Γεννήθηκα στην Αθήνα από Ελληνορωσίδα μάνα και Μικρασιάτη πατέρα. Τον πρώτο ρατσισμό τον βίωσα σε μικρή ηλικία, όταν, παρότι ξανθοί με λευκό δέρμα, κάποιοι αποκαλούσαν υποτιμητικά εμένα και τον μεγαλύτερο αδελφό μου «τα παιδιά της Ρωσίδας» και τον πατέρα μου «Τουρκόσπορο». Το 1972, όταν ήμουν 7 ετών, μεταναστεύσαμε στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου είχαμε πολλούς συγγενείς από τη μεριά της μητέρας μου. Το σχολείο εκεί καμία σχέση με εδώ, έβλεπες παιδιά κάθε φυλής και εθνότητας και κανείς δεν είχε πρόβλημα με κανέναν – από τότε μου έγιναν βίωμα η πολυπολιτισμικότητα και η συνύπαρξη. Τελειώνοντας το γυμνάσιο πήγα στο κολέγιο και αφού πέρασα από οντισιόν έγινα δεκτός στο θεατρικό τμήμα. Μου άρεσε πολύ η υποκριτική, όπως και η κομμωτική, την οποία σπούδασα αμέσως μετά, το μακιγιάζ επίσης. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, κάτι από όλα αυτά θα μου κάτσει επαγγελματικά!
Τις ερωτικές μου προτιμήσεις τις αντιλήφθηκα ήδη στα 8 μου χρόνια και είχα την πρώτη μου σεξουαλική επαφή σε μικρή ηλικία με έναν μεγαλύτερό μου. Ο οποίος, όχι, δεν με «παρέσυρε», μάλλον το ανάποδο έγινε, αφού εγώ ήμουν που τον ακολούθησα στις δημοτικές τουαλέτες ενός πάρκου, έξω από τις οποίες είχα στήσει καραούλι! Λίγο αργότερα έκανα το coming out μου σε συμμαθητές και φίλους, εντάχθηκα επίσης σε μια οργάνωση για ΛΟΑΤΚΙ+ νέους έως 21 ετών, το Lambda Youth Club. Αυτό σίγουρα συνέβαλε στην αυτοσυνείδηση και στην κοινωνικοποίησή μου, στην πορεία μάλιστα έγινα εκπρόσωπός της. Στα 15-16 μου άρχισα να πηγαίνω σε κλαμπ, γκέι και μη ‒ σε ένα από αυτά, το μεγαλύτερο του Μόντρεαλ, έπαιζε DJ ο αδελφός μου, «παράνομα» κι αυτός, αφού η είσοδος στα κλαμπ απαγορευόταν τότε σε άτομα κάτω των 21. Όποτε ερχόταν αστυνομία μάς ειδοποιούσαν και κρυβόμασταν στην κουζίνα!
Για μας τους ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπους, ξέρεις, πραγματική οικογένεια είναι συνήθως οι στενοί μας φίλοι. Νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλο, επικοινωνούμε συχνά, λέμε τα δικά μας ‒ είμαστε και σε ηλικία που πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι.
Το gay liberation το έζησα στο αποκορύφωμά του και ήταν πράγματι αξέχαστη αυτή η διάχυτη αίσθηση ελευθερίας και ερωτισμού, έλα όμως που πάνω στο καλύτερο ήρθε το AIDS, ο «γκέι καρκίνος», όπως τον λέγανε αρχικά. Μεγάλη καταστροφή για την κοινότητά μας που δεν προλάβαινε να μετράει θύματα όταν ακόμα θεραπείες δεν υπήρχαν ή ήταν πολύ προβληματικές, όπως το AZT. Και ανάμεσά τους πόσοι φίλοι και γνωστοί που μέχρι προχθές διασκεδάζαμε μαζί. Όμως δεν πανικοβλήθηκα, μετά το πρώτο σοκ έσπευσα να γίνω εθελοντής, βοηθώντας ασθενείς που δεν μπορούσαν πια να αυτοεξυπηρετηθούν. Από καθάρισμα, μαγείρεμα και ψώνια μέχρι προσωπική περιποίηση, αφού τότε δεν τους δέχονταν ούτε στα κουρεία. Προσωπικά, στάθηκα τυχερός διότι έκανα πάντα ασφαλές σεξ, το είχα συνηθίσει από έφηβος, όταν έβγαινα για ένα διάστημα στο πεζοδρόμιο, ως αγόρι αρχικά. Η πρακτική αυτή με έσωσε κυριολεκτικά στα πρώτα δύσκολα χρόνια, κάτι που δυστυχώς δεν συνέβη με τον αδελφό μου. Ο οποίος συνειδητοποίησε αρκετά μετά από μένα την ομοφυλοφιλία του, την πάτησε όμως με τον HIV.
