται από σνιφάρισμα καπνού και πρόβλεψη καιρού. Ένα περιπαθές εγκώμιο διακόπτεται από ήχους ροχαλητού. Αυτό που μένει κυρίως στον θεατή δεν είναι η συντριβή από την αυτοκτονία του Τρέπλιεφ: είναι η συγκίνηση για τη δύναμη της Νίνας, του νεαρού γλάρου που λαβώθηκε θανάσιμα, αλλά συνεχίζει ευσυνείδητα την πορεία του. Με αυτή την έννοια είναι κωμωδία το έργο: όχι επειδή προσφέρει γέλιο αλλά επειδή κρύβει ενθάρρυνση κι ελπίδα.
Την κωμική διάσταση επιχείρησε να αναδείξει ο Γιάννης Χουβαρδάς, επιλέγοντας μια εξπρεσιονιστική αισθητική, κυρίως όσον αφορά το παίξιμο των ηθοποιών. Ξεχάστε κάθε ρεαλιστική λογική υπόγειων ρευμάτων, πλάγιων βλεμμάτων, υπονοούμενων και σιωπηλής οδύνης: εδώ όλα «μεγαλώνουν», οι κινήσεις υπερτονίζονται, τα εμπόδια μεγεθύνονται, πολλαπλασιάζονται, η σωματικότητα της φάρσας διεκδικεί κι αυτή μια θέση στο γκρίζο εξοχικό τοπίο.
Το πείραμα όμως δεν λειτουργεί. Ίσως επειδή δεν εκτελείται σωστά. Νευρωτικοί εραστές περπατάνε πάνω-κάτω καταναλώνοντας τη μισή τους ενέργεια για να διασχίσουν την τεράστια σκηνή του θεάτρου, την ίδια στιγμή που το νόημα των λόγων τους σκορπίζει στους πέντε ανέμους. Ένα σύννεφο από μικροδράσεις θολώνει την προσπάθεια επαφής μας με το κείμενο. Μια ηθοποιός που σκύβει και «κρύβεται» από το κοινό (εις τριπλούν), μια άλλη που λέει «υποφέρω» και τυλίγεται μέχρι να πάθει ασφυξία: η αγωνία μήπως τυχόν ειπωθεί φράση χωρίς «συνοδευτικό» τρυπώνει παντού και διαρκώς.
Και, φυσικά, ανώτερη όλων, η μεγαλειώδης κουρτίνα: ένα τεράστιο διαφανές κομμάτι πλαστικού που χωρίζει τη σκηνή στα δύο. Στις τρεις πρώτες πράξεις οι ηθοποιοί συμπεριφέρονται λες και έχουν λάβει αυστηρή σκηνοθετική οδηγία: «κάνε ό,τι θες, αρκεί να συμπεριλάβεις την κουρτίνα». Έτσι, διαδοχικά ή ανά ζεύγη, ξαπλώνουν επάνω της, σκουντουφλάνε επάνω της, κολλάνε επάνω της, σκαρφαλώνουν επάνω της, τσουλάνε επάνω της, πνίγονται μαζί της και ό,τι άλλο μπορεί να κάνει άνθρωπος και πλαστικό το εκτελούν ενώπιόν μας. Επιπλέον, σαν να μην έφτανε αυτό, επιμένουν να μιλούν εξ αποστάσεως, ο ένας στη μια άκρη και ο άλλος στην άλλη, πάντα με την κουρτίνα ανάμεσά τους: πόσο πιο προφανές; Η επικοινωνία τους συναντά εμπόδια.
Οι διάλογοι αποδυναμώνονται, η συγκέντρωσή μας το ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι ούτε αστείο ούτε ευρηματικό – οι απόπειρες θυμίζουν ατυχή ανέκδοτα με τα οποία κανένας δεν γελάει. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειαζόταν κοφτερή αίσθηση ρυθμού, υψηλές ταχύτητες και μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, η οποία μοιάζει άφαντη. Το άγχος του μοντέρνου οδηγεί συχνά σε βεβιασμένες αποφάσεις.
Υπάρχουν στιγμές που καταφέρνουμε να «ακούσουμε» μια σημαντική φράση και να προβούμε σε σκέψεις για τον ήρωα και τον ψυχισμό του. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια και κρατάει ελάχιστα. Υπακούοντας στη σκηνοθετική κατεύθυνση, οι ηθοποιοί εγκλωβίζονται στη λογική της άσκοπης και άγαρμπης εξωτερίκευσης. Ακόμα και όσοι διατηρούν την ψυχραιμία τους δεν προλαβαίνουν να δημιουργήσουν κάτι ολοκληρωμένο.
Στην τέταρτη πράξη φανερώνεται λίγο περισσότερο ο Τρέπλιεφ του Νίκου Κουρή, ενώ περιμένουμε να ξεδιψάσουμε συναισθηματικά με τον περίφημο μονόλογο της Νίνας: η Άλκηστις Πουλοπούλου όμως, παρόλο που ερμηνεύει συμπαθητικά την ηρωίδα στις τρεις πρώτες πράξεις –όταν δηλαδή είναι ακόμη άμαθη, αφελής και ονειροπαρμένη–, δεν μεταδίδει στο τέλος την ψυχική ωριμότητα που κατακτήθηκε μέσα από τις αλλεπάλληλες μάχες της. Η αλλαγή παραμένει εξωτερική: άλλο χτένισμα, θυμωμένο ύφος, χειρονομίες μεγάλες κι υπερβολικές, απλώς τώρα αγριεμένες.
Info:
Ο Γλάρος
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ
Απόδοση, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Κουρής, Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Ήμελλος, Άλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Μπίτος, Σύρμω Κεκέ
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ηρώων Πολυτεχνείου 32, 210 4143310
Τετ.-Παρ. 20:30, Σάβ. 17:00 & 21:00, Κυρ. 19:00
Διακεκριμένη Ζώνη: €30
Α' Ζώνη: €25, Β' Ζώνη: €20, Γ' Ζώνη: €15 & €10 (φοιτητικό-ανέργων)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO