Ήταν από αυτές τις όχι και τόσο σπάνιες συναντήσεις που γέννησε το Facebook. Στο Facebook ξαναβρήκα τον Αλέκο. Πάνω από είκοσι πέντε χρόνια είχα να μάθω νέα του – όχι ότι τον ξέχασα ποτέ. Ο Αλέκος δεν ξεχνιέται. ΄Όμως το λυκόφως της δεκαετίας του '90, όταν έκλεινα τα τριάντα μου χρόνια, έφερε αλλαγές στον μέχρι τότε τρόπο ζωής μου, με τις επαγγελματικές φιλοδοξίες αυξημένες και τον χρόνο για διασκέδαση περιορισμένο. Τότε έλαβε τέλος για μένα το μεγάλο πάρτι της δεκαετίας του '80, που ένα μεγάλο κομμάτι του το είχα ζήσει στο Αleco's, εκείνο το υπόγειο στο Κολωνάκι, που παρά την περιορισμένη χωρητικότητά του, χώρεσε ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της διασκέδασης των γκέι της Αθήνας και όχι μόνο, αφού όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι εκεί.
Μοιάζει μακρινή εκείνη η εποχή – και είναι. Όχι μόνο επειδή πέρασαν δεκαετίες αλλά επειδή η ζωή ήταν πολύ διαφορετική απ' ό,τι σήμερα. Ήταν η εποχή που οι Έλληνες απολάμβαναν τις μέρες και ακόμη περισσότερο τις νύχτες τους, και που οι τουρίστες ζήλευαν την Ελλάδα για τον γαλάζιο ουρανό, τις χρυσαφένιες παραλίες της και επειδή δεν χωρούσε στο μυαλό τους αυτό που συνέβαινε σ' αυτήν τη χώρα: τα καθημερινά ξενύχτια σε μπαρ, μπουζουξίδικα και κλαμπ, το μποτιλιάρισμα στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και στην παραλιακή, ακόμα και τις καθημερινές, όταν στις έξι κι εφτά το πρωί τα νυχτερινά κέντρα κατεβάζανε ρολά και οι πελάτες τους αποχωρούσαν γλαρωμένοι, με μυρουδιά από ουίσκι στα χνότα και πέταλα από γαρδένιες και γαρίφαλα στα μαλλιά. Πώς γινόταν αυτό κάθε μέρα ασταμάτητα αναρωτιόμασταν κι εμείς που το ζούσαμε. Πώς μπορούσαν, δηλαδή, να τα βγάζουν πέρα στην καθημερινότητά τους όλοι αυτοί οι μερακλήδες, αφού σε δυο-τρεις ώρες έπρεπε να πάνε στις δουλειές τους ή να ανοίξουν τα μαγαζιά τους.
Οι ανοιχτά ομοφυλόφιλοι ήταν λιγότεροι εκείνες τις μέρες και μπορεί μεν να υπήρχε πιο έντονα το στίγμα του «ντιγκιντάγκα», της «συκιάς» και του «πούστη», όμως αυτά ήταν λεπτομέρειες μπροστά στη δύναμη της καύλας που επικρατούσε.
Αλλά αυτά τα καταλάβαμε αργότερα. Μετά από πολλά χρόνια ήρθε ο πραγματικός λογαριασμός για τα ποτά, τα ξενύχτια και τα γαρίφαλα. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε τίποτα που να προμηνύει τη σημερινή παρακμή ούτε τη φτώχεια που βιώνουμε. Ήταν τα χρόνια που οι διορισμένοι με πολιτικό βύσμα υπάλληλοι του Δημοσίου άμα ήθελαν πήγαιναν για δουλειά αλλά και που όταν πήγαιναν, είχαν τους δικούς τους ρυθμούς, τη δική τους άποψη για το πώς, πότε και πόσες ώρες θα δούλευαν. Ήταν η εποχή του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;», του «Τσοβόλα, δώσ' τα όλα», του Κοσκωτά, του νέφους και της αεροσυνοδού Δήμητρας Λιάνη που θα γινόταν η σύζυγός του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, έναν χρόνο μετά την περιπέτεια της υγείας του που τον είχε οδηγήσει στο Χέρφιλντ.
