ΕΙΝΑΙ 2, ΤΙΣ ΒΛΕΠΩ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ να σουλατσάρουν σε κάποια πλατεία στο κέντρο της Κοπεγχάγης. Αστράφτουν: εντυπωσιακές, πανύψηλες, φοράνε κάτι πολύχρωμα και σέξι φορέματα, ψηλά τακούνια και από το χέρι τους κρέμονται μικρές τσάντες-μαϊμού. Δεν έχω ξαναδεί γυναίκες σαν αυτές. Τρέχω εκστασιασμένος προς τα πάνω τους, οπλισμένος με τη μικρή ψηφιακή μου κάμερα που ως τότε χρησιμοποιούσα για να βγάζω κοντινά πλάνα από το κρεβάτι στο ξενοδοχείο μας και να κάνω περίεργα ζουμ σε κάγκελα, φαγητά, περιστέρια… Με βλέπουν και τρελαίνονται μαζί μου, ποζάρουν και κάνουν νάζια στον φακό.
Ξέρουν και ξέρω.
Πηγαίνω ΣΤ’ Δημοτικού και είναι η πρώτη φορά που θα δω drag queens από κοντά στα απόνερα κάποιας pre-pride εκδήλωσης της πόλης. Πρέπει ως τότε να έχω δοκιμάσει κάποιες φορές να τυλιχτώ με τα λευκά σεντόνια των γονιών μου και να φορέσω τα παπούτσια της μαμάς, χορεύοντας μπροστά στον καθρέφτη. Αλλά στον κόσμο των ενηλίκων γύρω μου όλο αυτό είναι λάθος, αφύσικο, τρομακτικό και ο αστραφτερός κόσμος που θα τραβήξει το βλέμμα μου εκείνη την ημέρα δεν είναι παρά «μερικοί άρρωστοι άντρες». Ένα εφιαλτικό κομμάτι ζωής που πρέπει πάση θυσία να κρατηθεί μακριά από μένα.
Το queerness είναι η μόνη μας πατρίδα και περισσότερο από Έλληνες, Αθηναίοι ή οτιδήποτε άλλο είμαστε αυτό: τα θύματα ενός πατριαρχικού ετεροκανονικού κόσμου και οι πολύχρωμοι επιζώντες της βίας του.
Το περιστατικό θα θαφτεί για χρόνια κάτω από το χαλί του μυαλού μου, αλλά είναι εκείνη ακριβώς την στιγμή που θα χάσω την πίστη μου στους ενήλικες γύρω μου και στην ικανότητα που έχει η κρίση τους να αναγνωρίζει το σωστό και το λάθος. Έκτοτε έχω προσπαθήσει να τα κάνω όλα. Να γίνω και να κάνω όλα όσα δεν έπρεπε, έχω ανέβει σε μηχανάκια αγνώστων, έχω πάρει πράγματα από ξένους, έχω κάνει σεξ σε βρόμικες τουαλέτες ή σε πλατείες, οτιδήποτε μπορούσα να σκεφτώ.
Σε ένα ακόρεστο κυνήγι να τα δοκιμάσω όλα εγώ ο ίδιος, να δω με τα δικά μου μάτια τι είναι σωστό και τι λάθος, πού το έδαφος και πού ο γκρεμός. Ένα κυνήγι εξοντωτικό, που λόγω μιας έμφυτης δειλίας ή αυτοσυγκράτησης δεν έχω πληρώσει με χειρότερες εμπειρίες, αλλά ταυτόχρονα κι ένα κυνήγι δημιουργικό, που μου έμαθε να μην παίρνω τίποτα ως κανόνα, τίποτα ως σωστό.
Γιατί σε ζητήματα του εαυτού, αγαπητέ παλιέ κόσμε, τα έχεις κάνει σκατά. Εκεί που εσύ έβρισκες λάσπη, εγώ βρήκα χρυσό και όλοι αυτοί οι άρρωστοι άνθρωποι που δεν θα ήθελες με τίποτα να τους μοιάσω είναι σήμερα η πόλη μου και τους αγαπώ.
— Πίσω στο τώρα.
Μπροστά στη σπηλιά του στόματός μου ο G. διστάζει, σαρώνει με τα μάτια τη βεράντα του Στρέφη γύρω μας, για να ρωτήσει: «Είναι ασφαλές να φιληθούμε εδώ;». Είμαι 23, ζω στην Αθήνα τα τελευταία 6 χρόνια κι έχω ερωτευτεί 2 φορές. Είναι 22, ζει στην Ολλανδία και από τους λοβούς των αυτιών του κρέμονται τα 2 πιο όμορφα οστρακένια σκουλαρίκια που έχω δει.
