Στις παραστάσεις ανοιχτής ερμηνείας, όπως είναι η τελευταία των Blitz, 6 a.m. How to disappear completely, προσέρχομαι ακολουθώντας τα ίχνη που οι ίδιοι οι δημιουργοί έχουν δώσει ως σημεία/πεδία αναφοράς που ενέπνευσαν τη δουλειά τους (Ρομαντισμός, η ποίηση του Χέλντερλιν, το Μανιφέστο του Φουτουρισμού, η ταινία Στάλκερ του Ταρκόφσκι, οι ουτοπίες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και ο designer και περφόρμερ Vito Acconci κ.ά.). Ταυτόχρονα, έχω κατά νου αυτά που ο Χρήστος Πασσαλής, η Αγγελική Παπούλια και ο Γιώργος Βαλαής έχουν δηλώσει ότι απασχόλησαν ως αιτούμενα την παράστασή τους: η αναζήτηση ενός άλλου κόσμου, μιας νέας αντίληψης της πραγματικότητας, με μια διαφορετική πνευματικότητα, που να μην ταυτίζει τη ζωή με την επιβίωση.
Αναγνωρίζεται κάτι απ' όλα αυτά στην παράστασή τους; Λάθος ερώτημα. Το ζήτημα δεν είναι να αναγνωρίσεις πού, ας πούμε, στη σκηνική πράξη αναγνωρίζονται οι ξεπερασμένες σήμερα ιδέες του Μαρινέτι για την ομορφιά των μηχανών και του βιομηχανικού μέλλοντος. Το 1909 μπορεί να έμοιαζε επαναστατικό κάποιος να γράφει: «Ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο του οποίου η εξάτμιση κοσμείται με μεγάλους σωλήνες, σαν ερπετό με εκρηκτική ανάσα – ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο που καλπάζει μανιασμένο είναι ωραιότερο από τη Νίκη της Σαμοθράκης». Ή το άλλο: «Θα δοξολογήσουμε τον πόλεμο –τη μόνη υγιεινή του κόσμου–, τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, τη χειρονομία των αγγελιαφόρων της ελευθερίας που σπέρνουν τον όλεθρο, τις ωραίες ιδέες που γι' αυτές αξίζει κανείς να πεθάνει, και την περιφρόνηση για τη γυναίκα». Σήμερα δεν είναι.
Για μένα η παράσταση των Blitz αποτυπώνει μία μη αναστρέψιμη ρήξη. Ένα πολύτιμο απόθεμα τέχνης του λόγου, που ξεκινάει από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και γονιμοποιεί μέσα στους αιώνες σπουδαίους ποιητές και συγγραφείς, μοιάζει να μην μπορεί πια να «επικοινωνήσει» με τους σημερινούς ανθρώπους, της τεχνολογικής εποχής.
Σκέφτομαι τον Μαρινέτι, τότε που ζούσε, ανθρακωρύχο – να κατεβαίνει, προτού ο ήλιος ανατείλει, στα έγκατα της γης για ένα μεροκάματο της συμφοράς. Σκέφτομαι τον Μαρινέτι, σήμερα – να κάνει βόλτα στο ερημωμένο Ντιτρόιτ, εκεί όπου άλλοτε χτυπούσε η καρδιά της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Τα καλλιτεχνικά μανιφέστα είναι κι αυτά φτερά στον άνεμο, ωραίες ιδέες που επιβεβαιώνουν τη δύναμη των λέξεων να σαγηνεύουν (ναι, ακόμη και σήμερα) και να διαμορφώνουν μικρές κοινότητες όπου μπορούμε να νιώσουμε ότι «ανήκουμε». Γιατί, ακόμη και σ' αυτό το γενικώς παρωχημένο, πια, Μανιφέστο του Φουτουρισμού βρίσκεις μέρη που μιλούν για μας, τώρα:
«Βρισκόμαστε στο έσχατο ακρωτήρι των αιώνων!... Ποιος ο λόγος να κοιτάμε προς τα πίσω, όταν αυτό που θέλουμε είναι να σπάσουμε τις μυστηριώδεις πόρτες του Αδύνατου; Ο Χώρος και ο Χρόνος πέθαναν χθες. Ζούμε ήδη στο απόλυτο, διότι έχουμε δημιουργήσει την αιώνια, πανταχού παρούσα ταχύτητα».