Δεν ήταν, όμως, μόνο στο Δημόσιο χύμα τα πράγματα. Επικρατούσε μεγάλη χαλαρότητα σε όλα τα επίπεδα τη δεκαετία του '80. Ήταν διαφορετικός ο τρόπος ζωής. Πολλές οι τσάρκες, πολλές οι έξοδοι για φαγητό σε εξοχικά κέντρα, πολλές οι παρέες και το σεξ εύκολο. Εύκολο και παντού. Εκεί που δεν το περίμενες και από αυτούς που δεν θα το 'βαζε ο νους σου. Ο κόσμος στην Αθήνα φλέρταρε ασυστόλως, χαιρόταν να κάνει καμάκι, πηδιόταν και το ευχαριστιόταν. Ήταν η εποχή που η Μύκονος άρχισε να γίνεται η Μέκκα των γκέι και των κοσμικών –που ο Ιόλας επέστρεψε στην Ελλάδα για να «φάει» το κεφάλι του–, της Μελίνας με τα «Μάρμαρά μας», του Τρίτου Προγράμματος του Μάνου Χατζιδάκι αλλά και της «λασπωμένης» «Αυριανής» και της τραβεστί Μπέτυς, με το επαναστατικό για την εποχή βιβλίο της «Πόσο πάει;». Επίσης, ήταν η εποχή της βιντεοκασέτας, του ηθικοπλαστικού έπους «Οι βλάχοι προτιμούν τραβεστί» από την Αλόμα και της γυμνής, πάνω στα βράχια της Δήλου, Ζωής Λάσκαρη για το εξώφυλλο του «Playboy».
Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε το Αleco's Island Bar, που, χάριν ευκολίας, όλοι αποκαλούσαν Αleco's. Άνοιξε το 1980 ακριβώς πίσω από τον Άγιο Διονύσιο, στο Κολωνάκι. Με λίγα λεφτά φτιαγμένο, και χωρίς την πρόθεση να είναι ένα μπαρ αποκλειστικά για τους γκέι, διέφερε από τα τρέντι, «wannabe Studio 54» στέκια της εποχής, όπως το «Εργοστάσιο», η «Αυτοκίνηση», η «Paramount» και τα γκλάμουρους μαγαζιά της παραλίας, όπου γινόταν το έλα να δεις κάθε βράδυ, παρά τη σκληρή «πόρτα» που είχαν τα περισσότερα.
Στο Αleco's «πόρτα» δεν υπήρχε. Μόνο τις πρώτες εβδομάδες, και επειδή δεν είχε ακόμη άδεια λειτουργίας, έπρεπε να χτυπήσεις το κουδούνι για να έρθει κάποιος να σου ανοίξει. Ήταν μάλλον αυτή η λεπτομέρεια που δημιούργησε αίσθηση, με αποτέλεσμα να θέλουν όλοι να βρεθούν στο καινούργιο «privé» μπαρ. Κάπως έτσι μαθεύτηκε το Αleco's πολύ γρήγορα, από στόμα σε στόμα, αποκτώντας τη φήμη ενός πολύ ιδιαίτερου κομματιού της νυχτερινής Αθήνας. Με τον καιρό, ανάμεσα σε όλα τ' άλλα, άρχισε να μοιάζει με ένα μικρό, ανεξάρτητο κρατίδιο, κάτι σαν το Βατικανό. Μόνο που μπαίνοντας σε αυτό το Βατικανό, δεν βρισκόσουν στη Βασιλική τους Αγίου Πέτρου αλλά στον ναό του Αλέκου Αμφιλόχιου, του ιδιοκτήτη του, που ήταν ήδη αρχικαρδινάλιος της διασκέδασης από τα δύο προηγούμενα μπαρ του, το Φεγγάρι και το Μykonos, αμφότερα στην Πλάκα.
Από είκοσι πέντε χρονών, μέσα της δεκαετίας του '60, ξεκίνησε να πλέκει τον μύθο του στην αθηναϊκή νύχτα ο Αλέκος. Λόγω της καλλιτεχνικής του φύσης δεν θέλησε να ασχοληθεί με την κερδοφόρο επιχείρηση του πατέρα του. Προτιμούσε να ζωγραφίζει. Αυτό ήταν άλλωστε το ταλέντο του, που τον ακολούθησε και τον ακολουθεί όλη του τη ζωή. Όμως, όσο αγαπούσε τη ζωγραφική, άλλο τόσο αγαπούσε τη διασκέδαση. Ως νέος και ωραίος που ήταν, ήθελε να βγαίνει και να το ρίχνει έξω, κάτι που ταίριαζε απόλυτα με το γενικότερο κλίμα εκείνης της εποχής. Διότι μπορεί η δεκαετία του '80 να ήταν η εποχή της μεγάλης κοινωνικής χαλαρότητας, όμως η «χρυσή εποχή» ήταν οι δεκαετίες που είχαν προηγηθεί, του '60 και του '70.
