Η σύγκριση είναι συντριπτική. Όσοι είδαν την παράσταση του Guy Cassiers Mephisto Forever (2006) στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2009 δεν μπορεί παρά να απογοητεύτηκαν από τον Μεφίστο του Νίκου Μαστοράκη για το Εθνικό Θέατρο. Ο Φλαμανδός σκηνοθέτης, σε συνεργασία με τον Tom Lanoye, διασκεύασε το μυθιστόρημα του Κλάους Μαν σε μια σύγχρονη, «αποναζιστικοποιημένη» σκηνική αφήγηση. Αξιοποιώντας τις πολλαπλές δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, φώτισε έξοχα τις αμφίδρομες και πολυπρισματικές σχέσεις που συνδέουν το ατομικό με το συλλογικό δράμα σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο.
Στην παράστασή του, κάποιοι ηθοποιοί, αντιμέτωποι με την άνοδο του φασιστικού κόμματος στην εξουσία (και γνωρίζοντας ότι δεν θα αργήσουν οι διώξεις, οι απαγορεύσεις, τα λουκέτα), προτιμούν να αυτοεξοριστούν. Άλλοι περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και να κινηθούν αναλόγως. Μόνο ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του θιάσου, στον οποίο επικεντρώνει ο Cassiers, δεν κλονίζεται. «Η ομορφιά είναι το όπλο του καλλιτέχνη» υποστηρίζει. Η «στρατηγική» του, του πολέμου εκ των έσω, γρήγορα θα αποδειχθεί άλλοθι της άμετρης φιλοδοξίας του.
Ο διχασμός του ήρωα είναι σαφής, όπως και η αδυναμία του να δώσει επαρκή απάντηση στο μείζον ζήτημα: Ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σε εποχές τρομακτικές, όπως αυτή της ναζιστικής Γερμανίας;
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Κλάους Μαν έγραψε το μυθιστόρημα Μεφίστο το 1936, στη εξορία. Εξελίσσεται στη Γερμανία της εποχής του, τα χρόνια της ανόδου του ναζισμού – και έως την επικράτησή του. Οι πολιτικές εξελίξεις παρακολουθούνται μέσα από τη ζωή των ηθοποιών ενός μόνιμου θιάσου και του πρωταγωνιστή του, του Χέντρικ Χόφγκεν. Αυτός είναι ο Μεφίστο (γιατί ήταν μοναδικός στον ρόλο του Μεφιστοφελή, του διαβόλου, στον Φάουστ του Γκαίτε), ο άνθρωπος που άφησε στην άκρη τις αριστερές ιδέες της νιότης του και συνεργάστηκε με τους ναζί, απολαμβάνοντας δόξες και τιμές, όταν φίλοι και συνάδελφοί του αυτοεξορίζονταν ή συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν.
Παρά το διαφορετικό όνομα, ο Μαν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που γνώριζε καλά, τον σπουδαίο ηθοποιό Γκούσταφ Γκρίντγκενς (1899-1963), επί τριετία σύζυγο της αδελφής του, Έρικα Μαν. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ο Γκρίντγκενς έγινε διευθυντής του Πρωσικού Κρατικού Θεάτρου του Βερολίνου (1936-1945) και σύμβουλος του καθεστώτος σε θέματα κουλτούρας. «Πώς γίνεται να 'χουμε ζήσει μ' έναν άνθρωπο, να 'χουμε διατηρήσει καλές φιλικές σχέσεις και τώρα αυτός να κάθεται στο τραπέζι του τερατώδους αρχιστρατήγου του Ράιχ; Και να γλεντάει, να παίζει, να συζητάει με τους φονιάδες; Δεν φτάνει που μπορούσε να ανασαίνει τον πανουκλιασμένο αέρα, που ανεχόταν την απαράδεκτη κατάσταση, μα απολάμβανε κιόλας τους θριάμβους του. Κι εγώ είχα γελάσει κι είχα χαρεί για τα ωραία πράγματα, κι είχα βρίσει τ' άσχημα, μαζί του. Ήταν πραγματικά φοβερό να το σκέφτομαι» γράφει ο Κλάους Μαν στο αυτοβιογραφικό Σημείο Καμπής (εκδ. Εξάντας, 1990), αναφερόμενος στο Μεφίστο.
Στη διασκευή του μυθιστορήματος από την Αριάν Μνουσκίν που χρησιμοποίησε ο Νίκος Μαστοράκης, ο Χέντρικ Χόφγκεν, ο Μεφίστο, είναι ένα από τα πρόσωπα, όχι το Πρόσωπο του δράματος. Η επιλογή είναι μοιραία, γιατί στο θέατρο το δράμα του ενός μπορεί να φωτίσει το δράμα των πολλών – το αντίστροφο δύσκολα είναι εφικτό, εξαιτίας της ίδιας της φύσης της σκηνικής τέχνης. (Εκτός κι αν σκηνοθέτης είναι η Αριάν Μνουσκίν, που επί δεκαετίες έχει ειδικευτεί σε πολυπρόσωπες τοιχογραφίες σε τεράστιες σκηνές, μετατοπίζοντας τα αιτούμενα σε άλλα επίπεδα).
Στην παράσταση του Μαστοράκη, με άλλα λόγια, εξαφανίστηκαν όλα τα στοιχεία που φωτίζει έξοχα μια άλλη εκδοχή του μυθιστορήματος του Μαν, η ταινία του Ούγγρου Ιστβάν Ζάμπο Μephisto (1981), με τον Κλάους Μαρία Μπραντάουερ στον κεντρικό ρόλο.
