Ακόμη αναρωτιέμαι: είναι κατάλληλος ο νυν χρόνος για το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, για ένα έργο με τόσο έντονα χαρακτηριστικά που δύσκολα μπορεί να μιλήσει απρόσκοπτα σε μια σύγχρονη παράσταση;
Καλοκαίρι, σ' ένα άγονο χωρίο της Ανδαλουσίας. Υποταγμένη στις αυστηρές καθολικές αρχές και στις κοινωνικές επιταγές που απαγόρευαν στους γόνους καλών οικογενειών να παντρεύονται εκπροσώπους των λαϊκών, αγροτικών τάξεων, η εξηντάχρονη Μπερνάρντα Άλμπα, μετά τον θάνατο του άνδρα της (σημείο εκκίνησης του έργου), επιβάλλει στις πέντε θυγατέρες πολύχρονο κατ' οίκον εγκλεισμό λόγω πένθους. Μόνο η εικοσάχρονη, ερωτευμένη Αντέλα δεν θα υποταχθεί, πληρώνοντας με τη ζωή της την επιλογή της.
Πολλοί υποστηρίζουν την αλληγορική ερμηνεία του τελευταίου έργου που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, δύο μήνες προτού δολοφονηθεί από τους στρατιώτες του Φράνκο, το καλοκαίρι του 1936. Η τυραννική συμπεριφορά της Μπερνάρντα προοικονομεί το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, που, ως γνωστόν, βασίστηκε στην υπoστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας και των πιο συντηρητικών, φανατικά αντικομμουνιστικών δυνάμεων της μεγάλης ιβηρικής χώρας.
Ο Στάθης Λιβαθηνός, σκηνοθέτης της παράστασης στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, πρότεινε μια ερμηνεία που συνδέει τη σύγκρουση μάνας-θυγατέρων με το ζήτημα της σύγκρουσης των γενεών και την ψυχαναλυτική θεωρία που λέει ότι ο νέος, για να μπορέσει να ενηλικιωθεί, πρέπει να σκοτώσει (συμβολικά, εννοείται) τους γονείς του. Οπωσδήποτε, μέσω της ψυχανάλυσης, προσεγγίζουμε επείγοντα καλλιτεχνικά αιτήματα του ίδιου του Λόρκα, που είχε μυηθεί στις ιδέες των υπερρεαλιστών και αναζητούσε τρόπους αποδέσμευσης από τον ακαδημαϊσμό μέσα από τη μεγάλη, λογοτεχνική και θεατρική παράδοση, αλλά και τις λαϊκές μορφές έκφρασης των ανθρώπων του τόπου του. Ωστόσο, μήπως η Μπερνάρντα Άλμπα και ο κόσμος της μεταφέρεται πιο φυσικά στο σήμερα, αν πίσω από την ιστορία δούμε το δράμα του ίδιου του ποιητή, που, ζώντας σε μια χώρα πολύ αυστηρών ηθικών επιταγών, αναγκαζόταν να κρύβει την ομοφυλοφιλία του και να καταπιέζει τη λίμπιντό του; Ο τρόπος που χειρίζεται τις γυναίκες στα έργα του, και ειδικά στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, δείχνει βαθιά κατανόηση της γυναικείας φύσης κι ένα πνεύμα συμπαράστασης στη χρόνια, βαθιά, φυσική (σεξουαλική) και κοινωνική καταπίεσή της. Αν ο Φλωμπέρ είπε «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ», ο Λόρκα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τις καταπιεσμένες, ερωτικά πεινασμένες, ανύπαντρες και χωρίς παιδιά, άρα ανολοκλήρωτες και υστερικές κόρες της Μπερνάρντα. Η αλήθεια του έργου βρίσκεται συνήθως κοντά στην αλήθεια του ποιητή του.
Ο σκηνοθέτης αφαίρεσε τα δευτερεύοντα πρόσωπα που συνδέουν τις γυναίκες του σπιτιού με τον έξω κόσμο, εντείνοντας την αίσθηση του εγκλεισμού και του αποκλεισμού. Ανέδειξε τις εγγενείς αντιθέσεις του έργου (στον τρόπο λ.χ. που το μαύρο της Μπερνάρντα κοντράρει με το λευκό της γριάς μάνας) και δίπολα και τρίγωνα στις σχέσεις των γυναικών, έτσι ώστε να γίνονται πιο απτοί οι αρμοί του δράματος ακόμη και μέσω της ετερότητας των χαρακτήρων. Άλλωστε, στον πυρήνα του δράματος βρίσκεται ο καταναγκασμός της ομοιομορφίας και της κατάργησης της ατομικότητας που επιβάλλει η αρσενική, αυταρχική προσωπικότητα της Μπερνάρντα. Οι τέσσερις κολόνες της θεατρικής αίθουσας ντύθηκαν με λουλούδια (σκηνικό Ελένη Μανωλοπούλου), ώστε ο σκηνικός χώρος να παραπέμπει κατευθείαν σε επιτάφιο, ενώ μια μικρή γούρνα ντυμένη με κεραμικά πλακάκια που θυμίζουν τα υπέροχα αραβικά αντίστοιχα, έδωσε ανδαλουσιάνικο τόνο στο κατά τ' άλλα γυμνό σκηνικό. Είναι φανερή η προσοχή με την οποία δουλεύτηκαν οι ερμηνείες καθεμιάς από τις αξιόλογες ηθοποιούς που συμμετέχουν στο θίασο. Για να αναφερθώ στους πιο σημαντικούς ρόλους, ποτέ δεν θυμάμαι καλύτερη την Τζίνη Παπαδοπούλου, η Κόρα Καρβούνη καταφέρνει έναν άθλο στον ρόλο της υστερικής Μαρτύριο, η Λουκία Μιχαλοπούλου μεταφέρει όλο το πάθος της νεαρής Αντέλα. Η μεγάλη σκηνική εμπειρία της Σμαράγδας Σμυρναίου και της Αννέζας Παπαδοπούλου αποτυπώνεται στην άνεση με την οποία ερμήνευσαν τη γριά μάνα η πρώτη και την οικονόμο η δεύτερη.
Το πρόβλημα αυτής της παράστασης έχει να κάνει με την Μπέτυ Αρβανίτη: έχει φορέσει την Μπερνάρντα σαν ξένο ρούχο, είναι περσόνα όχι άνθρωπος που ανασαίνει και πάσχει. Οπωσδήποτε λειτουργούσε σε διαφορετικό κύμα, αίσθημα, υποκριτικό ήθος από τις υπόλοιπες και ζημίωσε την τελική εντύπωση. Προβληματική μου φάνηκε και η αρχή και το κλείσιμο της παράστασης: ο μονόλογος της Παπαδοπούλου, που μιλάει για την Μπερνάρντα με μίσος και ειρωνεία απευθυνόμενη στο κοινό, ήταν ξένη προς το έργο και την παράσταση όπως εξελίχθηκε. Όσο για το φινάλε, γιατί τόσες φωνές σε ένα θέατρο περιορισμένων διαστάσεων; Μια χαμηλόφωνη υποκριτική θα απέδιδε ανάγλυφα τα καταπιεσμένα φλέγοντα πάθη και τη βουβή απελπισία των γυναικών του Λόρκα.