Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Τσιτιρίδης έχει γράψει τη δική του ιστορία στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Υπήρξε, μεταξύ άλλων, εκδότης δύο περιοδικών που ξεχώρισαν («Screw» και «Fagazine»), συνιδρυτής του Πανοράματος Ομοφυλοφιλικών Ταινιών καθώς επίσης και του Thessaloniki Pride. Φέτος τον Ιούνιο συνεπιμελήθηκε τόσο το ειδικό τεύχος του «Parallaxi magazine» για τη ΛΟΑΤΚΙ+ ιστορία της Θεσσαλονίκης όσο και τη θαυμάσια έκθεση «Ο δρόμος προς την ορατότητα» που έγινε στο λιμάνι στο πλαίσιο του Europride 2024∙ σκέφτεται δε να γράψει κι ένα βιβλίο σχετικά.
Δεν περιορίστηκε, όμως, σε αυτό το πεδίο. Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο Προσφυγικό αφενός, στα δικαιώματα των Ρομά αφετέρου, όντας από το 2020 υπεύθυνος για προγράμματα Ρομά στη SolidarityNow. Η συναναστροφή του με τη κοινότητα των Ρομά τον παρακίνησε να γράψει το βιβλίο «Οι Τσιγγάνοι της Θεσσαλονίκης» (εκδ. Μέθεξις, 2020), ενώ υπό έκδοση είναι κι ένα δεύτερο, το «Τσιγγάνικα παραμύθια: μύθοι, θρύλοι και δοξασίες». Για αυτά και άλλα πολλά μιλήσαμε στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα:
«Σε μια επανάσταση εκφράζονται όλες οι απόψεις και οι πτυχές, συχνά μέχρι υπερβολής. Το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα, μετά από πολλά χρόνια ρατσισμού, καταπίεσης και φόβου, διεκδικεί ισότητα, ορατότητα και συμπερίληψη παντού και καλά κάνει. Είναι και μια ανάγκη της νέας γενιάς να αντισταθεί στο κατεστημένο όπως αυτή το βιώνει».
TA AΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΤΙΡΙΔΗ ΣΤΗ LIFO, ΟΛΑ ΕΔΩ
— Να το πάμε από την αρχή;
Γεννήθηκα στη Γερμανία, στο Ντόρτμουντ, όπου ήταν οι γονείς μου οικονομικοί μετανάστες. Εκεί πήγα δημοτικό, αλλά τελειώνοντάς το κι επειδή ο πατέρας μου είχε ένα τροχαίο, επιστρέψαμε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Γιαννιτσά. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένος γιατί είχα κατά νου μια εξιδανικευμένη εικόνα της «μαμάς-πατρίδας», γρήγορα όμως αυτό άλλαξε, καθώς από ένα κεντροευρωπαϊκό περιβάλλον βρέθηκα σε αυτό της ελληνικής επαρχίας που διέφερε πολύ, από τις καθημερινές συνήθειες μέχρι την κουλτούρα και την εκπαίδευση.
Ένα πολιτισμικό σοκ το έπαθα, ακόμα και σε απλά πράγματα: εμείς, ας πούμε, περιμέναμε υπομονετικά να ανάψει το πράσινο για να διασχίσουμε έναν δρόμο ακόμα κι αν ήταν άδειος, κάτι που εδώ προκαλούσε γέλιο, όπως και το ότι μπορεί να έψαχνα επίμονα να βρω έναν κάδο να ξεφορτωθώ κάποιο σκουπιδάκι, αντί απλώς να το πετάξω κάτω, όπως συνήθιζαν οι περισσότεροι. Ως εκ τούτου γινόμουν αποδέκτης καζούρας στο γυμνάσιο, που κατέληξε σε σκληρό λεκτικό bullying καθότι «ξενάκι» και θηλυπρεπής, παρότι δεν είχα κάνει coming out − και μόνο που άκουγα Μαντόνα και Μάικλ Τζάκσον ήμουν «δακτυλοδεικτούμενος».
Κράζοντάς με «πούστη», «συκιά» «αδελφή», μου φόρτωναν μια ταυτότητα που δεν ήξερα ακόμα να μεταφράσω. Είχα μεν κάποιες παραστάσεις από ελληνικές ταινίες και θεατρικές επιθεωρήσεις, αλλά δεν μπορούσα να ταυτιστώ.
Ψυχοπλακώθηκα και κλείστηκα στον εαυτό μου. Είχα εντούτοις την τύχη ο στρέιτ μεγαλύτερός μου αδελφός να είναι ένα ψαγμένο παιδί με πολλές ευαισθησίες, που με στήριξε πολύ. Χάρη σε αυτόν ήρθα σε επαφή με εναλλακτικές μουσικές, ταινίες, βιβλία –ανάμεσά τους η βιογραφία του Ιόλα από τον Σταθούλη−, ακόμα και με προχωρημένα για τότε περιοδικά, όπως το «Κλικ» και το «01».
― Οι γονείς σου;
Είχαμε πάντα πολύ καλές σχέσεις, πρόβλημα ιδιαίτερο δεν αντιμετώπισα ποτέ, ούτε όταν έκανα coming out, κι ας μην είχαν κάποια μεγάλη μόρφωση. Δεν αρκούν οι γνώσεις, προέχει η αγάπη και η κατανόηση∙ κι αυτά, ναι, υπήρχαν.
― Συνεχίστηκε και στο λύκειο το bullying; Τη διαφορετικότητά σου πότε άρχισες να τη συνειδητοποιείς;
Τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα. Συμμετείχα στην εφημερίδα του σχολείου και στη θεατρική ομάδα, έγινα πολύ πιο αποδεκτός. Για τα στερεότυπα της εποχής, τι πιο «φυσιολογικό» για έναν γκέι να γράφει, να παίζει θέατρο, να είναι λίγο «φίρμα» και να κυκλοφορεί με ωραίες γκόμενες! Αντιλαμβανόμουν πια ξεκάθαρα τη σεξουαλική μου ταυτότητα, και πάλι όμως δεν μπορούσα να ταυτιστώ με τις καρικατούρες ομοφυλόφιλων χαρακτήρων σε τηλεοπτικά σίριαλ της εποχής, όπως ο Μπέζος στους «Απαράδεκτους», ούτε με τους επαρχιώτες γκέι που είχα γνωρίσει.
Η πρώτη φορά που είπα «γουάου» ήταν όταν είδα στην τηλεόραση τον Γρηγόρη Βαλλιανάτο και την Τζένη Χειλουδάκη, θεά και πρότυπο θάρρους τότε, που με απογοήτευσε όμως στη συνέχεια. Είχα πει κιόλας, θυμάμαι, στη μάνα μου πως όταν μεγαλώσω θέλω να μοιάσω στην Τζένη και σοκαρίστηκε! Συνειδητοποίησα, επιπλέον, ότι πρέπει να μετακομίσω άμεσα είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, τα Γιαννιτσά πια δεν με χωρούσαν. Στο μεταξύ ήδη μου την έπεφταν ερωτικά τα τσόλια του σχολείου και κάτι μπαρμπάδες, οι γνωστοί κωλομπαράδες της εποχής, όμως εγώ φοβόμουν να ξανοιχτώ. Αυτό έγινε όταν πια πήγα Θεσσαλονίκη.
― Πώς όμως βρέθηκες, εν τέλει, στη Θεσσαλονίκη;
Όταν αποφοίτησα από το λύκειο ήμουν σε μια φάση που δεν ήξερα τι θέλω, ώσπου είδα τη διαφήμιση μιας σχολής κινηματογράφου και μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Μετακόμισα λοιπόν το 1995 σε μια Θεσσαλονίκη που διατηρούσε ακόμα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της κι αυτό αφορούσε και την γκέι ζωή. Καθώς τα ενοίκια στο κέντρο ήταν ήδη ακριβά, νοίκιασα ένα ρετιρέ στον Βαρδάρη και συγκεκριμένα στην οδό Ταντάλου, τον κατεξοχήν «δρόμο των μπουρδέλων», όπως γρήγορα ανακάλυψα: είχε κίνηση όλο το 24ωρο, υπήρχαν σπίτια με κόκκινα φωτάκια, μπαρ, καμπαρέ, στριπτιζάδικα, γυναίκες που «ψάρευαν» πελάτες, από πάνω ήταν το Πάρκο του Σταθμού όπου γινόταν γκέι ψωνιστήρι, από κάτω, στην Αναγεννήσεως, εκδίδονταν αγόρια, έξω από τη βίλα Πετρίδη εκδίδονταν τρανς κορίτσια, παραπέρα υπήρχαν πορνοσινεμά∙ σε ένα τέτοιο περιβάλλον, στην πιο «χάρντκορ» γειτονιά, ξεκίνησε η φοιτητική ζωή μου!
