Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, δάσκαλος, ερευνητής. Γεννήθηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας. Γράφει από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα. Στην Αίγυπτο συναντάει τον Σεφέρη και μετά από προτροπή του ταξιδεύει στο Λονδίνο. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας, εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, όπως του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι. Αυτοεξόριστος λόγω της χούντας, το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο - θέση που κράτησε για 25 χρόνια.
Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τις Μερικές Γυναίκες (είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών).
Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.
Σήμερα είναι 94 ετών. Και είναι ενεργός στο Facebook.
Να μερικές απ' τις εικόνες του Facebook του.
(Το gif που ανέβασε σήμερα και ενέπνευσε το ποστ μου.)
"Ἔρθης δὲν ἔρθης" (Κωστής Παλαμάς)
Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.
Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου· ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω τὴ ζωγραφιά σου.
Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξωτὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω, κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω, σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια, παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.
Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου, ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.
Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.
Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε, καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε, καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.
Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.
Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί, τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.
Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;
Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί...
σχόλια