Πεζοδρόμιο για οικονομικούς λόγους έκανα στο Μόντρεαλ, αφότου αποφοίτησα από τη θεατρική σχολή, για περίπου δυόμισι χρόνια, αρχικά ως αγόρι και στη συνέχεια παρενδυτικά, παρότι δεν ένιωσα ποτέ γυναίκα – έναν ρόλο επιτελούσα, σαν να εμφανιζόμουν κάθε βράδυ σε ένα φανταστικό θέατρο, τον επιτελούσα όμως άψογα! Έτσι ξεχρέωσα εμένα και τον αδελφό μου, αλλάξαμε και σπίτι, το επιπλώσαμε, πόζαρα όμως και για τις απαραίτητες φωτογραφίες στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, όταν με συνέλαβαν για «άγρα πελατών». Την τελευταία φορά που με πιάσανε οι μπάτσοι τούς είπα ότι μόλις είχα γραφτεί στη σχολή κομμωτικής, οπότε μου χάρισαν τα πρόστιμα με τον όρο να μην ξαναεμφανιστώ στην πιάτσα – πράγματι δεν ξαναπήγα, δεν σκόπευα άλλωστε να συνεχίσω για πολύ ακόμα. Αποδείχθηκε όμως και η δουλειά αυτή σχολείο ολόκληρο.
Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο με τις εμπειρίες που έζησα, καλές και άσχημες, χώρια ότι έκτοτε έμαθα να «σκανάρω» τους ανθρώπους και να αντιλαμβάνομαι αμέσως τι καπνό φουμάρει καθένας τους, ένα ένστικτο που, άπαξ και το αποκτήσεις, δεν σε προδίδει σχεδόν ποτέ. Με πλησίασε μια φορά, θυμάμαι, στην πιάτσα ένας τύπος με ακριβό αμάξι. Πρότεινε να πάμε μαζί στο ξενοδοχείο και υποσχόταν να με χρυσοπληρώσει, κάτι όμως μέσα μου φώναζε «όχι» κι έτσι αρνήθηκα. Την επομένη μάθαμε ότι η κοπέλα που τον ακολούθησε βρέθηκε νεκρή. Μια άλλη φορά, πάλι, με πλεύρισε για βίζιτα ένας θείος μου, τον οποίο απέφυγα με τρόπο προτού με αναγνωρίσει! Λόγω αυτής μου της θητείας στη σεξεργασία, τρέφω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για όσα άτομα ασκούν αυτό το λειτούργημα, ιδιαίτερα μάλιστα για τα τρανς κορίτσια, καθώς πέρασα έστω για λίγο από τα ψηλοτάκουνά τους.
Στην Αθήνα επέστρεψα το 1991 και ο λόγος ήταν η επιβαρυμένη υγεία της μητέρας μου, η οποία είχε γυρίσει ήδη στην Ελλάδα. Ο πατέρας είχε γεράσει, ο ήδη άρρωστος αδελφός ήταν αδύνατο να βοηθήσει, έπρεπε λοιπόν να τη φροντίσω εγώ. Ναι, γνώριζε για μένα, της το είχα πει από τα 16 μου και με τα πολλά το αποδέχτηκε – ο πατέρας μου πάλι το κατάλαβε ή μάλλον το συνειδητοποίησε (γιατί καθόλου δεν κρυβόμουν, μέχρι και με τον τότε σύντροφό μου τον επισκεπτόμασταν!) πολλά χρόνια μετά. Αλλά εκεί που η μάνα το πήρε πολύ άσχημα ήταν όταν έμαθε ότι και ο μεγάλος της γιος όχι μόνο ήταν ομοφυλόφιλος αλλά πέθανε και από AIDS ‒ την έπιασα, φαντάσου, σχεδόν από τα μαλλιά πριν πέσει στις γραμμές του μετρό για να σκοτωθεί. Εν τέλει το χώνεψε και έζησε τρεις δεκαετίες ακόμα!