Μια από τις πρώτες γνωριμίες μου ήταν με τη Νανά, από τις γνωστότερες τρανς της πόλης. Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ κι εγώ περπατούσα στον Βαρδάρη φορώντας μόνο ένα λεπτό ζακετάκι∙ διασταυρώνομαι στη σχεδόν έρημη λόγω του ψύχους πιάτσα των τρανς με μια ψηλή κυρία. Βλέποντάς με, μου λέει «βρε αγοράκι μου, έχεις παγώσει» και με τυλίγει με την τεράστια εκείνη μαύρη γούνα που φορούσε πάνω από τα προκλητικά της εσώρουχα – τη γούνα αυτή την έχω μέχρι σήμερα. Η Νανά ήταν ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, που σημάδεψε εκείνη την περίοδο της ζωής μου.
Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στο μεταίχμιο δύο κόσμων: από τη μια το «περιθώριο» του Βαρδάρη με τις τρανς, τις «αδερφές», τα τεκνά, τα μπερντότσολα, κι από την άλλη το Μπάχαλο, το Ahududu, όπου είχε αρχίσει δειλά-δειλά να ευδοκιμεί η κυρίαρχη σήμερα ευρωαμερικανική εκδοχή της γκέι κουλτούρας.
Είχαν μάλιστα δημιουργηθεί δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, αυτοί που δήλωναν ενεργοπαθητικοί, έκαναν τη λέξη «vers» καραμέλα και ακολουθούσαν τους κώδικες ενός συγκεκριμένου lifestyle, κι εκείνοι που παρέμεναν προσκολημμένοι στα «παραδοσιακά» πρότυπα. Ορισμένοι από τους δεύτερους πηγαίνανε καμιά φορά στα στέκια των πρώτων και φρικάρανε, ένας «στρέιτ» κωλομπαράς π.χ. δεν μπορούσε να δεχτεί ότι εφόσον πήγαινε με άντρες θεωρούνταν κι αυτός γκέι, το «vers», πάλι, ακουγόταν τρελό σε μια κλασική «αδερφή».
― Την πρόλαβα κι εγώ εκείνη τη μεταβατική εποχή, που στην Αθήνα τελείωσε λίγο νωρίτερα.
Ναι, ούτε στη Θεσσαλονίκη κράτησε πολύ, γρήγορα ο νέος κόσμος «κατάπιε» τον παλιό. Έχει γράψει κι ένα ωραίο ποίημα σχετικά ο Χριστιανόπουλος, το «Βαρδάρι: Ηλίου πέρσις». Προσωπικά, ένιωθα μια χαρά και στους δύο αυτούς κόσμους – με γοήτευε μεν ο ιδιόμορφος ερωτισμός του παλιότερου, αισθανόμουν όμως ταυτόχρονα την ανάγκη να είμαι μέρος του κινήματος που θα φέρει το διαφορετικό. Δεν με ενοχλούσαν μάλιστα καθόλου οι κριτικές που δεχόμουν εκατέρωθεν γι' αυτό!
― Πώς όμως μπήκες στα κινηματικά;
Κοίτα, το πρώτο πράγμα που είπα στον εαυτό μου φτάνοντας Θεσσαλονίκη ήταν ότι δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά σε κανέναν να μου φερθεί όπως στο γυμνάσιο στα Γιαννιτσά, όταν με κάνανε να νιώθω μηδενικό και σκεφτόμουν μέχρι και την αυτοκτονία. Και δεν αδικώ τελείως εκείνα τα παιδιά, ζούσαν στην άγνοια και οι καθηγητές δεν βοηθούσαν καθόλου, μάλιστα τόνιζαν συνεχώς πως η ομοφυλοφιλία είναι αρρώστια. Είχα επίσης αποφασίσει να κάνω ό,τι ήθελα χωρίς να δίνω πουθενά λογαριασμό και χωρίς να το περιχαρακώσω σε μια ταμπέλα.
― «Και του σαλονιού και του αλωνιού», σαν να λέμε!
Κάπως έτσι! Μπορεί, ας πούμε, το βράδυ να ήμουν στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με όλους τους επώνυμους και μετά τη δεξίωση να με έβρισκες στα πιο κακόφημα στενά του Βαρδάρη, στα σκυλάδικα, τα κέντρα γνωριμιών και τις πιάτσες.