Κάπως έτσι καταλήγω ότι τα ίχνη που δίνουν οι δημιουργοί δεν οδηγούν οπωσδήποτε τους θεατές σε αξιόπιστα ερμηνευτικά μονοπάτια. Μήπως η ταινία Στάλκερ (1979) του Ταρκόφσκι βοηθάει καλύτερα στην πρόσληψη της παράστασης των Blitz; Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι, ναι, ο κόσμος της ταινίας περνάει σ' αυτό το άξενο περιβάλλον από μεταλλικές κατασκευές της παράστασης, όπου ένα σύνολο ανθρώπων αγωνίζονται να υπάρξουν, κινούμενοι διαρκώς, προσπαθώντας να χειριστούν διάφορα αντικείμενα και κοιτώντας σταθερά προς τα πάνω, προς την ανεξέλεγκτη δύναμη που κάθε τόσο τους πετροβολεί. Γυρνώντας σπίτι, άνοιξα το Σμιλεύοντας τον χρόνο, κι εκεί που ο Ταρκόφκσι μιλάει για το Στάλκερ ξαναβρήκα όλα εκείνα που με ωθούν να αναζητώ στο θέατρο απαντήσεις που εκ των προτέρων γνωρίζω ότι δεν θα βρω: «Πιστεύω ότι οι πληγές πάντοτε επουλώνονται μέσα από μια πνευματική κρίση. Αυτή η κρίση είναι απόπειρα να βρει κανείς τον εαυτό του, να αποκτήσει νέα πίστη. Είναι ο κλήρος κάθε ανθρώπου που έχει πνευματικούς στόχους· δεν αποφεύγεται, εφόσον η ψυχή διψά για αρμονία και η ζωή είναι γεμάτη παραφωνία. Αυτή η διχοτόμηση αποτελεί το ερέθισμα για να κινηθούμε, την πηγή του πόνου και ταυτόχρονα της ελπίδας μας, επιβεβαίωση του πνευματικού μας δυναμικού και βάθους» (εκδ. Νεφέλη, 1987).
Στο σημείο αυτό ο Ταρκόφσκι συναντά τον ξεχασμένο ποιητή Φρίντριχ Χέλντερλιν (1774-1843), του οποίου το ποίημα «Θρήνοι του Μένωνος για τη Διοτίμα» (1801) είναι ο μόνος λόγος που ακούγεται στην παράσταση των Blitz. Φτάνουν, όμως, σε όσους από τους θεατές δεν έχουν πιάσει το βιβλίο στο χέρι τους, αυτοί οι κρουστοί, παλλόμενοι από πόνο και πάθος, στίχοι;
«Θα 'θελα να γιορτάσω – αλλά τι; Να τραγουδήσω με τους άλλους,/ όμως στην τόση μοναξιά μου λείπει καθετί το θεϊκό./ Αυτή, αυτή είναι η αναπηρία μου, το ξέρω, μια κατάρα / μου παραλύει τους τένοντες και με καταβάλλει ό,τι κι αν αρχίσω [...] γράφει. Κι όμως. Μέσα στην απόγνωση της απώλειας, ο Χέλντερλιν λέει το μεγάλο Ναι, καταφάσκει στη ζωή, νιώθει "ότι η χαρά είναι πιο άφθαρτη από τους θυμούς και τις φροντίδες / και ότι καθημερινά στο τέλος μια χρυσή μέρα απομένει"» (F. Holderlin, Ελεγείες, Ύμνοι και άλλα Ποιήματα, μτφρ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα 1996).
