Η γενναιοδωρία της δεν έχει όρια. Μοιράζει ρύζι σε όσους χτυπάνε την πόρτα της. Καλοδέχεται όχι μόνο τους άστεγους, τους ηλικιωμένους, τους κουτσούς, τους πεινασμένους, αλλά και τα αγέννητα παιδιά τους. Όλοι μαζί στριμώχνονται στο πίσω δωματιάκι του καπνοπωλείου της. Ξεδιάντροπα καπνίζουν το εμπόρευμά της. Εκείνη δεν διαμαρτύρεται κι ας έδωσε και την τελευταία δεκάρα της για ν' αγοράσει τη μικρή αυτή επιχείρηση, «δώρο των θεών», όπως την αποκαλεί η ίδια. Οι θεοί την ευλόγησαν, επειδή η Σεν Τε είναι ο μοναδικός καλός άνθρωπος που βρήκαν, όταν επισκέφθηκαν τη Γη.
Πόσο ν' αντέξει το χέρι που δίνει; Η Σεν Τε μοιάζει ακούραστη. «Άγγελο των Προαστίων» την αποκαλούν. Βγάζει ελάχιστα, μοιράζει τα διπλάσια. «Όλα αυτά που μου ζητούσαν, πού να τα βρω;» ρωτά τους θεούς. Λυγίζει. Περιτριγυρισμένη από παράσιτα που της ρουφούν το αίμα, ανίκανη να αρνηθεί βοήθεια σε όποιον της τη ζητήσει, η Σεν Τε οδηγείται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Κι έτσι κόβεται κυριολεκτικά στα δύο: «γεννάει» τον «ξάδερφό» της Σούι Τα, το αρσενικό, σκληρό και ικανότατο στις διαπραγματεύσεις alter ego της, που εμφανίζεται στις κρίσιμες στιγμές και σώζει την ηρωίδα από την καταστροφή, τακτοποιώντας τις υποθέσεις της με τον πλέον συμφέροντα τρόπο.
Η επιχείρηση ανθεί, η προσωπική ζωή της μαραίνεται. Η Σεν Τε απαρνείται όχι μόνο την ευγενική φύση αλλά και την ερωτική ευτυχία της. Ο «Άγγελος των Προαστίων» μεταμορφώνεται σταδιακά και επώδυνα σε «Βασιλιά του Καπνού». Κι είναι αυτή η αγωνία της ηρωίδας που διαπερνάει σαν ηλεκτρικό νήμα το έργο: η προσπάθειά της να πετάξει τη μάσκα, όταν γνωρίζει ότι χωρίς αυτήν είναι χαμένη· η λαχτάρα να ενώσει τα σπασμένα κομμάτια της και να γίνει ξανά ο αληθινός εαυτός της, την ίδια στιγμή που συνειδητοποιεί ότι αυτό καθίσταται πρακτικά αδύνατο, αν θέλει να επιβιώσει.
Με το εξαιρετικό αυτό εύρημα του «διχασμού» ο Μπρεχτ δραματοποιεί τη διπλή υπόσταση του κόσμου, το αιώνιο χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τις κοινωνικές δομές που δημιουργεί, ανάμεσα στην υπαρξιακή ανάγκη και την οικονομική αναγκαιότητα, ανάμεσα στις ηθικές αξίες και την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Με το εξαιρετικό αυτό εύρημα του «διχασμού» ο Μπρεχτ δραματοποιεί τη διπλή υπόσταση του κόσμου, το αιώνιο χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τις κοινωνικές δομές που δημιουργεί, ανάμεσα στην υπαρξιακή ανάγκη και την οικονομική αναγκαιότητα, ανάμεσα στις ηθικές αξίες και την αδυσώπητη πραγματικότητα.¹ «Ποιος δεν θα ήταν καλός κι ευγενικός, αν οι συνθήκες τού το επέτρεπαν;» ρωτάει ο Πίτσαμ στην Όπερα της Πεντάρας: το ζήτημα της επιλογής τοποθετείται στον πυρήνα του μπρεχτικού έργου και το διαποτίζει ανελέητα. Θύμα του ιστορικού χωροχρόνου, δέσμιος των κοινωνικών παραμέτρων που τον καθορίζουν από τη γέννηση ως τον θάνατό του, ο άνθρωπος καλείται είτε να αποδεχτεί τα πράγματα ως έχουν και να απολέσει την αληθινή φύση του είτε να αγωνιστεί για να τα αλλάξει.