― Συνέβη και σε σένα ο ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβισμός να συμβαδίσει με μια ευρύτερη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση;
Όχι, είχα μεν προοδευτικές ιδέες, αλλά καμία συγκεκριμένη πολιτική στράτευση. Όλα ξεκίνησαν όταν, παίρνοντας μια μέρα από ένα σινεμά μια στοίβα free press –η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτοπόρα σε αυτό, είχαμε τότε τον «Εξώστη», το «Φιξ Καρέ», την «Parallaxi», με την οποία εξακολουθώ να συνεργάζομαι−, βρήκα ανάμεσά τους τη «Βιταμίνη 0» και τον «Πόθο», από τα πρώτα του είδους με ΛΟΑΤΚΙ+ περιεχόμενο. Θέλησα να γνωρίσω από κοντά τους ανθρώπους που τα εξέδιδαν και έτσι ήρθα σε επαφή καταρχάς με πρόσωπα όπως ο Νίκος Αραμπατζής, ο Άρης Μπατσιούλας και ο Νίκος Χατζητρύφων και στη συνέχεια με όλη την παρέα. Κι εκεί όμως αντιμετώπισα έναν διχασμό, καθώς επρόκειτο για μία αρχικά ομάδα, που είχε διασπαστεί.
Μην μπορώντας να κατανοήσω γιατί ακριβώς «τρώγονταν», άρχισα να απογοητεύομαι, ακούγοντας όμως τον Χατζητρύφωνα να λέει «ας προσφέρει κανείς εκεί που χτυπά περισσότερο η καρδιά του», παρέμεινα στη Σύμπραξη και πρότεινα στην ομάδα να στήσουμε ένα φεστιβάλ ΛΟΑΤΚΙ+ ταινιών με τη βοήθεια και τη συνεργασία του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η επιστολή που στείλαμε στον Μισέλ Δημόπουλο βρήκε ανταπόκριση κι έτσι, με τη συνδρομή και της Γ.Γ. Νέας Γενιάς, προέκυψε το 1998 το 1ο Πανόραμα Ομοφυλοφιλικών Ταινιών της Ελλάδος. Στήριξαν και ιδρύματα όπως το Ινστιτούτο Γκαίτε και το Βρετανικό Συμβούλιο, και ο θεσμός αυτός, που σταδιακά εμπλουτίστηκε με άλλα δρώμενα –ημερίδες, παρουσιάσεις βιβλίων, εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, πάρτι− κράτησε μέχρι το 2023, παρότι εγώ αποσύρθηκα στο ενδιάμεσο.
― Υπήρξαν εντούτοις επεισόδια τη δεύτερη χρονιά, σωστά;
Ναι, γιατί αφενός η αφίσα, ένας πίνακας ζωγραφικής που έδειχνε δύο άντρες να φιλιούνται, σόκαρε την πόλη, αφετέρου οι προβολές συνέπεσαν με τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ο Κυριάκος Βελόπουλος, που εκείνη την εποχή είχε εκπομπή σε τοπικό κανάλι «λύσσαξε», το ίδιο και ο τότε νομάρχης Παναγιώτης Ψωμιάδης. Να σημειωθεί πως τη χρονιά αυτή είχαμε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα τις πρώτες ταινίες του Δήμα, του Γιάνναρη και την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Κούτρα.
Συνεδριάζει λοιπόν το δημοτικό συμβούλιο, ο εισαγγελέας ζητά να διερευνηθεί αν στις αίθουσες προβολής λαμβάνουν χώρα αξιόποινες πράξεις, μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων μαζεύονται έξω από το Ολύμπιον φωνάζοντας και βρίζοντας.
Και έχω τώρα εγώ μόλις στα 19 μου να αντιμετωπίσω όλη αυτή την κατάσταση, να μιλήσω στα τηλεοπτικά κανάλια που είχαν στηθεί για ζωντανές συνδέσεις. Ο Χατζηνικολάου, θυμάμαι, μας είχε αντιμετωπίσει πολύ θετικά. Όταν ήταν να βγω στον Τέρενς Κουίκ, άκουσα να λένε στην ενδοεπικοινωνία «είμαστε έτοιμοι να συνδεθούμε με το φεστιβάλ των ανωμάλων» και έριξα άκυρο. Υπόψη, δε, ότι εκείνο τον καιρό ουδείς επώνυμος πολιτικός ή καλλιτέχνης στήριζε δημόσια τους ΛΟΑΤΚΙ+, άσχετα που σήμερα όλοι δηλώνουν gay friendly, μερικοί και από υπολογισμό.