Καθισμένοι δίπλα δίπλα, με τα πόδια μας να κρέμονται στο κενό, είμαστε σαν χάρτινα φαναράκια που φωτίζουν τον νυχτερινό ουρανό της Αθήνας και περιτριγυρισμένοι από τα queer παιδιά αυτής της πόλης νιώθουμε πως όλα είναι πιθανά, ξεχνώντας ότι λίγους δρόμους πιο κάτω η ίδια αυτή πόλη βγάζει δόντια και ξεσκίζει τα παιδιά της, queer και μη.
— Πίσω στο τώρα.
Πολλοί μεταξύ μας θα πουν πως το Pride της Αθήνας έχει γίνει mainstream, πως τα ιδρύματα, οι φορείς και οι επιχειρήσεις «χτίζουν το μαγαζί» πάνω στο βίωμά μας, και πως σε κάθε περίπτωση είναι ένας θεσμός που έχει χάσει πια την πολιτική του χροιά. Δεν διαφωνώ μαζί τους. Αλλά στα μάτια μου θα συνεχίσει να σημαίνει κάτι, για κάθε παιδάκι που, καθισμένο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών του, θα νιώθει ένα κάψιμο στο στήθος του, περνώντας μπροστά από την παρέλαση, ενώ οι γονείς του μπροστά θα μιλούν για τους άρρωστους αυτούς ανθρώπους, ενώ θα μιλούν βασικά για εκείνον.
Θα συνεχίσει να σημαίνει κάτι για όσα παιδιά τα τραβήξαν από το χέρι, προσπαθώντας να τα πείσουν πως είναι άρρωστα ή πως τα αγαπάνε, παρότι είναι άρρωστα. Αλλά και, όπως μου ψιθυρίζει μέσα από τα λόγια του βιβλίου του ο Πολ, για τις επόμενες γενιές γονιών που πρέπει να καταφέρουν να ξανακερδίσουν το δικαίωμα να είναι γονείς για τα queer παιδιά τους, όχι φορείς αστυνόμευσης και φυλετικού και σεξουαλικού ελέγχου. Γονείς, όχι οι πρώτοι συνοριοφύλακες της ετεροκανονικότητας.
Γιατί το queerness είναι η μόνη μας πατρίδα και περισσότερο από Έλληνες, Αθηναίοι ή οτιδήποτε άλλο είμαστε αυτό: τα θύματα ενός πατριαρχικού ετεροκανονικού κόσμου και οι πολύχρωμοι επιζώντες της βίας του. Είμαστε όλα αυτά τα παιδιά που μεγάλωσαν στο μεγάλο σπίτι του φόβου και που για μία έστω μέρα τον χρόνο μπορούμε να νιώσουμε πως η πόλη αυτή ανήκει και σε εμάς.
— Πίσω στο τώρα.
Είμαι 23 και στο φοβισμένο αγόρι από την Ιταλία λέω «κλείσε τα μάτια σου», και το φιλάω. Και το ότι δεν φοβάμαι να δώσω αυτό το φιλί είναι ένας θρίαμβος που ανήκει σε όσους ήρθαν πριν από μένα, το να μη φοβούνται όμως αύριο οι άνθρωποί μου να είναι ο εαυτός τους με όρους απόλυτους, αυτός και μόνο αυτός θα είναι ο δικός μας θρίαμβος.
Είμαι 23 και θα με πάρεις από το χέρι ενώ ξημερώνει, όταν οι άνθρωποι θα έχουν σπάσει και η πόλη θα κοιμάται και, τρέχοντας δεξιά-αριστερά, θα φωνάξεις προς το κενό «Atene la vida», εννοώντας «θα κερδίσουμε». Όχι μονάχα εδώ, σε αυτήν τη μικρή γωνιά της πόλης όπου ήδη νιώθεις στοιχειωδώς ασφαλής, όχι μονάχα εμείς, όχι μονάχα στη φούσκα μας αλλά παντού και όλοι. Γιατί κανείς δεν μπορεί να μας πείσει πως κάτω από τα αστέρια της Αθήνας υπάρχει κάτι πιο σωστό από αυτό το φιλί. Γιατί στο παιχνίδι που λέγεται «Identity Politics» τα παίζεις όλα ή τίποτα, αλλιώς σηκώνεσαι και φεύγεις.
Κι εμείς δεν πάμε πουθενά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.