Όταν, λοιπόν, ανάρρωσε από εκείνη τη δύσκολη εγχείρηση, βρέθηκα σε δίλημμα. Να ξαναπήγαινα Καναδά, να δοκίμαζα την τύχη μου στο Λονδίνο ή στο Παρίσι; Τότε ήταν που μου πρότειναν να εργαστώ ως κομμωτής στον «Πρωινό Καφέ» της Ρούλας Κορομηλά στον ANT1. Δέχτηκα, ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Ελλάδα. Σε κάποια εκπομπή φιλοξενούμενη ήταν η Σοφία Φιλιππίδου, η οποία είχε μόλις ξεκινήσει ένα δικό της σίριαλ, το «Στη Χώρα των Φευγάτων». Γνωριστήκαμε, με συμπάθησε και μου μήνυσε ότι με ήθελε όχι για κομμωτή ή μακιγιέρ αλλά για ηθοποιό, μάλιστα μου είχε γράψει και ρόλο! Διάφορους μικρούς ρόλους για την ακρίβεια, τους οποίους και έπαιξα στο πλευρό της – ήταν, φυσικά, μεγάλη η χαρά μου, αφού δεν είχα ασχοληθεί επαγγελματικά με την υποκριτική ως τότε. Ακολούθησαν εμφανίσεις μου και σε άλλες σειρές, όπως στις «Σοφία… Ορθή», «Τμήμα Ηθών», «Τρικυμία», όμως το 2000 έπαθα ένα τροχαίο που με κράτησε καθηλωμένο ενάμιση χρόνο – όταν επανήλθα με είχαν σχεδόν ξεχάσει, με βοήθησε όμως να ξαναμπώ στη δουλειά το πρόσωπό μου που λόγω καταγωγής ξεχώριζε για τα ελληνικά δεδομένα και αυτό κυρίως «πούλαγα».
Από τα σίριαλ, λοιπόν, βρέθηκα στο σινεμά, όπου έχω παίξει μέχρι σήμερα δεύτερους ρόλους σε καμιά δεκαριά ταινίες, συν έναν πρωταγωνιστικό στο «Delivery» του Νίκου Παναγιωτόπουλου το 2004, χάρη στον οποίο κυρίως με βρίσκεις ως ηθοποιό στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου! Με τον Νίκο είχαμε άριστη συνεργασία και εμφανίστηκα και σε άλλες ταινίες του. Αυτό που δεν αξιώθηκα ήταν να παίξω στο θέατρο, κάτι που λαχταρούσα πολύ. Χτένιζα επίσης, έβαφα, ήμουν περιζήτητος σε αυτά, καθώς είχα κάνει όνομα. Όχι μόνο για την τηλεόραση και το σινεμά αλλά και για περιοδικά, διαφημίσεις, καλλιστεία…
Χάρη στη ζωή που έκανα όλα αυτά τα χρόνια, γνώρισα διάφορες διασημότητες, εδώ και στο εξωτερικό. Την Divine καταρχάς, μεγάλο μου είδωλο! Την πρωτοσυνάντησα το 1982 στη Νέα Υόρκη, όπου τρώγαμε σε διπλανά τραπέζια. Την επόμενη χρονιά παρευρέθηκα σε ένα σόου της στο Λος Άντζελες και το ’84, που ήρθε στο Μόντρεαλ για σόου, πήγα ντυμένος in drag, σαν αυτή. Με κάλεσε τότε στη σκηνή κι αφού με σύστησε στο κοινό ως κόρη της, τραγουδήσαμε μαζί το «You think you’re a man»! Μου αρέσει, ξέρεις, κιόλας πολύ το drag show, έδωσα πολλές τέτοιες παραστάσεις και στον Καναδά και στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια που ήρθα, ανάμεσά τους το Pride του ’92 της Πάολας στον λόφο του Στρέφη, που ακόμα με «κυνηγάει»! (σ.σ. φωτογραφίες από εκείνη την εκδήλωση, που έχουν πια ιστορική αξία, είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Βαβέλ»).