Βλέποντας λοιπόν απέξω τους φανατικούς να ωρύονται, σκέφτηκα να προσκαλέσω εκπροσώπους τους να έρθουν να δουν πρώτα τις ταινίες που κατηγορούν. Δέχτηκαν και βγήκαν έχοντας αλλάξει τελείως γνώμη − ήταν σίγουρα μια νίκη, ήταν επίσης μια καλή διαφήμιση όλη εκείνη η φασαρία!
― Και με τα περιοδικά πότε ξεκινάς;
Καταρχάς ήταν το «Screw» που ξεκινήσαμε με τον Άρη Μπατσιούλα του «Πόθου» και τον Νίκο Θεοδώρου το φθινόπωρο του ’08 – το θυμάσαι, έγραφες κιόλας! Στην ομάδα αυτή προστέθηκε αργότερα ο Ανδρέας Ιωαννίδης.
― Ναι, είχε κάνει αίσθηση το «Screw» με τον σχεδιασμό, τη θεματολογία και τη γραφή του.
Είχαμε, πράγματι, ακούσει πολλούς επαίνους. Οραματιζόμασταν ένα έντυπο που απευθύνεται στην κοινότητα και χρηματοδοτείται από αυτή με διαφημίσεις από μπαρ. Δυστυχώς, με την οικονομική κρίση να επελαύνει, δεν μπόρεσε να συντηρηθεί για πολύ με τον τρόπο αυτό, ούτε όμως πιο εμπορικό θέλαμε να το κάνουμε, γιατί αν οι διαφημιζόμενοι ήταν γνωστές εταιρείες, θα υπήρχε πρόβλημα με τη γλώσσα και τις τολμηρές φωτογραφίες. Είχα στείλει το περιοδικό και στον Χριστιανόπουλο, που το βρήκε «ανεκτό», χαρακτηρισμός που γι’ αυτόν ήταν μέγα κομπλιμέντο!
Και εκείνος αλλά και ο Θωμάς Κοροβίνης, όπως και ο Γιάννης Παλαμιώτης και πολλοί άλλοι, στήριζαν την προσπάθειά μας με συμβουλές και κείμενα. Μετά τον έναν χρόνο κυκλοφορίας αποφασίζουμε να παράγουμε πρωτότυπο, δικό μας φωτογραφικό υλικό κι εδώ είχαμε την πολύτιμη συνδρομή του φωτογράφου Γιώργου Στριφτάρη. Όπως όμως είπα, μας «έφαγε» η κρίση, όπως και όλη εκείνη την άνθηση που γνώριζε η γκέι σκηνή σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Προσπάθησα το 2012 να συνεχίσω με το «Fagazine», ένα περιοδικό στο ίδιο πνεύμα αλλά κάπως πιο «clean», ήταν όμως δύσκολο να επιβιώσει οικονομικά στο ζοφερό κλίμα που επικρατούσε, το οποίο είχε συνέπεια να κλείσουν και πολλά γκέι μαγαζιά στο Γκάζι.
Μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μας ήταν σίγουρα η συνέντευξη του Γιάννη Μπουτάρη, η πρώτη που έδωσε αφότου εξελέγη δήμαρχος Θεσσαλονίκης το ’11 – ήταν λίγο πριν αναλάβει καθήκοντα και έγινε χαμός γιατί είπε μεταξύ άλλων ότι θα πάντρευε ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι και θα στήριζε επίσημα ένα Pride. Αδράχνω τότε κι εγώ την ευκαιρία να κάνω ένα κάλεσμα μέσω του «Screw» και των social media ώστε να μετρήσουμε δυνάμεις και «συμμάχους» και να δούμε αν μπορούμε να διοργανώσουμε Pride.
― Και εγένετο λοιπόν Thessaloniki Pride.
Ακριβώς! Οι πρώτες συναντήσεις έγιναν στο μπαρ Enola και ήταν τόσο το ενδιαφέρον και η προσέλευση ώστε γρήγορα δρομολογήθηκε το εγχείρημα, του οποίου υπήρξα πρωτεργάτης. Πλην όμως, μετά την πρώτη διοργάνωση εγκατέλειψα, εξαιτίας των έντονα αντιμαχόμενων τάσεων που αναδύθηκαν και κατέληξαν στον κατακερματισμό του Pride, με κάθε τάση να διεκδικεί την «αυθεντικότητα». Που, υπόψη, κι εγώ πολυσυλλεκτικό και ανεξάρτητο το ήθελα, όχι όμως σεχταριστικό. Μέχρι προσωπικά με υπονόμευσαν και με στοχοποίησαν κάποια άτομα, λες και ήταν δική μου επιχείρηση και θα κέρδιζα από αυτό.
