Το έργο του Σέρτζι Μπελμπέλ «Ξένοι», που παρουσιάζεται στη σκηνή του Νέου Rex (Εθνικό Θέατρο), σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, εξελίσσεται σε ένα διαμέρισμα κάποιας δυτικής πόλης σε δύο χρόνους: τη δεκαετία του '60 και τη σημερινή εποχή. Οι δύο χρονικές περίοδοι συμπλέκονται, καθώς οι ήρωες της ιστορίας είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Μητέρα, μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα και διαψευσμένη ζωή, που ακόμη και στα τελευταία της (άρρωστη από καρκίνο) δηλητηριάζει τη ζωή του γιου και της κόρης της – ο άνδρας της, σκιώδης φιγούρα, σαν να μην υπάρχει. Η ομοφυλοφιλία του γιου μοιάζει να προκύπτει ως αντίδραση στη δυναστική μητριαρχία, όπως και το ότι η κόρη το σκάει με τον γιο της οικογένειας των μεταναστών που ζουν σε διαμέρισμα της ίδιας πολυκατοικίας.
Σάραντα χρόνια μετά, μεσήλικη πια, η κόρη επανέρχεται στο πατρικό, όπου ζει μόνον ο σταθερά αξιοθρήνητος πατέρας, μαζί με τη (ξένη) γυναίκα που τον φροντίζει. Τον συντηρεί ο γιος του. Η κόρη είναι εξίσου διαψευσμένη όσο και η μητέρα της και εξίσου αποτυχημένη στην ανατροφή των παιδιών της όσο κι εκείνη.
Ο Μπελμπέλ, όμως, θέλει να πει πολλά, ανακατεύει ρεαλιστικά στοιχεία και συμβολισμούς (το «παλιό» σπίτι/η γερασμένη Ευρώπη, ο Ξένος, το νέο αίμα που δεν κληρονομεί αλλά αγοράζει το σπίτι κ.ο.κ.) και τελικά βαρυφορτώνει την ιστορία του σε βαθμό που να πληγώνεται θανάσιμα η δραματουργική ισορροπία του έργου.
Ο συγγραφέας φιλόδοξα προσπαθεί να μιλήσει για το «ξένο», που στην πιο προφανή εκδοχή του αφορά την προβληματική σχέση των γηγενών με τους μετανάστες – κάποια μέρα ως γείτονες αναστατώνουν τη μέχρι τούδε οικεία, σταθερή συνθήκη ζωής της μέσης αστικής οικογένειας. Η αναγκαστική γειτνίαση μαζί τους, ωστόσο, δεν είναι πιο δύσκολη από την εξίσου αναγκαστική συμβίωση των μελών μιας οικογένειας. Ούτε τόσο τρομακτική όσο η αναγκαστική συνύπαρξη με έναν εαυτό αποξενωμένο από την ουσία του.
Ως ιδέα είναι καλή. Σκέφτομαι πως το διαμέρισμα θα μπορούσε να αποτελεί κάτι σαν εξέλιξη του σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα (του Λόρκα, 1936) και η Μητέρα του Μπελμπέλ μία από τις κόρες της που, μετά τον θάνατό της, απελευθερωμένη από το δυναστικό καθεστώς της, έφυγε για την πόλη, όπου και συνέχισε τη θλιβερή ζωή της. Τα παιδιά συχνά επαναλαμβάνουν τους γονείς τους, παγιδευμένα σε επιλογές αντίδρασης που αναπαράγουν με παρόμοιο ή διαφορετικό τρόπο το παλιό δράμα. Ναι, ο Πέπε Ρομάνο από το έργο του Λόρκα θα μπορούσε να είναι ο μεγάλος και ο μικρός γιος της οικογένειας των μεταναστών: ο πρώτος ξελογιάζει την κόρη και ο δεύτερος θα αγοράσει, τελικά, το διαμέρισμα-εστία της ιστορίας.
Ο Μπελμπέλ, όμως, θέλει να πει πολλά, ανακατεύει ρεαλιστικά στοιχεία και συμβολισμούς (το «παλιό» σπίτι/η γερασμένη Ευρώπη, ο Ξένος, το νέο αίμα που δεν κληρονομεί αλλά αγοράζει το σπίτι κ.ο.κ.) και τελικά βαρυφορτώνει την ιστορία του σε βαθμό που να πληγώνεται θανάσιμα η δραματουργική ισορροπία του έργου. Ο καρκίνος της μητέρας, η ομοφυλοφιλία του γιου, οι ξένοι γείτονες (όχι μόνο οι δυο γιοι αλλά και η μητέρα τους – ρόλος χωρίς λόγο ύπαρξης), η ξένη που φροντίζει τον γέρο (ο οποίος, μάλιστα, θέλει σεξ μαζί της, μια που την έχει παντρευτεί κρυφά), το μικρό παιδί που, ως ενήλικος, αγοράζει το σπίτι, επειδή, και καλά, η Μητέρα κάποτε του είχε πει δυο καλές κουβέντες –ενώ δεν είχε πει ποτέ καλό λόγο στα παιδιά της–, ένα πλήθος στοιχείων και λεπτομερειών, όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα στην ουσία της ιστορίας αλλά προκαλούν δυσφορία. Όπως όταν τρως ένα φαγητό που μοιάζει καταρχάς νόστιμο, αλλά σύντομα διαπιστώνεις ότι ο πλούτος των υλικών ακυρώνει, τελικά, τη γευστική ισορροπία.
Κόβω το κεφάλι μου ότι ο Νίκος Μαστοράκης, που σκηνοθέτησε την παράσταση, αναγνώρισε από την αρχή τις αδυναμίες του έργου. Φαντάζομαι ότι δεν αρνήθηκε την πρόταση, αφού το να σκηνοθετεί είναι η δουλειά του. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν συνολικά ανέμπνευστο – από τη σκηνογραφία και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα έως τις ερμηνείες των καλών ηθοποιών που συμμετέχουν. Σίγουρα, η Λυδία Κονιόρδου, ο Θέμης Πάνου, ο Παντελής Παπαδόπουλος, η Μαρσέλα Λένα, ο Δημήτρης Πασσάς, ο Κρις Ραντάνοφ, η Δανάη Σκιάδη και ο Νικόλας Χανακούλας δεν φταίνε που έφυγα από το θέατρο μ' ένα «ουφ» ανακούφισης.