Επιπλέον, συμβαίνει το εξής: τα περισσότερα πρόσωπα της ιστορίας δεν αλλάζουν, ακολουθούν με συνέπεια τις ιδέες και τις αξίες τους. Ο Χόφγκεν είναι αυτός που αλλάζει εντυπωσιακά και που, ξεπερνώντας τα ηθικά διλήμματα, συνδιαλέγεται με το ναζιστικό καθεστώς. Αυτόν έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς μεταμορφώνεται. Στην παράσταση του Μαστοράκη ο Χόφγκεν παρουσιάζεται σαν άνθρωπος εξαρχής διεφθαρμένος από τη φιλοδοξία – που σημαίνει ότι τα διλήμματα καταργούνται, μαζί και η τρομερή αντίφαση ενός σπουδαίου ηθοποιού που γίνεται όργανο ενός καθεστώτος εχθρικού σε όλα όσα η τέχνη του θεάτρου υποστηρίζει, θεραπεύει και αποθεώνει.
Στην παράσταση του Μαστοράκη, με άλλα λόγια, εξαφανίστηκαν όλα τα στοιχεία που φωτίζει έξοχα μια άλλη εκδοχή του μυθιστορήματος του Μαν, η ταινία του Ούγγρου Ιστβάν Ζάμπο Μephisto (1981), με τον Κλάους Μαρία Μπραντάουερ στον κεντρικό ρόλο. Εδώ η καλλιτεχνική/επαγγελματική άνοδος του ήρωα συμβαίνει παράλληλα και ταυτόχρονα με την ηθική του πτώση. Ο διχασμός του ήρωα είναι σαφής, όπως και η αδυναμία του να δώσει επαρκή απάντηση στο μείζον ζήτημα: ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σε εποχές τρομακτικές, όπως αυτή της ναζιστικής Γερμανίας; Θυμάμαι μια σκηνή, όταν ο Χόφγκεν αποκλείει το ενδεχόμενο να φύγει από τη χώρα του με το εξής αποστομωτικό επιχείρημα: «Είμαι ηθοποιός. Χρειάζομαι τη γλώσσα μου». Ή όταν λέει: «Παίζω τον Άμλετ, είτε αρέσει σ' αυτούς που είναι στην εξουσία είτε όχι. Μπορώ να βοηθήσω τον κόσμο που περνάει δύσκολα. Ένας ολόκληρος λαός δεν μπορεί να μεταναστεύσει. Δεν διαλέγεις πότε και πού γεννιέσαι».
Δύσκολα ζητήματα – που στη διασκευή που είδαμε στο Εθνικό δεν θίχτηκαν καν.
Δύο ακόμη λόγοι αδίκησαν κατά τη γνώμη μου τη σκηνική αφήγηση. Ο πρώτος: είναι δυνατόν να επιλέγεις τον Θάνο Τοκάκη για τον ρόλο του Μεφίστο; Δεν αμφισβητώ τις υποκριτικές του ικανότητες, αλλά η φωνή του, η εμφάνισή του, αυτό που εκπέμπει ως προσωπικότητα, είναι πολύ μακριά απ' αυτό που απαιτεί ο ρόλος. Δεν μπόρεσε να αποδώσει το δαιμόνιο, ενίοτε αυτοκαταστροφικό, που κινεί τον ήρωα (όπως πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες) πέρα από τις συντεταγμένες αρχές της κοινώς αποδεκτής ηθικής.
Επιπλέον, είναι δυνατόν ο κεντρικός ήρωας να είναι διάσημος ηθοποιός των μεγάλων κρατικών θεάτρων, να έχει ερμηνεύσει ανυπέρβλητα κλασικούς ρόλους και στην παράσταση του Μαστοράκη να μην εμφανίζεται ποτέ εν ώρα δουλειάς, π.χ. ως Μεφιστοφελής; Και οι μόνες σκηνές «θεάτρου εν θεάτρω» να αφορούν νούμερα καμπαρέ;
Η σκηνογραφική ένδεια είναι το άλλο μεγάλο μειονέκτημα της παράστασης. Αγνοώ για ποιον λόγο ο σκηνοθέτης δεν απευθύνθηκε σ' έναν «κανονικό» σκηνογράφο αλλά ανέλαβε ο ίδιος τα σκηνικά και τα κοστούμια. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο φτωχό και ανέμπνευστο που αδίκησε συνολικά την παράσταση, στερώντας την από ευφάνταστες αλλαγές, το βάθος και τα επίπεδα που είχε ανάγκη η σύνθετη ιστορία.
Παρ' όλα αυτά, επειδή οι ηθοποιοί υποστηρίζουν φιλότιμα τους ρόλους τους και το βασικό υλικό (η ιστορία του Κλάους Μαν) έχει μεγάλο ενδιαφέρον, η παράσταση κυλάει γρήγορα. Όχι, δεν φάσκω και αντιφάσκω, διότι μπορεί η τελική εντύπωση από την παράσταση του Μαστοράκη να είναι θετική, αλλά με αυτό το έργο ένας σκηνοθέτης σε εμπνευσμένη στιγμή θα μπορούσε να κάνει θαύματα.
Εθνικό Θέατρο
«Μεφίστο» της Αριάν Μνουσκίν, πάνω στο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν.
Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης
Ερμηνεύουν: Μ. Ασλάνογλου, Β. Βολιώτη, Μ. Ζορμπά, Θ. Κούκιος, Δ. Μαύρος, Υβ. Μαλτέζου
Σκην.-κοστ.: Ν. Μαστοράκης
Μουσ.: Στ. Γασπαράτος
Κτίριο Τσίλερ – Κεντρική Σκηνή, Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, 210 5288170
(Κεντρική Σκηνή)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετ., Πέμ.-Σάβ. 20.30, Κυρ. 19.30
Περισσότερες πληροφορίες εδώ