Παρότι μάλιστα το Thessaloniki Pride με κάλεσε να συμμετάσχω στην ομάδα, αρνήθηκα, είχα ήδη κουραστεί ψυχολογικά. Ούτε βέβαια με τα οργανωτικά του Europride ανακατεύτηκα, το οποίο ήταν πράγματι μια εκδήλωση-σταθμός, αλλά ταυτόχρονα μια χαμένη ευκαιρία γιατί αντιμετωπίστηκε επιφανειακά και πολύ ερασιτεχνικά. Ήταν ωστόσο μια ευκαιρία να επιμεληθώ το τεύχος Ιουνίου του περιοδικού «Parallaxi», όπου ανέδειξα όσο καλύτερα μπορούσα τη ΛΟΑΤΚΙ+ ιστορία της Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με την έκθεση «Ο δρόμος προς την ορατότητα» στο λιμάνι, την οποία συνεπιμελήθηκα με τη Θούλη Μισιρλόγλου σε συνεργασία με το MOMus.
― Έχοντας διανύσει όλη αυτή την πορεία, πώς βλέπεις σήμερα το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα στην Ελλάδα;
Μετά τη θεσμοθέτηση του γάμου βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα των θεσμικών διεκδικήσεων. Όποτε το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα πετυχαίνει κάποιες νίκες, βγαίνουν οι απέναντι και εξανίστανται πως «είμαστε υπερβολικοί» και «ζητάμε πολλά». Νομίζω ότι οι αντιδράσεις αυτές σταδιακά θα ξεφουσκώσουν, όπως έγινε παλιότερα με τον στρέιτ πολιτικό γάμο, το βλέπουμε ήδη να γίνεται, ακόμα και τα κουτσομπολίστικα μέσα σταμάτησαν να ασχολούνται με το πόσα ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια παντρεύτηκαν αυτή την εβδομάδα. Μέσα στην κοινότητα τώρα, ναι, υπάρχουν και φαινόμενα ναρκισσισμού, εγωπάθειας, μωροφιλοδοξίας ή εκμετάλλευσης για ίδιο όφελος, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους χώρους, δεν ακυρώνουν εντούτοις τη συνολική προσπάθεια.
― Νομίζω ότι αυτό που «ενοχλεί» περισσότερο πλέον είναι όχι τόσο οι ομόφυλες σχέσεις και ο γάμος αλλά η αμφισβήτηση των έμφυλων στερεοτύπων.
Σε μια επανάσταση εκφράζονται όλες οι απόψεις και οι πτυχές, συχνά μέχρι υπερβολής. Το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα, μετά από πολλά χρόνια ρατσισμού, καταπίεσης και φόβου, διεκδικεί ισότητα, ορατότητα και συμπερίληψη παντού και καλά κάνει. Είναι και μια ανάγκη της νέας γενιάς να αντισταθεί στο κατεστημένο όπως αυτή το βιώνει. Οι ισορροπίες θα βρεθούν στην πορεία. Οι έμφυλες ταυτότητες είναι σε μεγάλο βαθμό και για μας στην κοινότητα «αχαρτογράφητα νερά», αλλά είναι μια πρόκληση για το μέλλον. Έτσι κι αλλιώς μελλοντικά η έννοιά τους θα γίνει πολύ πιο ρευστή, το ίδιο και η σεξουαλικότητα.
― Πιστεύεις κι εσύ ότι κάποιες φορές υπάρχει μια υπερβολική θυματοποίηση αλλά και κατάχρηση όρων όπως η κακοποίηση ή ακόμα και η ομο-τρανσφοβία;
Καλό είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν ζούμε –δυστυχώς− σε έναν ιδανικό κόσμο. Αν πάω στη λαϊκή της γειτονιάς με φούστα, μούσι και τη βλεφαρίδα κάγκελο, ξέρω ότι σίγουρα θα ακούσω κάποιο σχόλιο και, όταν αυτό συμβεί, δεν λέει να βγω στα σόσιαλ να κλαφτώ για το πόσο καταπιέζομαι! Όχι πως θα είχα άδικο να απαιτώ να με αποδεχτούν όπως είμαι, καθόλου, χρειάζεται ωστόσο λίγη συναίσθηση του πώς λειτουργεί ο κόσμος. Εκτός και αν είμαι από εκείνους που «τρέφονται» με τα χίλια τόσα λάικ που μπορεί να πάρει ένα τέτοιο στόρι. Ούτε πάλι πιστεύω ότι γίνεται κανείς καλλιτέχνης ή συγγραφέας επενδύοντας απλώς στο τραύμα του. Ακόμα και το drag χρειάζεται ταλέντο!