«Υπήρχε μεγάλη λαχτάρα για διασκέδαση αλλά και μεγάλη διαθεσιμότητα στον έρωτα εκείνα τα χρόνια», θυμάται ο Αλέκος, που από εικοσιπεντάχρονο τεκνάκι-πελάτης στο μπαρ «Φεγγάρι» στην Πλάκα έγινε σερβιτόρος με μεγάλο σουξέ και σύντομα ιδιοκτήτης του.
Το «Φεγγάρι», που λειτουργούσε στα πρότυπα των μικρών χώρων τύπου μπουάτ της εποχής, με τραπεζάκια και ζωντανή μουσική, δεν ήταν χαρακτηρισμένο ως μπαρ για γκέι, όπως και κανένα άλλο μέρος εκείνη την εποχή. Παρ' όλα αυτά, εκεί γινόταν πολύ παιχνίδι. Είχε ξεκινήσει, άλλωστε, η εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης, του «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο» και οι νέοι δεν έλεγαν όχι σε «νέες εμπειρίες» ούτε έβαζαν στον εαυτό τους ταμπέλες. «Αυτό που διέφερε στις γνωριμίες, σε σχέση με σήμερα, ήταν οι κώδικες» θυμάται ο Αλέκος. «Για να καταλάβετε τι εννοώ, ερχόταν στο Φεγγάρι ένα στρέιτ ζευγάρι, γνωριζόταν με ένα άλλο στρέιτ ζευγάρι, τα έλεγαν, τα έπιναν, ενώ στο μεταξύ οι άντρες αντάλλαζαν πονηρές ματιές μεταξύ τους. Κάποια στιγμή έπαιρναν τις κοπέλες τους κι έφευγαν, για να επιστρέψουν μετά από λίγο, μόνοι τους, και να συνεχίσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει ήδη».
Στο «Φεγγάρι» σύχναζαν άνδρες και γυναίκες απ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, από γόνους καλών οικογενειών των Ανακτόρων μέχρι πιο λαϊκούς. «Τα κοινωνικά κλισέ εξαφανίζονται όταν ψάχνεις έναν σύντροφο για να περάσεις το βράδυ. Όλοι είναι ίσοι στο ερωτικό παιχνίδι. Δεν υπάρχουν διακρίσεις» επισημαίνει ο Αλέκος.
Μερικά χρόνια αργότερα, αρχές της δεκαετίας του '70, ο Αλέκος άφησε το Φεγγάρι για να ανοίξει το Mykonos, στην Πλάκα πάλι. Πιο συγκεκριμένα, στην οδό Θόλου, που τότε ήταν ένας αμιγώς γκέι δρόμος, όπου μπορούσες να φιληθείς ή να περπατήσεις αγκαλιά με το αγόρι σου, κάτι αδιανόητο για ένα στενό παρακάτω, εκεί όπου γινόταν το έλα να δεις το καλοκαίρι από τα μπουζουξίδικα και τις ταβέρνες. Υπήρχαν άλλα τρία στέκια στη Θόλου. Τα «Ζώδια», για τις πιο μικρές ηλικίες, με τον κωφάλαλο σφίχτη πορτιέρη, όπου η μουσική ήταν disco, το μπαρ του «Βαγγέλη», όπου σύχναζαν αγόρια με καλοσιδερωμένα άσπρα πουκάμισα και κομπολόι στο χέρι, που είχαν έρθει με το μοτοσακό τους από μακρινές συνοικίες της Αθήνας για να τη βρουν με λαϊκή μουσική αλλά και πονηρό καμάκι, ενίοτε επί πληρωμή, Τρίτο στη σειρά ήταν το «σοβαρό» Jackare, εκεί όπου σύχναζαν οι «κουλτουριάρες», όπως τους αποκαλούσαν οι πελάτες των άλλων μπαρ. Ο φωτισμός χαμηλός, η μουσική κλασική ή Νέο Κύμα και το περιβάλλον προς το πένθιμο. Όσο για τις συζητήσεις, στρέφονταν συνήθως γύρω από το θέατρο, τον κινηματογράφο και τις παραστάσεις στο Ηρώδειο. Πάντα με το ανάλογο υφάκι.
