Στον χώρο και στον χρόνο του μύθου εξελίσσεται η πιο ευφρόσυνη κωμωδία του Σαίξπηρ, το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, στην αυλή του Θησέα και σ' ένα δάσος λίγο έξω από την Αθήνα. Εκεί μπορούν ν' ανταμώνουν χωρίς «λογικά» εμπόδια πρόσωπα από την αρχαιοελληνική μυθολογία, νεράιδες και ξωτικά της αγγλικής μεσαιωνικής παράδοσης, λαϊκοί τεχνίτες της ελισαβετιανής εποχής. Η ιστορία φέρει στοιχεία από διάφορα αναγνώσματα που ήταν δημοφιλή την εποχή του Σαίξπηρ (κυρίως μεταφράσεις κειμένων αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, μεσαιωνικά ρομάντζα και, βέβαια, οι ιστορίες του Τσόσερ), αλλά ο τρόπος που αξιοποιούνται αποδεικνύει τη μοναδική δραματουργική ευφυΐα του.
Ο Σαίξπηρ είχε κατανοήσει όσο κανείς την προνομιακή σχέση του μύθου και της σκηνής. Η φαντασία είναι το κλειδί που επιτρέπει, ό,τι συλλάβει ο νους, να μπορεί να παρασταθεί στο σανίδι. Γι' αυτό και ένα από τα μείζονα χαρακτηριστικά του θεάτρου του είναι η «θεατρικότητα», όχι μόνο με «παραστάσεις» που εξελίσσονται μέσα στα έργα του αλλά και με την έμμεση διερώτηση για τη θεατρικότητα σε όλο το φάσμα των ανθρωπίνων σχέσεων, και στην ίδια τη γλώσσα, που περνά στις ιστορίες του. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι έγραφε τα έργα του έχοντας διαρκώς στο μυαλό του τη θεατρική πραγματικότητα (σινάφι και κοινό) στην οποία απευθυνόταν. Εξαρτημένος καθώς ήταν απ' αυτήν, άλλοτε απευθύνεται στους ομότεχνούς του, άλλοτε στους θεατές, εντάσσοντας στη δραματουργία τα ίδια τα συστατικά του θεάτρου ή ζητήματα του θεατρικού φαινομένου και επισημαίνοντας ξανά και ξανά τη σημασία της αμφίδρομης γενναιοδωρίας.
Ωστόσο, παρακολουθώντας αυτό το γρήγορο, νεανικό, με χιούμορ, Όνειρο, ένιωσα ευφορία. Και την ικανοποίηση ότι, παρά τις συνταρακτικές αλλαγές που έχουν συμβεί και συμβαίνουν, ο Σαίξπηρ, ο πάντα αγαπημένος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι εδώ.
Της παράστασης Ποντικοπαγίδα στον Άμλετ προηγούνται οι ερμηνευτικές οδηγίες προς τους θεατρίνους αλλά και σκέψεις για το πώς το θεατρικό γεγονός μπορεί να επιδράσει στην πραγματική ζωή, λειτουργώντας ως καθρέφτης της.