Τι πρέπει να κάνουμε όταν δεν μας επιτρέπεται να γίνουμε όλα αυτά που θα μπορούσαμε να γίνουμε; Ο Μπρεχτ επιζητά τον προβληματισμό και την αφύπνισή μας. Με το γνώριμο στυλ του ντύνει ένα θέμα άκρας σοβαρότητας με τον μανδύα του παραμυθιού. Το εύρημα της «διπλής» ηρωίδας αποδεικνύεται από τη μια γοητευτικό και παιχνιδιάρικο και από την άλλη κοφτερό σαν λεπίδα. Η Σεν Τε –η γυναίκα που συμπεριφέρεται ενίοτε σαν άνδρας για να κρύψει την αγαθή πόρνη/την ερωτευμένη γυναίκα/τη μέλλουσα μητέρα κάτω από το προσωπείο του ικανού επιχειρηματία– ακροβατεί ανάμεσα στα φύλα και στις κοινωνικές τάξεις, υπονομεύοντας τις ιεραρχίες: μια αμφιλεγόμενη φιγούρα που αρνείται την ταξινόμηση και επαναστατεί απέναντι στη μονολιθική, παγιωμένη θέαση και ερμηνεία των φαινομένων, ενσαρκώνοντας έτσι με ύψιστη θεατρικότητα την ουσία της μπρεχτικής διαλεκτικής.²
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Θησείον ακολούθησε, σε επίπεδο λειτουργικότητας και αισθητικής, τη λογική ενός «θεάτρου του δρόμου». Τρεις παλιές βαλίτσες, ένα καφάσι, μια σαμπρέλα, δύο κουβάδες και δύο μεταλλικές κατασκευές-δωμάτια στήθηκαν κατά μήκος του μακρόστενου σκηνικού χώρου, ανάμεσα στους θεατές. Δεν είναι τόσο ότι τα αντικείμενα αυτά, απομεινάρια μιας άλλης εποχής και ξεπερασμένης θεατρικής αντίληψης, μαρτυρούν έλλειψη ευρηματικότητας όσο το γεγονός ότι η συγκεκριμένη σκηνική διάταξη –με τους ηθοποιούς σε απόσταση αναπνοής από το κοινό– φέρνει τους ήχους που ξεπηδούν από το κοπάνημα των τενεκέδων ή το παίξιμο των μουσικών οργάνων ακριβώς μέσα στ' αυτιά μας. Ουρλιαχτά, φωνές, μεγάλες χειρονομίες και, το χειρότερο, η προσπάθεια να έρθουμε σε κέφι με το ζόρι συνθέτουν εν πολλοίς ένα άχαρο γλέντι «επικού» ροκ επάνω στο κεφάλι μας.
Προφανώς, η χρήση των οργάνων δεν είναι συνεχής, υπάρχουν και πιο ήσυχες στιγμές. Είναι όμως σπάνιες. Το ξεχείλωμα των σχημάτων, η υπερβολική ερμηνευτική ένταση της πρωταγωνίστριας, η τετριμμένη αισθητική του σκηνικού χώρου, αφήνουν μια γενικότερη «φωναχτή» εντύπωση που δεν υποχωρεί από το μυαλό, ακόμη και μετά το τέλος της παράστασης.
Η καρικατούρα και το σλάπστικ απαιτούν ρυθμό και ακρίβεια. Το ανάλαφρο, μη «ρεαλιστικό» παίξιμο, το ίδιο. Η πλειοψηφία των ηθοποιών (Γεράσιμος Σκαφίδας, Γιάννης Καλατζόπουλος, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Μπέτυ Αποστόλου, Βαλέρια Δημητριάδου) υιοθετεί μια χαριτωμένη πόζα σώματος και φωνής, θεωρώντας πως αυτό είναι αρκετό. Η οπτική και κινησιολογική αποτύπωση του χαρακτήρα προβάλλει συνήθως άνευρη, αδυνατώντας να γεννήσει εικόνες ή συνειρμούς και να ερεθίσει τις αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα διαγράφεται πλαδαρό αντί για κοφτερό, στρογγυλό αντί για γωνιώδες, άμορφο αντί για σαφές, μονοσήμαντο αντί για δίκοπο.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ενώ αφήνει ακατέργαστη την ανδρική εκδοχή του ρόλου της, τον Σούι Τα, δίνεται με περισσή θέρμη και αναβλύζον πάθος στη Σεν Τε. Η αγωνία της ηθοποιού είναι φανερή και δυστυχώς την οδηγεί στην άκρατη απώλεια του μέτρου: άλλοτε μας κουνάει με διδακτικό «νόημα» το κεφάλι και άλλοτε επιδίδεται σε μελοδραματικούς τονισμούς και χειρονομίες, αναφωνώντας δραματικά «γιε μου εσύ, αεροπόρε, σε τι κόσμο θα σε φέρω», τη στιγμή που χαϊδεύει την κοιλιά της εγκύου που έτυχε να παρακολουθεί την παράσταση. Ο εκβιασμός του συναισθήματος όχι μόνο είναι αντι-μπρεχτικός, αλλά πάντοτε επιτυγχάνει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Ενάντια στο γενικότερο κλίμα κινείται ο Κώστας Κάππας ως συμπαθής Κουρέας και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, ο οποίος διατηρεί την αυτοκυριαρχία του ως διπρόσωπου, εγωκεντρικού αεροπόρου-εραστή της Σεν Τε. Ο δυναμισμός που επιδεικνύει στο πρώτο μέρος της παράστασης μειώνεται σταδιακά όμως, μετριάζοντας την αρχική εντύπωση.
Παραπομπές
1. Richard Gilman, The Making of Modern Drama (1999)
2. Marc Silberman, Bertolt Brecht, Politics and Comedy (2012)
Info
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Πρωτότυπη μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Διανομή: Πέγκυ Τρικαλιώτη, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Κώστας Κάππας, Γεράσιμος Σκαφίδας, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μπέτυ Αποστόλου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Βαλέρια Δημητριάδου και η Λήδα Πρωτοψάλτη
Θέατρο Θησείον
Τουρναβίτου 7, Ψυρρή, 210 3255444
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετ. 19:00, Πέμ. 21:15, Παρ. 21:15, Σάβ. 19:00, Κυρ. 19:00
Επιπλέον παραστάσεις: 25/12, 19:00, 1/1/19, 19:00