Ένας άνδρας, καλοβαλμένοςκαι με την αυτοπεποίθηση αυτού που ο τραπεζικός του λογαριασμός ευημερεί,επιστρέφει από το Σίτι του Λονδίνου σπίτι νωρίτερα απ' ό,τι συνηθίζει. Οι «απλοί»άνθρωποι που τρέχουν γύρω του, επιτρέπουν ευχάριστες συγκρίσεις: έφτιαξε τη ζωήτου όπως την ήθελε και, κυρίως, σύμφωνα με τα κριτήρια των εκλεκτών τηςκοινωνίας, που απεχθάνονταν «τις συγκινήσεις, τον ενθουσιασμό και την αποτυχίαπερισσότερο από τη φωτιά, τον πόλεμο ή τη θανατηφόρα ασθένεια». Το σπίτι του,με βαριές κουρτίνες, παχιά χαλιά, πίνακες, γκραβούρες, μαρμάρινα αγάλματα,έφερε τη σφραγίδα του προσωπικού του γούστου. Πολυτιμότερο ανάμεσα στα πολύτιμααποκτήματα, η γυναίκα που παντρεύτηκε πριν από πέντε χρόνια. Όμορφη, καλήςκοινωνικής θέσης, μορφωμένη, με προσωπικότητα και ικανότητες στο να δέχεταικαλό κόσμο, ήταν η ιδανική σύζυγος γι' αυτόν. Οι πολιτικές του φιλοδοξίες τονώθησαν να αγοράσει μία εφημερίδα, ενώ η γυναίκα άρχισε να ασχολείται με τησυνήθη δραστηριότητα των κυριών της καλής τάξης - τη φιλανθρωπία.
Επιστρέφοντας σπίτι, όμως,τον περιμένει μία επιστολή από τη γυναίκα του. Έντρομος διαβάζει ότι έφυγε μ'έναν άλλο άντρα. Το σύμπαν του καταρρέει - η προσωπική του διάψευσηαναμετριέται με την προσβολή αλλά και τις κοινωνικές συνέπειες που όφειλε να υποστεί.Όταν σε λίγο εκείνη επιστρέφει, τίποτε δεν μπορεί να είναι ξανά το ίδιο.
Αυτή είναι με λίγα λόγια ηιστορία της Επιστροφής του Τζόζεφ Κόνραντ, μιας εκπληκτικής νουβέλας μεχρονολογία συγγραφής το 1897 (εκδόθηκε, ωστόσο, το 1923), που τώρα παρουσιάζεταιστο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, σε θεατρική μεταφορά της ΑθανασίαςΚαραγιαννοπούλου. Προτού δω την παράσταση δεν είχα διαβάσει το κείμενο, ούτεείχα δει την "Gabrielle", την περσινή ταινία του Πατρίς Σερό που βασίζεται στηνίδια νουβέλα (έξοχο δράμα δωματίου, που ακολουθεί και ξεπερνά το σχόλιο τουίδιου του Κόνραντ - ότι η «Επιστροφή» είναι μία «συλλογή φυσικών εντυπώσεων -εντυπώσεων ήχων και εικόνων»). Για μένα, το γεγονός ότι μία παράσταση διασκευήςενός λογοτεχνικού κειμένου ανοίγει δρόμους προς το πρωτότυπο κείμενο αλλά καισε άλλες μορφές τέχνης με το ίδιο «αντικείμενο», αποτελεί ήδη μέτρο επιτυχίαςτης σκηνικής πράξης.
Ο Κόνραντ χρησιμοποιείτριτοπρόσωπη αφήγηση, δηλαδή την τακτική του πανθορώντος αφηγητή που γνωρίζειακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις του ήρωα. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείςτο ρόλο του αφηγητή της νουβέλας, που άλλοτε ταυτίζεται εντελώς με τον ήρωα(ευνοώντας μία κατάσταση διχασμού του Εγώ - όπου ο άντρας στοχάζεται για τη ζωήτου λες και πρόκειται για τη ζωή κάποιου ξένου), κι άλλοτε κρίνει τις επιλογέςτου και την αδυναμία του να αξιολογήσει καθαρά τα νέα δεδομένα και τις αιτίεςτου.
Η πρόζα του Κόνραντ (αν καιέγραψε μόνο στην αγγλική, την τρίτη γλώσσα που έμαθε - οι άλλες δύο, η μητρικήπολωνική και η γαλλική, είναι εμφανείς στον τρόπο που γράφει) είναι μοναδικάδική του στον τρόπο που η ακρίβεια της περιγραφής του προσπαθεί να καταγράψει,άρα να ορίσει, το ανείπωτο μιας ψυχής που έρχεται αντιμέτωπη με την οντολογικήαλήθεια της ύπαρξης. Κι εδώ είναι το μεγαλείο αυτής της νουβέλας: μέσα από ένακοινότοπο συμβάν, την απιστία της γυναίκας του, ο ήρωας θα γνωρίσει -βιώνονταςμία πρωτοφανή γκάμα αντικρουόμενων συναισθημάτων και ψυχολογικών αντιδράσεων-την «έρημη χώρα» της ύπαρξής του και τού, ορφανού από Θεό, κόσμου γύρω του.
Στη διασκευή (της ΙωάνναςΚλεφτόγιαννη), η τριτοπρόσωπη αφήγηση διατηρήθηκε, ώστετο ενδιαφέρον (ελλείψει μάλιστα σκηνικού) να μετατοπίζεται αυτομάτως στιςερμηνείες των ηθοποιών. Είναι σαν να βλέπουμε μπροστά μας ένα πείραμα in vitro,μόνο που εδώ τα πειραματόζωα είναι δύο ανθρώπινα όντα που σφαδάζουν, ανίκανα ναδιαχειριστούν τη ζωή και τις επιλογές τους. Η παρουσία των υπηρετριών (έντονηκαι στην ταινία του Σερό, όχι όμως και στη νουβέλα) επιτείνει την «επική»διάθεση της σκηνοθεσίας, ωθώντας τους θεατές στην παρατήρηση και όχι στησυναισθηματική ταύτιση. Αυτό που κατορθώνουν με τη βοήθεια της σκηνοθέτιδας οΓιάννης Φέρτης και η Πέγκυ Σταθακοπούλου, είναι ένας ερμηνευτικός άθλος.Μεταφέρουν τη λεκτική δύναμη του κειμένου σ' έναν δραματικό κώδικα όπου το σώμακαι η κίνησή του, καθώς και το πρόσωπο και η έκφρασή του, έχουν τον πρώτο λόγο.Ειδικά η Πέγκυ Σταθακοπούλου, της οποίας ο ρόλος στην ουσία διαμορφώνεται μέσααπό τις σκέψεις του άντρα και τους ελάχιστους διαλόγους του πρωτοτύπου, είναιέξοχη. Η αντίθεση μεταξύ των υπέροχων ρούχων εποχής του Γιάννη Μεντζικώφ με τημουσική που επέλεξε η Α. Καραγιαννοπούλου (φέρνοντας κοντά το υπέροχο Adagio for Strings του Σάμιουελ Μπάρμπερ με τραγούδια απότη σύγχρονη «ροκ» μουσική) ενισχύει, χωρίς να ξενίζει, τη μοιραία αντίθεση πουφέρουν τα ίδια τα πρόσωπα εντός τους. Στο τέλος, εκείνος «δεν ξαναγύρισε».