Ακόμη και στις κωμικές κουβέντες των μαστόρων στο Όνειρο, που ετοιμάζουν την παράσταση του Πυράμου και της Θίσβης για τον γάμο του Θησέα, περνάει ο προβληματισμός για το πώς θα πετύχουν την καλύτερη ανταπόκριση από το κοινό και καταλήγουν ότι ένας πρόλογος που θα αφηγείται την ιστορία και θα παρουσιάζει τους «ηθοποιούς» ως «ρόλους» θα διευκόλυνε την παρακολούθησή της. Επιπλέον, τη στιγμή που εξελίσσεται η παράσταση των μαστόρων, στην Ε' Πράξη, συμβαίνει το εξής κινηματογραφικό: η δράση μεταφέρεται στις θέσεις του κοινού και ακούμε τα σχόλια της Ιππολύτης και του Θησέα, του Δημητρίου και του Λύσανδρου. Ενώ η πρώτη λέει για τους μαστόρους «Δεν μ' αρέσει να βλέπω φουκαράδες να εξευτελίζονται, ούτε την αφοσίωση να γελοιοποιείται», ο βασιλιάς βάζει το πράγμα στη θέση του: «For never anything can be amiss / when simpleness and duty tender it» (Δεν μπορεί να είναι για πέταμα / κάτι που προσφέρουν η απλότητα και η αφοσίωση). Και συμπληρώνει: «Εμείς που είμαστε ανώτεροι πρέπει γι' αυτό το τίποτα / να τους ευχαριστήσουμε. Θα διασκεδάσουμε καταλαβαίνοντας / τα λάθη τους και δικαιολογώντας τους γι' αυτά./ Και ό,τι η καημένη η αφοσίωσή τους καλά δεν καταφέρνει,/ η δική μας ευγενική προαίρεση θα το δεχθεί / γι' αυτό που είναι, όχι για την αξία που θα έπρεπε να έχει» (Πράξη Ε', σκηνή 1, μτφρ. Ερρ. Μπελιές).
Να ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι ηθοποιοί αγαπούν το σαιξπηρικό θέατρο. Και είναι ιδιαιτέρως αισιόδοξο που νέοι καλλιτέχνες του χώρου κατακτούν τα έργα του με τρόπους συμβατούς με την ορμή της ηλικίας τους και την απροσποίητη διάθεσή τους για παιχνίδι. Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2, μια διασκευή για τρεις (Αθηνά Μουστάκα, Κωνσταντίνος Μπιμπής και ο Κώστας Γάκης) που ερμήνευσαν όλους τους ρόλους, είχε επί τρία χρόνια εντυπωσιακή ανταπόκριση από το κοινό. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε η ομάδα Θέση με το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Η παράστασή τους δοκιμάστηκε με επιτυχία στη Θεσσαλονίκη και τώρα φιλοξενείται στο θέατρο Θησείον.
Με τραγουδιστό πρόλογο παρουσιάζονται τα πρόσωπα του έργου και ποιος ηθοποιός θα αναλάβει ποιο, και με ελάχιστα αντικείμενα που διευκολύνουν τις αλλαγές των ρόλων, με μουσικά θέματα που ερμηνεύουν οι πέντε ηθοποιοί, με «ραπαρίσματα» και κίνηση break dance φέρνουν την ιστορία στα μέτρα τους . Ο λόγος του Σαίξπηρ στην πραγματικότητα δεν ακούγεται, αφού το κείμενο έχει περικοπεί και προσαρμοστεί στις ανάγκες της διασκευής και η προσοχή είναι στραμμένη στο παίξιμο των ηθοποιών. Η λύση των μασκών για τους ρόλους του Όμπερον και της Τιτάνιας ήταν εύστοχη (αν και η χρήση τους χωράει βελτίωση), ενώ έξοχη ήταν η ιδέα να παρουσιαστεί η παράσταση των μαστόρων εν τάχει σαν βωβή ταινία.
Όσο με αφορά, προτιμώ τις παραστάσεις σαιξπηρικών έργων που επιτρέπουν να ακουστεί η σαιξπηρική ποίηση (κάτι που προϋποθέτει κανονική διανομή και πλήρες ή, έστω, με μικρές περικοπές το έργο). Ωστόσο, παρακολουθώντας αυτό το γρήγορο, νεανικό, με χιούμορ, Όνειρο, ένιωσα ευφορία. Και την ικανοποίηση ότι, παρά τις συνταρακτικές αλλαγές που έχουν συμβεί και συμβαίνουν, ο Σαίξπηρ, ο πάντα αγαπημένος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι εδώ.
Μπράβο στον σκηνοθέτη Μιχάλη Σιώνα και τους ηθοποιούς Τρυφωνία Αγγελίδου, Διαμαντή Αδαμαντίδη, Αχιλλέα Αναγνώστου, Γιάννη Σαμψαλάκη και Μαρία Χάνου γι' αυτή την πρώτη παράστασή τους.