― Η σάτιρα σε ενοχλεί; Το αναφέρω επειδή δημιουργήθηκε θέμα όταν ο Σεφερλής σατίρισε το Nemo, όχι πολύ πετυχημένα, είναι αλήθεια.
Όχι, δεν με πειράζει γενικά καμία σάτιρα − στην αισθητική καθεμιάς είναι το πρόβλημα και σίγουρα του Σεφερλή ή των ΑΜΑΝ πάσχει. Ο Λαζόπουλος έκανε μεν κι αυτός καρικατούρες γκέι χαρακτήρων, αλλά είχαν περισσότερη πλάκα γιατί είχε το «know how». Όμως δεν μπορείς να απαγορεύεις εντελώς τη σάτιρα ή να τη δέχεσαι επιλεκτικά. Ένα «παραδοσιακό» χαρακτηριστικό των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων, άλλωστε, είναι ο αυτοσαρκασμός!
― Ήταν μόνο εξαιτίας των απανωτών κρίσεων που περιορίστηκαν τα ΛΟΑΤΚΙ+ μαγαζιά ή συνέβαλε η ραγδαία εξάπλωση των apps, συν ότι πολλά μπαρ, κλαμπ κ.λπ. είναι πια mixed;
Στα χρόνια της ευμάρειας υπήρχε χώρος για όλους, όταν όμως αυτό άλλαξε, επιβίωσαν μόνο όσοι ήταν σοβαροί επαγγελματίες και είχαν τον τρόπο τους. Κατά τα άλλα, ναι, ισχύει ότι προ ίντερνετ και προ apps, για να καλύψεις τις σεξουαλικές σου ανάγκες, αλλά κι αυτές της διασκέδασης και της κοινωνικοποίησης, έπρεπε να εκτεθείς εκεί έξω, στην κοινή «αρένα», είτε ήσουν τρανς, είτε γκέι, είτε bi, είτε παντρεμένος που γυρεύει καμιά ξεπέτα στο πάρκο.
Όλη αυτή η συνθήκη μεταφέρθηκε πια στο διαδίκτυο, με τα καλά και τα στραβά της. Εκείνο που σίγουρα ατόνησε είναι η γοητεία της άμεσης επαφής, της τυχαίας, αδιαμεσολάβητης γνωριμίας. Από την άλλη, χάρη στο ίντερνετ οι νέες γενιές έχουν πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία, προβάλλουν και εκφράζουν τη σεξουαλικότητά τους από πολύ νωρίς. Έπειτα οι ανάγκες αλλάζουν, το ίδιο και ο τρόπος που προσεγγίζουμε τη σεξουαλικότητα και τις ταυτότητες.
― Κάποια στιγμή, πάντως, σταματάς να ασχολείσαι με οτιδήποτε ΛΟΑΤΚΙ+ και δραστηριοποιείσαι αρχικά στο Μεταναστευτικό-Προσφυγικό και ακολούθως στα δικαιώματα των Ρομά, για τους οποίους μάλιστα έγραψες βιβλίο.
Σταμάτησα και γιατί υπήρχε μια απογοήτευση, όπως είπα, αλλά και επειδή ένιωθα πως δεν είχα κάτι άλλο να προσφέρω στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Όταν λοιπόν «έσκασε» η μεγάλη προσφυγική κρίση το ’15, αποφάσισα να βοηθήσω. Το κομμάτι που με τράβηξε περισσότερο ήταν αυτό των εφήβων μεταναστών διότι, όντες νέοι, ήταν πιο «ανοιχτοί» στο καινούργιο, το διαφορετικό, μπορούσαν επιπλέον να βρουν ευκολότερα τα πατήματά τους με σωστή καθοδήγηση. Έβρισκα επίσης κοινά σημεία γιατί κι εγώ υπήρξα ένας πληγωμένος, κακοποιημένος έφηβος που πάσχιζε να βρει την ταυτότητά του σε έναν κόσμο όπου ένιωθε ξένος.