Επίσης, γνώρισα από κοντά τον Boy George όταν κέρδισα στον διαγωνισμό «Boy George look alike», τον οποίο έκανε μια εφημερίδα με έπαθλο ένα εισιτήριο σε συναυλία των Culture Club, που περιλάμβανε πρόσβαση στο backstage, αλλά και τον David Bowie, καθώς ο τότε σύντροφός μου ήταν περφόρμερ στο Glass Spider Tour του 1987 που έκανε πρεμιέρα στο Μόντρεαλ. Συνάντησα ακόμα την Diana Ross, μεγάλος λάτρης της οποίας ήταν ο ιδιοκτήτης ενός κομμωτηρίου αποκλειστικά για μαύρους στο Μπρονξ όπου δούλεψα τον ενάμιση χρόνο που έζησα στη Νέα Υόρκη, όντας ο μόνος λευκός στο μαγαζί – είχε εξασφαλίσει για όλο το προσωπικό εισιτήρια στις πρώτες θέσεις και μετά τη συναυλία τής παραδώσαμε έναν μεγάλο πίνακα-προσωπογραφία της που είχε φιλοτεχνήσει ο δικός μας! Μια άλλη ξεχωριστή γνωριμία ήταν με τη Ru Paul και τη Lady Bunny στη Νέα Υόρκη σε ένα σόου όπου συμμετείχαν προτού ακόμα γίνουν διάσημες.
Στην Αμερική γνώρισα και τη Βουγιουκλάκη όταν είχαν έρθει με τον Παπαμιχαήλ να παίξουν για την ομογένεια σε θέατρο του Μόντρεαλ το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» ‒ καταπληκτική γυναίκα. Εδώ στην Ελλάδα, πάλι, γνωρίστηκα λόγω δουλειάς με πολλούς καλλιτέχνες. Ευτύχησα να παίξω σε σίριαλ ή ταινίες πλάι στον Γιώργο Κωνσταντίνου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Κώστα Βουτσά, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Σοφία Αλιμπέρτη, τον Νίκο Ρίζο, ηθοποιούς που θαύμαζα όταν τους έβλεπα σε βιντεοκασέτες μικρός στον Καναδά, τους θεωρούσα το ελληνικό Χόλιγουντ! Και μπορεί εγώ να μην έκανα κάποια σπουδαία καριέρα, νιώθω εντούτοις τυχερός που είχα αυτές τις εμπειρίες.
Τον τελευταίο καιρό αντιμετωπίζω κάποια προβλήματα με τα γόνατά μου, χρειάστηκα και εγχείρηση, και όλα αυτά εξαιτίας εκείνου του παλιού τροχαίου. Λόγω κιόλας της πολύμηνης καθήλωσης, από 100 κιλά έφτασα τα 193, επόμενο ήταν να επιβαρυνθούν οι σύνδεσμοι. Δεν κατάφερα έκτοτε να χάσω πολύ βάρος, σήμερα είμαι στα 145 και ώσπου να γίνει επέμβαση και στο άλλο γόνατο χρησιμοποιώ μπαστούνι. Πλέον είμαι άνεργος, εκτός από κάτι χτενίσματα που κάνω. Παίρνω ένα επίδομα αναπηρίας από το ΚΕΑ, ωστόσο, αν δεν είχα δικό μου σπίτι και μερικές οικονομίες, δεν θα έφτανε για τίποτα. Ακόμα κι έτσι, χρειάστηκε κάποιες φορές να πουλήσω προσωπικά μου αντικείμενα για να τα φέρω βόλτα. Είναι δύσκολοι καιροί για όλους, κοιτάω τώρα μήπως βγάλω αναπηρική σύνταξη. Συνεχίζω, όμως, να δραστηριοποιούμαι και να προσφέρω εθελοντικά όπως μπορώ στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Αν νιώθω καθόλου μοναξιά; Κοίτα, πριν από χρόνια ερωτεύτηκα ένα πολύ νεότερό μου παιδί, με το οποίο συνάψαμε σχέση για αρκετά μεγάλο διάστημα, μείναμε δε καλοί φίλοι και αφού χώρισαν οι δρόμοι μας, όπως με τις περισσότερες πρώην σχέσεις μου. Οι