Όπου και να ήσουν όμως, σε οποιοδήποτε από αυτά, ως γκέι μπορούσες να αισθάνεσαι πιο άνετα.
«Έβλεπες μόνο ήπια, νωχελικά λικνίσματα. Η μόνη στιγμή που ο χορός ζωντάνευε ήταν την περίοδο της Αποκριάς (ή και όποτε άλλοτε του κατέβαινε του ίδιου), όταν ο Αλέκος έβγαινε πίσω από το μπαρ, φορώντας ένα σαφρακιασμένο tutu και αυτοσχεδίαζε χωρίς έλεος με το μπρίο του, πάνω στα χορογραφικά μοτίβα του Μαριούς Πετιπά για τη "Λίμνη των Κύκνων"».―Γιάννης Κωνσταντινίδης
Αν στα μπαρ της δεκαετίας του '60 οι «καταστάσεις» γίνονταν τηρώντας τα προσχήματα, τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει κι αυτό ήταν συνέπεια του τουρισμού, που ανθούσε. Χιλιάδες οι γκέι που ερχόντουσαν στην Ελλάδα για διακοπές απ' όλες τις μεριές της Γης, έχοντας ανά χείρας τον «Spartacus», τον γκέι οδηγό με όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν μια μοναχική ψυχή για να μη μείνει μόνη κι έρμη. Μαζί με τους οδηγούς τους, οι ξένοι τουρίστες έφερναν αναπόφευκτα νέα ήθη και λίγη αστερόσκονη από τις πόλεις τους, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο... Εκεί όπου οι γκέι τού έδιναν να καταλάβει, τη στιγμή που εμείς, εδώ, αυτά που έκαναν τα βλέπαμε σε ταινίες μόνο, όπως π.χ. το «Ψωνιστήρι». «Οι άνθρωποι ζούσαν τη ζωή τους αυθεντικά εκείνα τα χρόνια. Ακομπλεξάριστα» θυμάται ο Αλέκος. «Ήταν συνηθισμένο στις 5 η ώρα το πρωί να σε πλησιάσει ένας πελάτης και να σου ζητήσει να φύγετε μαζί».
Από το «Mykonos», εκτός από τους περπατημένους της Αθήνας, πέρασαν και πολλοί διάσημοι. Από τον Νουρέγιεφ μέχρι τον Φρέντι Μέρκιουρι, τον Ζαν Μαρέ και τον Τρούμαν Καπότε, ο οποίος μάλιστα έγινε έξω φρενών από κάτι που του είπε ο Αλέκος. «Τα αγγλικά μου ήταν πολύ άσχημα. Γύρισα λοιπόν και του είπα, χωρίς να ξέρω ποιος είναι, "Why don't you open your botton and smell?". Ήταν καλοκαίρι και ήθελα να του πω ν' ανοίξει το κουμπί στο πουκάμισό του για να πάρει αέρα. Δυστυχώς, εκείνος κατάλαβε "άνοιξε τον κώλο σου και μύρισε"».
Εκτός από τα σελέμπριτι, εκείνα τα χρόνια από τα σχετικά μπαρ περνούσε και η αστυνομία για έλεγχο ταυτοτήτων. Αν δεν είχες ταυτότητα, κατέληγες στο αστυνομικό τμήμα. Μερικές φορές οι έλεγχοι αυτοί είχαν άλλου τύπου εξέλιξη, καθώς η ακόρεστη σεξουαλικότητα των Ελλήνων έψαχνε να ικανοποιηθεί με κάθε τρόπο. Δεν είχαν έρθει ακόμα οι «εργάτριες του σεξ» από τη ΒΑ Ευρώπη.
Μέχρι τα τέλη του '70 γνώρισε η Πλάκα τις μεγάλες της δόξες. Ύστερα, πάει, δεν έμεινε τίποτα να θυμίζει αυτό που είχε γίνει εκεί. Στο πλαίσιο της αναμόρφωσής της, προκειμένου να διατηρηθεί το παραδοσιακό της στοιχείο, τα μπαρ, οι ντισκοτέκ, οι μπουάτ και όλα όσα της έδιναν το ξεσαλωτικό της στίγμα υποχρεώθηκαν σε «λουκέτο». Τέλος εποχής. Φινάλε για το μεγάλο πάρτι κάτω από την Ακρόπολη.