Κάναμε κάποια πολύ ωραία καλλιτεχνικά πρότζεκτ και μέσα στη συγκυρία αυτή γνώρισα μερικά παιδιά Ρομά από τον Δενδροπόταμo, ήρθα επίσης σε επαφή με τον «Φάρο του Κόσμου» που έχει κάνει σπουδαίο έργο στο πεδίο και είπα, ναι, εδώ θέλω να αφοσιωθώ τα επόμενα χρόνια. Και όντως το πράγμα απογειώθηκε και με τον τρόπο μου έβαλα ένα λιθαράκι στην εξωστρέφεια των Ρομά ζητημάτων. Κοινωνικοποιήθηκα, έκανα φίλους, επισκέφθηκα καταυλισμούς, μελέτησα σε βάθος την ιστορία τους.
«Καρπός» αυτής της εμπειρίας αποτέλεσε το βιβλίο «Οι Τσιγγάνοι της Θεσσαλονίκης» (εκδ. Μέθεξις, 2020) και σύντομα θα κυκλοφορήσει το επόμενο, το «Τσιγγάνικα παραμύθια: Μύθοι, θρύλοι και δοξασίες». Τα παραμύθια αυτά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, κρατάνε κάτι από την παλιά, ατόφια μορφή τους και βασίζονται σε πραγματικά βιώματα και περιπέτειες μελών της κοινότητας. Δυστυχώς η έλευση της τεχνολογίας είχε αποτέλεσμα την εξαφάνιση των παλιών παραμυθάδων.
― Μου έλεγες κιόλας, θυμάμαι, ότι η σεξουαλικότητά σου δεν αποτέλεσε πρόβλημα στη συναναστροφή σου μαζί τους.
Ποτέ στη ζωή μου δεν κρύφτηκα και το ίδιο εξακολουθώ να κάνω. Σίγουρα δεν μπορεί να αρέσεις σε όλους, οι περισσότεροι Ρομά ωστόσο με αποδέχτηκαν και με εμπιστεύτηκαν, τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς τους. Και χαίρομαι πολύ διαπιστώνοντας ότι πολλά πράγματα από όσα δρομολόγησα λειτουργούν πλέον αυτόνομα και ότι έχουν γίνει πολλά βήματα, κυρίως από τη νέα γενιά Τσιγγάνων, που τραβάει τον δικό της δρόμο δυναμικά και με πείσμα. Πιστεύω πως στην πορεία θα καταφέρουν πολλά και θα δούμε αλλαγές. Σήμερα εξακολουθώ να εργάζομαι ως Roma officer στην οργάνωση SolidarityNow, με την οποία τρέχουμε διάφορα προγράμματα που αφορούν τους Ρομά και τη νεολαία σε περιοχές της Β. Ελλάδας.
― Η δυσκολότερη φάση που πέρασες ως ενήλικος;
Υπήρξε μια περίοδος που εξαιτίας της αναγνωρισιμότητάς μου ως ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβιστή δεν έβρισκα δουλειά, ούτε είχα κάποιο εισόδημα. Η εργασιακή ανασφάλεια σε συνδυασμό με άλλα θέματα που είχα μου προκάλεσε κρίσεις πανικού, τις οποίες αγκάλιασα, αποδέχθηκα, πολέμησα και εν τέλει ξεπέρασα με ιατροφαρμακευτική και ψυχολογική βοήθεια. Ήταν εν μέρει και ένα «δώρο», διότι μέσα από τους πανικούς βούτηξα βαθιά στο είναι μου και ανακάλυψα περισσότερο τον εαυτό μου. Κάτι άλλο που μου στοίχισε ήταν οι δυσαναπλήρωτες απώλειες καλών φίλων, όπως ο παιδικός μου φίλος ο Λάζαρος, η Τέρι, η Νανά και η Diona.
― Ερωτικά νιώθεις χορτάτος; Το ότι μπορεί να μην έχεις κάποιον άνθρωπο πλάι σου σε απασχολεί καθόλου μεγαλώνοντας;
Έκανα και συνεχίζω να κάνω ό,τι και όπως το πόθησα, και το χαίρομαι. Κάτι ουσιαστικό στο θέμα των σχέσεων δεν συνέβη, όχι επειδή δεν ήθελα, απλώς δεν προέκυψε. Κάποια περίοδο είχα αγχωθεί με αυτό, κακώς, γιατί δεν θα έκανα ποτέ μια σχέση επί τούτου. Πιστεύω πως, αν με θέλει κάποιος, θα με διεκδικήσει! Είναι όμως σημαντικό να τα έχεις βρει καταρχάς με τον εαυτό σου και ναι, μια χαρά περνάω και με τον Γιώργο.