άνθρωποι που έχεις αγαπήσει βαθιά δεν φεύγουν από τη ζωή σου, ασχέτως του αν αλλάξει το είδος της σχέσης σας. Για μας τους ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπους, ξέρεις, πραγματική οικογένεια είναι συνήθως οι στενοί μας φίλοι. Νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλο, επικοινωνούμε συχνά, λέμε τα δικά μας ‒ είμαστε και σε ηλικία που πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι. Ένας φίλος χρειάστηκε πρόσφατα bypass, εγώ πάλι προ τριετίας έπαθα ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, ενόσω έκανα chat με δύο κολλητούς ‒ δεν το αντιλήφθηκα, αλλά εκείνοι κάτι υποψιάστηκαν, ο ένας συνέχισε να μου μιλά ειδοποιώντας τον άλλο, που είχε κλειδιά του σπιτιού, να σπεύσει να δει αν είμαι καλά. Είχε παραλύσει το μισό μου πρόσωπο και το δεξί μου χέρι! Πήγαμε αμέσως στο νοσοκομείο, μου έδωσαν αγωγή και συνήλθα, μου άφησε όμως αρρυθμίες, κολπική μαρμαρυγή και άλλα προβληματάκια.
Χρειάζομαι πλέον 7-8 χάπια την ημέρα. Χρειάζεται φροντίδα και αλληλεγγύη ανάμεσα στου ΛΟΑΤΚΙ+ που γερνούν, δεν βγαίνει αλλιώς. Μακάρι να βρίσκαμε ένα μεγάλο σπίτι με 3-4 κρεβατοκάμαρες να συγκατοικούσαμε όλοι μαζί, να αλληλοβοηθιόμαστε στα έξοδα, τα μαγειρέματα, τις δουλειές και τα βράδια να μαζευόμαστε στη σάλα γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι όπου θα πέφτει η μπιρίμπα σύννεφο γιατί, όπως, έλεγε και η Σπεράντζα Βρανά σε μια ταινία, «χωρίς μπιρίμπα, αγάπη μου, θα περάσεις κακά γεράματα!». Μάλιστα, την είχα μάθει και στους γονείς μου όταν γεράσανε, γιατί ακονίζει το μυαλό, όπως και το σταυρόλεξο, έλα όμως που το δεύτερο δεν το ’χαν, όντες αγράμματοι. Στο χαρτί, όμως, αποδείχθηκαν σαΐνια, μέχρι και στο κλέψιμο!
Μακάρι να βρίσκαμε ένα μεγάλο σπίτι με 3-4 κρεβατοκάμαρες να συγκατοικούσαμε όλοι μαζί, να αλληλοβοηθιόμαστε στα έξοδα, τα μαγειρέματα, τις δουλειές και τα βράδια να μαζευόμαστε στη σάλα γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι όπου θα πέφτει η μπιρίμπα σύννεφο γιατί, όπως, έλεγε και η Σπεράντζα Βρανά σε μια ταινία, «χωρίς μπιρίμπα, αγάπη μου, θα περάσεις κακά γεράματα!»
Μη νομίζεις, πάντως, ότι κλείνομαι σπίτι. Παίρνω τη μαγκούρα και βγαίνω όποτε μπορώ, πάω και σε μπαράκια και σε εκδηλώσεις και όπου αλλού τύχει. Δεν μπορώ να πω ότι νιώθω ξένος, είμαι, βλέπεις, γνωστή φυσιογνωμία στην κοινότητα, με συμπαθούν και με θέλουν στην παρέα τους. Αλλά κι αυτό να μη συνέτρεχε, έχω τον τρόπο μου να γνωρίζω κόσμο και να διασκεδάζω! Δυστυχώς, βέβαια, δεν είναι έτσι όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι. Πολλοί έχουν απομονωθεί, δυσκολεύονται οικονομικά, αντιμετωπίζουν όχι μόνο προβλήματα υγείας αλλά και επιβίωσης. Ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι ότι θα πεθάνουν μόνοι και αβοήθητοι.
Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο σε τέτοιες ηλικίες είναι ο ένας τον άλλον. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχω στους Rainbow Seniors και πολλά άτομα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή μάς λένε «κάντε, βρε παιδιά, καμιά συγκέντρωση, καμιά εκδρομή, κάνα πάρτι, μήπως συναντήσουν κάναν άνθρωπο να πουν πέντε κουβέντες». Έχουμε στην ομάδα ηλικιωμένα άτομα, τα οποία δεν ξέρουν καν να χειριστούν ένα smartphone. Αναζητούμε ένα κονδύλι να τους πάρουμε έστω ένα tablet και να τους μάθουμε να το χρησιμοποιούν, ώστε να μπορούν τουλάχιστον να επικοινωνούν.
Είναι, στ’ αλήθεια, δύσκολες αυτές οι ηλικίες άμα βρεθείς στο περιθώριο. Υπάρχουν άνθρωποι που αναγκάστηκαν να ξαναμπούν στην «ντουλάπα» για να γλιτώσουν τα χειρότερα, μέχρι και τρανς άτομα σκέψου. Γιατί αν η ανάγκη σε υποχρεώσει να επιστρέψεις στο χωριό σου, ας πούμε, ή να καταφύγεις σε κάποιο σπίτι όπου μένουν και συγγενείς, πόσο out να είσαι; Θα σου πει π.χ. η αδελφή σου στην επαρχία –έχει συμβεί αυτό– «εντάξει, να έρθεις, αλλά συμμαζέψου, έχω και παιδιά, δεν θα λένε ήρθε ο θείος η πουστάρα!». Γι’ αυτό και χαίρομαι πολύ που οι Rainbow Seniors, όπως και άλλες ομάδες, συμμετέχουν στη δημιουργία του δημοτικού ξενώνα για ευάλωτους ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπους, σίγουρα θα βοηθήσει. Θα πρέπει, όμως, να ξαναδούν στον δήμο το θέμα των ορίων ηλικίας, να είναι ευπρόσδεκτα όχι μόνο τα ηλικιωμένα άτομα αλλά και τα ανήλικα, αυτά είναι άλλωστε που καταρχάς χρειάζονται ένα τέτοιο καταφύγιο!
Εννοείται πως είμαι και υπέρ του γάμου και υπέρ της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Στον Καναδά όπου ζούσα αυτά έχουν θεσμοθετηθεί πολύ καιρό τώρα κι αυτό βοήθησε πολλούς ανθρώπους να πραγματοποιήσουν μια σειρά επιθυμίες τους και να νιώσουν περισσότερο ασφαλείς. Ένας βασικός λόγος που υπήρξα και παραμένω ακτιβιστής είναι επειδή, ωριμάζοντας, θέλω να αφήσω πίσω μου πολύ καλύτερα τα πράγματα απ’ ό,τι τα βρήκα εγώ νεότερος. Βλέπω τώρα στα Pride πόσο έχουν απελευθερωθεί τα νέα παιδιά και τα χαίρομαι και τα καμαρώνω σαν δικά μου!
Ναι, νιώθω χορτάτος από τη ζωή μου, δεν έκανα και λίγα. Δεν αισθάνομαι ότι μου λείπει κάτι κι εκείνο που προέχει τώρα για μένα, πέρα από την υγεία μου, είναι αφενός να στηρίξω συνομηλίκους ή μεγαλύτερους που βρίσκονται σε ανάγκη, αφετέρου να ορμηνέψω, μέσα από τις γνώσεις και την πείρα που απέκτησα, νεότερους ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπους που θα ζητήσουν τη συμβουλή μου. Μιλώντας για τα νέα παιδιά, όχι, καμία σχέση δεν έχουν με τη δική μου γενιά. Είναι πολύ πιο ψαγμένα, πολύ πιο θαρραλέα, διαθέτουν τόλμη και πυγμή, πράγματα που κι εγώ είχα στα νιάτα μου, αλλά τότε ήμουν από τις εξαιρέσεις.