Το επόμενο βήμα για την επιχειρηματική δραστηριότητα του Αλέκου έγινε στο «μπλαζέ» Κολωνάκι. Εκεί άνοιξε το Aleco's Island Bar. Και αν η συνταγή των μεγάλων χώρων της εποχής, Paramount, Eργοστάσιο, Αυτοκίνηση κ.ά., περιλάμβανε άφθονο γκλάμουρ και αστερόσκονη, η συνταγή του μικρού Αleco's ήταν απλή και ανεπιτήδευτη. Ο χώρος θύμιζε αυλή σε νησί και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε δεν διέφερε από αυτήν ενός φιλικού πάρτι. Ούτε φωτορρυθμικά, ούτε στερεοφωνικά ηχεία υπήρχαν εδώ. Όμως τα ποτά ήταν καθαρά και η διάθεση μονίμως ανεβασμένη. Τα ευφυολογήματα και οι επιτηδευμένες ατάκες τελειωμό δεν είχαν, όπως και τα μεθυσμένα γέλια που μπλέκονταν με τις ψαγμένες μουσικές του Ζαν-Πιερ, του συντρόφου του Αλέκου – από Μαρία Κάλλας μέχρι Κλάους Νόμι. Τα «παντρολογήματα» και τα ευκαιριακά κονέ έδιναν κι έπαιρναν και ο Αλέκος ήταν πάντα το επίκεντρο όλων όσα συνέβαιναν, δίνοντας μια διαρκή παράσταση. Ακόμη και όταν δεν μιλούσε, ο τρόπος του, οι ματιές, οι χειρονομίες του, σε έκαναν να τον προσέξεις.
Οι γνωριμίες ήταν εύκολες στο Aleco's κι ένας από τους λόγους ήταν η ένταση της μουσικής, που σου επέτρεπε να μιλήσεις με τον διπλανό σου. «Δεν έπεφτε, είναι αλήθεια, και τόσο πολύς χορός, όπως συνέβαινε στα υπόλοιπα μπαρ της περιοχής» θυμάται ο δημοσιογράφος και τακτικός πελάτης Γιάννης Κωνσταντινίδης. «Έβλεπες μόνο ήπια, νωχελικά λικνίσματα. Η μόνη στιγμή που ο χορός ζωντάνευε ήταν την περίοδο της Αποκριάς (ή και όποτε άλλοτε του κατέβαινε του ίδιου), όταν ο Αλέκος έβγαινε πίσω από το μπαρ, φορώντας ένα σαφρακιασμένο tutu και αυτοσχεδίαζε χωρίς έλεος με το μπρίο του, πάνω στα χορογραφικά μοτίβα του Μαριούς Πετιπά για τη "Λίμνη των Κύκνων"».
Η πελατεία του Αleco's περιλάμβανε ηλιοκαμένους τουρίστες, στυλίστες, μοντέλα, ηθοποιούς, κομμωτές και μακιγιέρ των σταρ, μόδιστρους, όπως ο Πολατώφ, ο Μιχάλης Ασλάνης και ο Μπίλι Μπο, σε κρεσέντο έπαρσης. Αντικέρ, αρχιτέκτονες, τραγουδιστές της όπερας, χορευτές, μεγαλοδικηγόροι, όλοι χωρούσαν στο μικρό υπόγειο του Αλέκου. Το μόνο που δεν χωρούσε ήταν τα προβλήματα και τα άγχη, που, έτσι κι αλλιώς, εκείνα τα χρόνια δεν είχαν καμιά σχέση με τα σημερινά. Από αυτή την πολύχρωμη ομήγυρη δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα όμορφα αγόρια, που, όπως οι περισσότεροι γκέι της εποχής, περνούσαν αρκετές μέρες της ζωής τους στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης και στα πάρκα του κέντρου, όπου όλη τη μέρα γινόταν ψωνιστήρι.
