Ησχηματική περίληψη αδικεί ένα έργοαριστοτεχνικά γραμμένο, στο οποίο κάθεστοιχείο της δομής και του περιεχομένουτου βρίσκεται σε θαυμαστές, διακριτέςή λανθάνουσες, σχέσεις συμμετρίας ήαντίθεσης. Δεν αφορά απλώς τον έρωτα,την απιστία, το θυμό και την εκδίκηση,τις «εγκληματικές ανισότητες τηςαγάπης». Είναι ένα έργο για τον αιώνιοπόλεμο μεταξύ της ερωτικής επιθυμίαςκαι της ανάγκης για μια αγάπη κραταιάως το θάνατο, για τη μοναξιά και για τονεγωισμό (στον οποίο οι σύγχρονοι άνθρωποιοχυρώνονται για να μην πληγωθούν), γιατο καταραμένο μεγαλείο του ανθρώπου ναμένει σταθερά ανικανοποίητος -για τησχετικότητα των πραγμάτων, τη θνητότητατων μεγαλύτερων αισθημάτων, τη σύγκρουσηαναγκών εξίσου δυνατών. Και για τηνελευθερία της βούλησης, τη θεωρητικήελευθερία να επιλέγεις -όταν όλοιγνωρίζουμε ότι η «λογική» εξέτασητων δεδομένων συχνά βουλιάζει σε ένστικτακι ορμές που δεν ελέγχονται πάντα με τηδύναμη του νου. Α, βέβαια, και για τηνειλικρίνεια, στην οποία υποτίθεταιστηρίζονται οι σωστές σχέσεις. Εδώ οΜάρμπερ αποδεικνύει σχεδόν σοκαριστικάότι πίσω από τη διάθεση να είναι κανείςειλικρινής μπορεί να κρύβεται αδιαφορίακαι ψυχρότητα κι ότι ορισμένα πράγματααπλώς είναι καλύτερα να μένουν αφανή,όταν το μόνο που μπορεί να προκαλέσειη αποκάλυψη της αλήθειας είναι πόνοςκαι οδύνη.
Ωςπρος τη δομή του, το Πιο Κοντά είναι ένα απότα εντελέστερα δείγματα σύγχρονηςθεατρικής γραφής: Δώδεκα σκηνές, στημένεςκατά κύριο λόγο σε ντουέτα, τέσσεραπρόσωπα, τέσσερα ζευγάρια. Κατά τηνεξέλιξη του έργου παρακολουθούμε τηνπρώτη και την τελευταία συνάντησηκαθενός από αυτά τα πρόσωπα. Κι ενώ ηαριθμητική της σύνθεσης παραπέμπει σεμελωδική μουσική, η γλώσσα που ενίοτεχρησιμοποιούν τα πρόσωπα ακούγεται σανπανκ στην πιο άγρια εκδοχή του. Η δομήαντιστοιχεί στο λογικό, η γλώσσα στοθυμικό και η κόντρα μεταξύ τους προκαλείμια διαρκή ένταση που είναι αδύνατο νααφήσει ανεπηρέστο το θεατή.
ΤοΠιο Κοντά παρουσιάζει φέτος ο Γιώργος Κιμούληςστο θέατρο Αθηνών. Η σκηνοθετική γραμμήτης παράστασης βασίζεται στη χρήσηβίντεο και τραγουδιών από την ευρύτερηροκ σκηνή στα ενδιάμεσα των σκηνών.Ξεκινά μ' ένα από τα πιο όμορφα ποιήματατου Λέοναρντ Κοέν, το «A Thousand KissesDeep». Τα βίντεο ακολουθούν τις διαδρομέςτων ηρώων/ηθοποιών στο Λονδίνο, όπουεξελίσσεται η ιστορία. Το γεγονός ότιτα μέρη που έχει επιλέξει ο συγγραφέαςείναι υπαρκτά προσδίδει μια διάστασηαλήθειας στη μυθοπλασία, που λειτουργείως προτροπή του συγγραφέα να δούμεκαλύτερα γύρω. Οιβιντεοπροβολές εν προκειμένω αποδεικνύονταιπολλαπλώς χρήσιμες: Λύνουν ικανοποιητικάτο πρόβλημα της σκηνογραφίας (καθώς τοθέατρο Αθηνών έχει μια εξαιρετικάδύσκολη, ρηχή σκηνή) και ικανοποιούντην αισθητική των θεατών μικρότερηςηλικίας. Πιο σημαντικό όμως είναι ότιενισχύουν δραματουργικά στοιχεία τουέργου. Έτσι το Postman's Park, ένα μικρό πάρκοστο Λονδίνο μ' ένα μνημείο του 19ου αι.προς τιμήν ανθρώπων που έχασαν τη ζωήτους προσπαθώντας να σώσουν άλλους,έχει μία κρίσιμη θέση στην εξέλιξη τουέργου, κυρίως γιατί αποτελεί ένα είδος«αντεπιχειρήματος» στη σκοτεινήεγωπάθεια του έρωτα και στην αυτιστικήιδιωτεία των ανθρώπων στις σύγχρονεςμεγαλουπόλεις.
Κατάτ' άλλα η παράσταση είχε δύο προβλήματα:Η επιθυμία του ηθοποιού και σκηνοθέτηνα ανοιχτεί στο δυναμικό νέοτερο κοινότης πόλης βρίσκει αντιστάσεις στοπαραδοσιακό κοινό του που δύσκολααντέχει το κατά στιγμές προκλητικό,σεξουαλικό λεξιλόγιο του Μάρμπερ. Τοδεύτερο πρόβλημα αφορά την ερμηνείατης Δώρας Χρυσικού στο ρόλο της Άλις.Είναι εντελώς ακατάλληλη, φωνητικάανεκπαίδευτη και με ήθος αλλοτριωμένοαπό το αγοραίο πνεύμα της τηλεόρασης.Η Ζέτα Δούκα είναι υποκριτικά η πιοσωστή, σε σχέση τόσο με την αλήθεια τουέργου όσο και με τη δυναμική τουσυγκεκριμένου θεάτρου -κάτι που ο ΝίκοςΨαρράς, παρά τις έντιμες προσπάθειέςτου, ακόμη δεν έχει καταφέρει. Ο ΓιώργοςΚιμούλης μοιάζει να μην μπορεί να ξεχάσειτο κοινό ούτε μία στιγμή -κι αυτό, όσοκι αν κολακεύει τους ανυποψίαστουςθεατές άλλο τόσο ενοχλεί τους υποψιασμένους.