Ακόμη και ο σπουδαίος Στανισλάφσκι έπεσε θύμα τους, όταν ανέβασε στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, το 1902, το απαγορευμένο ως τότε έργο του Τολστόι: «Ο εξωτερικός ρεαλισμός της παράστασης Η δύναμη του σκότους αποκάλυψε σ' εμάς τους ηθοποιούς που συμμετείχαμε την απουσία εσωτερικής αιτιολόγησης. Τη σκηνή κατέλαβαν τα πράγματα, τα αντικείμενα, μπανάλ εξωτερικά γεγονότα [...] που συνέτριψαν το βαθύτερο νόημα του έργου και των ηρώων του». Αυτό το οποίο εντόπισε, δηλαδή, ως αδυναμία της παράστασης εκείνης ο δημιουργός της, μερικά χρόνια αργότερα, ήταν η έμφαση που δόθηκε στη σκηνική αληθοφάνεια, στην προσπάθεια να αναπαραχθεί όσο το δυνατόν πιστότερα η εντύπωση ενός ρεαλιστικού, τρισδιάστατου περιβάλλοντος, η οποία λειτούργησε εις βάρος της εσωτερικής, πνευματικής διάστασης της σκηνικής εμπειρίας.
Ο Αντρέ Αντουάν, σημαντικός εκπρόσωπος του νατουραλιστικού κινήματος και ιδρυτής του περίφημου Théâtre Libre, το 1887, στο Παρίσι, έθεσε δεκάδες «αληθινά» αντικείμενα στην υπηρεσία του νέου είδους θεάτρου που επιδίωκε να δώσει τέλος όχι μόνο στο επιτηδευμένο παίξιμο των ηθοποιών αλλά και στην «ψευτιά» των ζωγραφισμένων σκηνικών. Λέγεται, μάλιστα, ότι για τον σκοπό αυτό δανείστηκε έπιπλα από το σαλόνι της μητέρας του και τα μετέφερε ο ίδιος στο θέατρό του, εντυπωσιάζοντας ιδιαίτερα τον Εμίλ Ζολά, πρωτεργάτη του κινήματος, που πέρασε λίγο αργότερα για να παρακολουθήσει μια πρόβα.
Το έργο του Τολστόι πληρούσε θριαμβευτικά τις βασικές προϋποθέσεις των νατουραλιστών για το νέο επαναστατικό είδος θεάτρου που ευαγγελίζονταν, στρέφοντας την πλάτη τους στη feel-good νοοτροπία της εποχής: η Δύναμη του Σκότους ανταποκρινόταν θριαμβευτικά στο κάλεσμα για διερεύνηση της κοινωνίας και του κόσμου «όπως πραγματικά είναι», με όλα τα ελαττώματα, τις δυσάρεστες ή άσχημες πλευρές που μέχρι τότε έστεκαν παραγκωνισμένες ως ακατάλληλες για παρουσίαση ενώπιον του ευπρεπούς κοινού.
Το καθαρό αφηγηματικό νήμα, η διαυγής παρουσίαση των χαρακτήρων και των σχέσεων συνοδεύονται ενίοτε από διάθεση παιχνιδιάρικη.
H φτώχεια, η άγνοια, η αδυναμία ευγλωττίας και οι θλιβερές συνθήκες ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, η κατάρα της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος: αυτές είναι οι ρίζες του κακού (για να δανειστούμε τον τίτλο ενός άλλου έργου του Ρώσου συγγραφέα) που εγκλωβίζουν τους αγρότες του έργου σε ένα σύμπαν ανελέητο. Οι ήρωες του Τολστόι γεννιούνται, ζούνε και πεθαίνουν μέσα σε πυκνό σκοτάδι που ρουφάει την ανθρωπιά τους. Η απληστία μεταδίδεται σαν ασθένεια. Ψέματα, κλεψιές, απιστίες, δολοφονίες: αυτή είναι η σταθερή σοδειά μιας κακής καλλιέργειας. Ένα μωρό θάβεται μόλις γεννηθεί – από τον ίδιο τον πατέρα του, σε μία από τις πιο σοκαριστικές σκηνές της παγκόσμιας δραματουργίας. Μονάχα ο γηραιότερος και αγνός Ακίμ, σταθερά προσηλωμένος στη χριστιανική πίστη του, κομίζει λίγο φως με την παρουσία του. Ούτε αυτός, όμως, καταφέρνει να σώσει τον γιο του από τον χαμό.
Ο Αντουάν ανέβασε τη Δύναμη του Σκότους το 1888. Η παράσταση του Παρισιού θεωρήθηκε σημαδιακή και ταξίδεψε στην Ευρώπη, ενώ υμνήθηκε ως αξιοθαύμαστη δουλειά συνόλου. Όπως ήταν αναμενόμενο, στην αυλή του χωριατόσπιτου ο Αντουάν έβαλε αληθινό γρασίδι και αληθινές μπάλες άχυρου (τα δέντρα μόνο ήταν χειροποίητα). Το 1923 το έργο σκηνοθέτησε στο Βερολίνο ο Έρβιν Πισκάτορ, πατέρας του επικού θεάτρου μαζί με τον Μπρεχτ. Η προσπάθεια του Πισκάτορ να καταστήσει ένα θέατρο αξιώσεων προσιτό στους θεατές της εργατικής τάξης εκτιμήθηκε δεόντως, αν και η έμφαση στη νατουραλιστική λεπτομέρεια υπονόμευσε εν μέρει, σύμφωνα με τους κριτικούς, τον πυρήνα του κειμένου.