Δεν ήταν, βέβαια, μόνο οι γκέι αυτοί που σύχναζαν στο Αleco's. Άλλωστε δεν άνοιξε με τη λογική του γκέι μπαρ, ασχέτως του ότι με τον καιρό πήρε αυτή την κατεύθυνση. Σύχναζαν και πολλοί στρέιτ. Οι γυναίκες ήταν ευπρόσδεκτες και ο Αλέκος ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός μην πει κάτι που θα μπορούσε να τις πειράξει, αφού το χιούμορ του, που ήταν και παραμένει το σήμα κατατεθέν του, δεν μπορούν να το καταλάβουν όλοι. «Μα, τι ντύθηκες απόψε, χρυσέ μου; Ξέγνοιαστος καβαλάρης;» έλεγε π.χ. και γελούσαν οι υπόλοιποι. Με αυθορμητισμό δεκάχρονου και αφοπλιστικό αυτοσαρκασμό, έλεγε –και συνεχίζει να λέει– ό,τι του ερχόταν στο κεφάλι ο Αλέκος, που, όπως φαίνεται, γεννήθηκε διασκεδαστής.
Από το 1980 μέχρι τις αρχές του 2000, συγκεκριμένα μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κράτησε η γιορτή στο Αleco's και δεν υπάρχει κάποιος που να την έζησε και να μην τη νοσταλγεί. Μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια μπορεί οι μόδες να άλλαξαν, το ίδιο και οι μουσικές, τα ρούχα και οι πολιτικοί, όμως η αξία του Αleco's έμεινε αμετάβλητη. Όσο για τον Αλέκο, θέλει δεν θέλει να το παραδεχτεί, καταγράφηκε στη συνείδησή μας ως ένα icon, μια «μορφή». Διότι μέσα σε πενήντα χρόνια, από το 1965, στο Φεγγάρι, μέχρι σχετικά πρόσφατα, τα μπαρ του έδωσαν καταφύγιο σε πολύ μοναχικό κόσμο που δεν θα είχε κάπου αλλού να πάει. «Δεν αισθάνομαι ότι έκανα κάτι σημαντικό. Ήθελα μόνο να περνάω καλά και μαζί μ' εμένα να περνάνε καλά και οι άλλοι» απαντά σε όσους λένε ότι του «χρωστάνε».
Το τελευταίο κεφάλαιο στη διαδρομή του Αλέκου και των μπαρ του γράφτηκε στου Ψυρρή. Μετά το 2005, το Κολωνάκι που γνωρίσαμε οι πιο παλιοί είχε πεθάνει. Μαζί με τα νέα στέκια, σε άλλες περιοχές της Αθήνας, είχαν εισβάλει στη ζωή όλων μας νέοι τρόποι επικοινωνίας και νέα ήθη. Τα sites γνωριμιών στο Ίντερνετ ισοπέδωσαν όλα όσα ξέραμε, από τις σχέσεις μέχρι τους τρόπους διασκέδασης. Σε λίγα χρόνια έφτασε και η οικονομική κρίση. Μ' αυτά και μ' αυτά, κλειστήκαμε στα σπίτια μας και σχεδόν όλοι πλέον αναζητούν συντρόφους από τον υπολογιστή τους. Η ανάγκη για επικοινωνία ικανοποιείται μέσα από τα tablets και τα smartphones. «Τώρα, όσοι βγαίνουν, βγαίνουν για να πουλήσουν μούρη» κλείνει την κουβέντα μας ο Αλέκος, που, βλέποντας ότι οι εποχές άλλαξαν, αποφάσισε να αποσυρθεί από το πανηγύρι της διασκέδασης. «Μου θυμίζουν, αυτά τα παιδάκια που κυκλοφορούν στο Γκάζι, μοντέλα που παίρνουν μέρος σε επίδειξη ρούχων. Τους ενδιαφέρει μόνο τι θα φορέσουν για να τους προσέξουν οι άλλοι. Κάθονται σε μια γωνιά αμίλητα, σαν μέρος της διακόσμησης».
Πλέον δεν μας φιλοξενεί στα μπαρ του ο Αλέκος. Αποσύρθηκε. Όμως δεν ξεχάστηκε. Δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί. Διότι, χωρίς αυτόν, θα είχαμε λιγότερες ευχάριστες αναμνήσεις, θα ήμασταν λιγότερο χαρούμενοι, ίσως και λιγότερο απελευθερωμένοι. Γιατί για πολλούς από εμάς, για πάνω από τρεις γενιές, ο Αλέκος ήταν και παραμένει συνώνυμο της ανεμελιάς και της διασκέδασης.