Για μένα η παράσταση των Blitz αποτυπώνει μία μη αναστρέψιμη ρήξη. Ένα πολύτιμο απόθεμα τέχνης του λόγου, που ξεκινάει από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και γονιμοποιεί μέσα στους αιώνες σπουδαίους ποιητές και συγγραφείς, μοιάζει να μην μπορεί πια να «επικοινωνήσει» με τους σημερινούς ανθρώπους, της τεχνολογικής εποχής. Έχω την εντύπωση ότι μέσα στον 21ο αι., όσα θεωρούνταν έως τώρα κορυφαία επιτεύγματα της σκέψης και του πνεύματος θα ξεχαστούν ή θα αποτελέσουν «συλλεκτικού» τύπου αντικείμενα για κάποιους λίγους – αν θα είναι εξέχουσα ελίτ ή περιφρονημένο περιθώριο, μένει να αποδειχθεί. Πρόκειται για ένα εν εξελίξει δράμα που κάποιοι από μας βιώνουν σαν ένα τέλος με ορίζοντα το σκοτεινό σύμπαν και τις μαύρες τρύπες του.
Η ρήξη αποδίδεται σκηνικά στη σχέση λόγου-σκηνικής δράσης. Από τη μία οι στίχοι του Χέλντερλιν, από την άλλη ο παρηκμασμένος, μεταβιομηχανικός κόσμος της παράστασης – που ορίζουν η «μεταλλική» σκηνογραφία της Έφης Μπίρμπα, οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα, οι ήχοι του Γιώργου Κωνσταντινίδη και του Coti Κ. Καμία επικοινωνία μεταξύ τους. Καμία επικοινωνία του λόγου ούτε και με τις κινήσεις των περφόρμερ, επίμονα επαναλαμβανόμενες, συχνά σπειροειδείς, καταποντισμοί σε πηγάδια, μιμήσεις αυτοκτονιών και φόνων. Αν φορέας συναισθημάτων είναι η ποίηση του Χέλντερλιν που ακούγεται μικροφωνημένη, τα πρόσωπα μοιάζουν να μοιράζονται μόνο τον αγώνα της επιβίωσης.
Γι' αυτό και είναι εξηγήσιμη η χλιαρή υποδοχή της παράστασης από την πλειονότητα των θεατών: στη δομική ρήξη που προτείνει η σκηνική πράξη κανείς δεν πατάει καλά. Επιπλέον, λείπει από την παράσταση των Blitz (από τις περισσότερες παραστάσεις τους, για την ακρίβεια) η ζεστασιά του συναισθήματος. Ακόμη κι αν οι ίδιοι υπάρχουν ως σκέψη και (συν-)αίσθημα στις σκηνικές δημιουργίες τους (με τις αγωνίες, τις επιθυμίες, τις αγάπες τους), η εντύπωση που υπερισχύει είναι αυτή της «εγκεφαλικής κατασκευής». Ο Χέλντερλιν, γράφοντας για τους Έλληνες ως θεμελιακή αναφορά ως προς την τέχνη του λόγου, και την έννοια του τραγικού, επισημαίνει την αδυναμία των Γερμανών να προσεγγίσουν το ιδανικό τους, αφού τους λείπει το «ιερό πάθος». Έχω την εντύπωση ότι κάποιες σκέψεις του είναι πολύ χρήσιμες για τη συνέχεια των Βlitz. Aν επικοινωνούν καλύτερα με το κοινό άλλων ευρωπαϊκών χωρών παρά με το ελληνικό, ίσως να σημαίνει ότι κάνουν τέχνη ως ξένοι. Το στοίχημα είναι, αφού προσέγγισαν την τέχνη τους ως ξένοι, να κατορθώσουν να δημιουργήσουν στη συνέχεια ως Έλληνες. Εκτός κι αν δεν τους ενδιαφέρει.
Blitz
6 a.m. How to disappear completely
Σκηνοθεσία: Blitz Theatre Group
Στέγη Γραμμaτων & Τεχνων - Κεντρική Σκηνή
9-18 Οκτωβρίου 2015
20:30
www.sgt.gr