Εν έτει 2017, η Ελένη Σκότη αποφάσισε να αποφύγει την παγίδα των αντικειμένων. Δεν έχει άχυρα εδώ, ούτε γρασίδι. Ούτε καν ζωγραφισμένα δέντρα. Μόνο το πιο ταπεινό των υλικών, το φελιζόλ. Κομμένο σε παραλληλόγραμμα ποικίλων μεγεθών, βαμμένα μαύρα και «φαγωμένα» γύρω γύρω από τη φθορά της χρήσης, γίνονται στα χέρια των ηθοποιών «τουβλάκια» με τα οποία οριοθετούν το μέσα και το έξω, χτίζουν έναν τάφο που καταπίνει σταδιακά τον ετοιμοθάνατο αφέντη και μεταμορφώνουν διαρκώς τη δυναμική του χώρου (φρόνιμο θα ήταν, νομίζω, το καμουφλάρισμα της σιδερένιας σκάλας που δεν χρησιμοποιείται ποτέ).
Η σκηνοθεσία επιχειρεί να απελευθερώσει το έργο από τη βαριά νατουραλιστική κληρονομιά του, όχι μόνο σε σκηνογραφικό επίπεδο αλλά και συνολικότερα. Του δίνει αέρα, το «τσιγκλάει» με τρυφερότητα, χωρίς εξυπνακίστικη διάθεση, ενώ με λεπτότητα εγχέει μικρές δόσεις χιούμορ που ασκούν απρόσμενη γοητεία χωρίς να παραβιάζουν την οντότητα των νοημάτων. Το καθαρό αφηγηματικό νήμα, η διαυγής παρουσίαση των χαρακτήρων και των σχέσεων συνοδεύονται ενίοτε από διάθεση παιχνιδιάρικη –βλ. τη σκηνή σεξ των παράνομων εραστών που κάνουν τα δοκάρια να τρίζουν– ή από μπρεχτικές πινελιές – οι «οδηγίες» των ηθοποιών προς τους οργανοπαίκτες, ένα ντουέτο ακορντεόν και μπαλαλάικας που συνοδεύει ζωντανά μεγάλο μέρος της δράσης με απλές, ζωηρές μελωδίες.
Δεν αποδεικνύονται όλες οι Πράξεις εξίσου στέρεα δουλεμένες. Η μάχη που διαδραματίζεται για την ψυχή του νεαρού Νικήτα πρέπει να δημιουργεί την αίσθηση της κλιμάκωσης, της δύναμης του σκότους που τον διεκδικεί όλο και πιο επιθετικά. Κι ενώ το πρώτο μέρος κυλάει αρμονικά, ζεσταίνοντας το ενδιαφέρον μας, το δεύτερο, εκεί όπου η ηθική αποχαλίνωση του κεντρικού ήρωα οφείλει να γίνει ιδιαίτερα αισθητή, εκτυλίσσεται αντιθέτως άνευρα – σαν αργόσυρτο σκαμπίλι και όχι σαν χαστούκι.
Μεσολαβεί η συμπαγής, λιτή και ζοφερή σκηνή της βρεφοκτονίας, με όλους τους ηθοποιούς να συντονίζονται σταματώντας κάθε αστείο, ακριβώς επειδή η δραματική σοβαρότητα των τεκταινομένων δεν επιτρέπει παρά την υπέρτατη συγκέντρωση. Η μετάνοια του Νικήτα για τις φρικτές πράξεις του, στην τελευταία Πράξη, έρχεται γρήγορα και δεν προλαβαίνουμε να την αφομοιώσουμε – ίσως επειδή έχει κοπεί μέρος του κειμένου. Το αβαθές ξέσπασμα του συμπαθούς Γιώργου Παπαγεωργίου αδυνατεί να μεταδώσει πειστικά τον σπαραγμό μιας κατεστραμμένης συνείδησης.
Οι άνισες ερμηνείες συνιστούν, πράγματι, ένα αδύναμο στοιχείο της παράστασης. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη ενδίδει σε δραματικά τρεμουλιάσματα και άλλες περιττές εντάσεις (όχι, ευτυχώς, στη σκηνή της βρεφοκτονίας). Η Αθανασία Κουρκάκη, ως έφηβη ξελογιάστρα, δεν εντοπίζει καθόλου την τρομακτική πλευρά της ηρωίδας της, ούτε συνδέεται με τους συναδέλφους της ή τη δράση. Αξιοπρεπής αναδύεται ο Χρήστος Σαπουντζής ως γέρος υπηρέτης και αχνός ο Θανάσης Χαλκιάς ως Ακίμ.
Η Αγορίτσα Οικονόμου, τέλος, ερμηνεύει εξαιρετικά τη Ματριόνα, φοβερή μάνα μακιαβελικής σαγήνης, που χορηγεί δηλητηριώδεις σκόνες, υποκινεί φόνους, κανονίζει γάμους, όλα με το αζημίωτο και όλα για το καλό του γιου της. Κοφτερή σαν μαχαίρι, με ζηλευτή αίσθηση του μέτρου και κυρίαρχη της τεχνικής της, η ηθοποιός πλάθει μια ηρωίδα κυνική και καπάτσα, θεατρίνα της ζωής και της σκηνής, με κωμική φλέβα που χτυπάει αβίαστα δίπλα στη δολοπλόκα καρδιά της.
Info:
Η δύναμη του σκότους
του Λέοντος Τολστόι από την ομάδα Νάμα
Συγχρονο Θεατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Δευτ. 19:30, Σάβ. 17:00 Κυρ. & Τρ. 21:00