Δεν «μάσαγα» με τίποτε, μου την πέσανε, θυμάμαι, στα 17 μου στο Μόντρεαλ καμιά δεκαριά σκίνχεντ και βλέποντάς τους να έρχονται καταπάνω μου, άρπαξα ένα μεταλλικό κοντάρι από μια οικοδομή εκεί δίπλα και τους πήρα εγώ στο κυνήγι με τη βοήθεια κάποιων τρανς φιλενάδων που έκαναν πιάτσα λίγο παρακάτω! Του αλατιού τούς κάναμε που λες, παρότι βγάλανε λοστούς και μαχαίρια.
Σε μια άλλη περίπτωση, εδώ, στο σπίτι μου στην Αθήνα, λίγα χρόνια πριν, γνώρισα έναν τύπο μέσω ιντερνετικής εφαρμογής ‒ κλείσαμε ραντεβού, αλλά δεν ήταν αυτός που είχα δει στις φωτογραφίες και όταν του ζήτησα να φύγει τσαμπουκαλεύτηκε, γυρεύοντας και χρήματα δήθεν για ταξί. Αντί όμως για λεφτά, εγώ έβγαλα από το συρτάρι ένα χασαπομάχαιρο, οπότε συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί αμέσως! Δεν παριστάνω τον ήρωα, απλώς έμαθα από νωρίς ότι στη ζωή δεν πρέπει ποτέ να το βάζεις κάτω, ό,τι κι αν συμβεί, γιατί αλλιώς πάει, το έχασες το παιχνίδι. Να ζω μέσα στον φόβο δεν μπορώ, ούτε να κρύβομαι – κι εδώ στη γειτονιά out ήμουν εξαρχής και όντας σωστός με όλους, πρόβλημα δεν έχω αντιμετωπίσει δεκαπέντε χρόνια τώρα. Χαιρετιόμαστε εγκάρδια, με καλούν σε γιορτές, έρχονται να τους κουρέψω… Αργά, αλλά σταθερά αλλάζει η κοινωνία, ακόμα και η ελληνική, που δυσκολεύεται περισσότερο από άλλες.
Αν έχω ένα παράπονο είναι που δεν κατάφερα να αποκτήσω ένα παιδί –βιολογικό ή υιοθετημένο, αγόρι ή κορίτσι, λευκό ή μαύρο, αδιάφορο–, μολονότι το ήθελα πολύ. Προσπάθησα, μάλιστα, κάποτε να πείσω μια πανέμορφη Ρωσίδα που γνωριστήκαμε όταν δούλευα στη μόδα ‒εκείνη ήταν μοντέλο και επιδίωκε γάμο με Έλληνα ώστε να πάρει την υπηκοότητα‒ να παντρευτεί εμένα ώστε να μου κάνει ένα παιδί, με το αζημίωτο και χωρίς καμία δέσμευση από πλευράς της, όμως δεν δέχτηκε. Και με τον τελευταίο μου σύντροφο είχαμε σκεφτεί την υιοθεσία, χωρίσαμε όμως προτού το δούμε πιο σοβαρά – του ενστάλαξα ωστόσο αυτή την επιθυμία και όντας πολύ νεότερος μπορεί μελλοντικά να την υλοποιήσει.
Με τους άλλους μου συγγενείς έχουμε μηδέν επαφή πολλά χρόνια τώρα, δεν θέλουν να με ξέρουν. Η ξαδέλφη μου, για παράδειγμα, δεν αφήνει τα παιδιά της να με επισκεφθούν μην τυχόν γίνουν γκέι, λες και είναι κολλητική αρρώστια. Αλλά κι εγώ θα φροντίσω να μη με κληρονομήσει κανείς από το σόι, θα τα γράψω όλα στους κολλητούς μου και στους Rainbow Seniors. Ακόμα όμως είμαι μικρός, μέχρι τότε θα βρω άλλον σύντροφο και θα κοιτάξω να περάσω όσο καλύτερα μπορώ!